Υπερδιπλασιάστηκαν οι ελληνικές εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στο πρώτο τρίμηνο του έτους, λόγω της αυξημένης παραγωγής ΑΠΕ, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα της εγχώριας ζήτησης. Η ελληνική αγορά παραμένει εισαγωγική, ωστόσο οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο οδήγησαν σε σημαντική μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο, ενώ υπήρξαν διαστήματα κατά τα οποία η Ελλάδα ήταν εξαγωγέας ενέργειας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, οι εξαγωγές ρεύματος κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024 έφθασαν σε 1.284 γιγαβατώρες έναντι 561 πέρυσι (αύξηση 129%), ενώ οι εισαγωγές περιορίστηκαν κατά 31%, στις 1.907 γιγαβατώρες από 2.756 στο πρώτο τρίμηνο του 2023. Αυτό σημαίνει ότι οι καθαρές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας περιορίστηκαν στις 623 γιγαβατώρες (από 2195 πέρυσι), μέγεθος που σύμφωνα με ανάλυση του Green Tank, είναι το χαμηλότερο της τελευταίας δεκαετίας.

Η αύξηση της παραγωγικής βάσης των Ανανεώσιμων Πηγών, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και τη στασιμότητα της ζήτησης, είναι οι βασικές αιτίες για την αύξηση των εξαγωγών. Σε βάθος χρόνου η επέκταση των διασυνοριακών διασυνδέσεων και η προσθήκη μονάδων αποθήκευσης μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα εξαγωγέα ενέργειας για την ευρύτερη περιοχή και για την Κεντρική Ευρώπη, ιδίως εφόσον ευοδωθούν τα σχέδια για απευθείας διασύνδεση της χώρας μας με τη Γερμανία.

Στο θέμα αναφέρθηκε με ανάρτηση του στα κοινωνικά δίκτυα ο ενεργειακός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Νίκος Τσάφος, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι τις τελευταίες εβδομάδες, με τη βοήθεια της συνεχιζόμενης «έκρηξης» των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας. «Οι καθαρές εξαγωγές έχουν φτάσει σε ένα πρωτοφανές επίπεδο -υψηλότερο από προηγούμενες περιόδους, όπου η χώρα εξήγαγε περισσότερα απ’ όσα εισήγαγε. Θα πρέπει κανείς να διαβάζει τα βραχυπρόθεσμα στοιχεία με προσοχή. Δεν μπορούμε να εξάγουμε πολλά συμπεράσματα. Αλλά οι αριθμοί ενισχύουν τη στρατηγική μας πεποίθηση ότι το ηλιακό και αιολικό δυναμικό μας μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας. Και υπογραμμίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη περιφερειακή συνδεσιμότητα, ώστε η ενέργεια να ρέει εκεί που χρειάζεται περισσότερο».

Σύμφωνα με την ανάλυση του Green Tank για την ηλεκτροπαραγωγή κατά το πρώτο τρίμηνο, οι ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) με παραγωγή 5.934 GWh, διατήρησαν την πρωτοκαθεδρία στην ηλεκτροπαραγωγή για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ξεπερνώντας κατά 959 GWh το ορυκτό αέριο και τον λιγνίτη μαζί (4.975 GWh). Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το ορυκτό αέριο (3.925 GWh), το οποίο επέστρεψε στα επίπεδα του 2021, παρουσιάζοντας αύξηση 42,6% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2023. Ακολούθησε ο λιγνίτης με 1.050 GWh -με τη χαμηλότερη παραγωγή (τουλάχιστον) της τελευταίας δεκαετίας για το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους- και έπειτα τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με 902 GWh. Στην τελευταία θέση, με 624 GWh, βρέθηκαν οι καθαρές εισαγωγές.

Πόσο ρεύμα δίνουν ΑΠΕ και υδροηλεκτρικά

Η καθαρή ενέργεια από ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά το πρώτο τρίμηνο του 2024 (6,836 GWh) ήταν η υψηλότερη της δεκαετίας, αυξημένη κατά 14,8% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2023 (5,953 GWh). Οι ΑΠΕ μαζί με τα υδροηλεκτρικά, το πρώτο τρίμηνο του έτους, είχαν μερίδιο 55% στην κάλυψη της ζήτησης. Το προηγούμενο υψηλό είχε καταγραφεί το 2021 (49,2%), ενώ το 2023 το αντίστοιχο μερίδιο της καθαρής ενέργειας ήταν 48,2%.

Ακόμα πιο μεγάλη ήταν η αύξηση της συνεισφοράς τους στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή, αφού ΑΠΕ μαζί με μεγάλα υδροηλεκτρικά είχαν μερίδιο 57,9% το πρώτο τρίμηνο του 2024, ελαφρά μειωμένο ωστόσο σε σχέση με την αντίστοιχη επίδοση του 2023 (58.6%).