Τα πολλαπλά οφέλη που θα προσδώσει η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ είναι πλέον λίγο πολύ γνωστά. Tο έργο «Great Sea Interconnector» συνιστά μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να διασυνδεθεί η Κύπρος -το τελευταίο μη διασυνδεδεμένο κράτος της ΕΕ- στο Ευρωπαϊκό Ηλεκτρικό Σύστημα. Και παρά το γεγονός πως το έργο υποστηρίζεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει ένα σημείο που οι θέσεις Ελλάδας – Κύπρου δεν συγκλίνουν.

Το έργο το οποίο έχει αναμενόμενη εμπορική λειτουργία το 2029, κοστίζει ακριβά σημείωσε ο Υπουργός Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας Γιώργος Παπαναστασίου, ερωτηθείς σχετικά κατά τον απολογισμό του έργου του υπουργείου του τη Δευτέρα. «Ωστόσο, αναμένεται πως η απόσβεσή του θα είναι γρήγορη. Όπως δήλωσε ο κ. Παπαναστασίου η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) εξαρτάται από την ηλεκτρική διασύνδεση. «Ο διαμοιρασμός των εξόδων είναι 63% στην Κύπρο και 37% στην Ελλάδα, αφού τεκμηριωμένα το καλώδιο αυτό θα φέρει περισσότερα πλεονεκτήματα στον Κύπριο καταναλωτή». Η θέση του Υπουργείου Ενέργειας είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει ροή ηλεκτρονίων στο καλώδιο για να δικαιολογηθεί η επιβάρυνση για τον καταναλωτή. «Αυτό είναι θέμα αρχής. Όταν δεν υπάρχει σε λειτουργία ένα καλώδιο δεν δικαιολογείται κανένας να χρεώσει οποιονδήποτε που θα απολαύσει αυτή τη ροή στο μέλλον», ανέφερε.

Αυτή η θέση δημιουργεί διάσταση απόψεων. Η ανάκτηση εξόδων του Φορέα Υλοποίησης πριν τη λειτουργία της διασύνδεσης (δηλαδή στο στάδιο των κατασκευών) προβλέπεται από ρυθμιστική απόφαση (της ΡΑΕΚ) το 2023 και η δυνατότητα αυτή λήφθηκε σοβαρά υπόψη από τον ΑΔΜΗΕ όταν κλήθηκε να λάβει την απόφαση να διαδεχθεί τη EuroAsia Interconnector ως Φορέας Υλοποίησης. Το χρονικό σημείο έναρξης της χρέωσης των καταναλωτών ρεύματος για να αρχίσει να έχει έσοδα ο φορέας υλοποίησης έχει σηκώσει μεγάλη συζήτηση.

Η ρυθμιστική απόφαση 022/2023, της ΡΑΕΚ, με τίτλο «Μεθοδολογία Αναπροσαρμογής των Επιτρεπόμενων Εσόδων και Διατιμήσεων των Ρυθμιζόμενων Δραστηριοτήτων Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Γραμμής Διασύνδεσης» αναφέρει στο Άρθρο 3, παραγραφος 6 του παραρτήματος της απόφασης, τα εξής: «Τηρούμενων των διατάξεων του άρθρου 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 347/2013, όπως τροποποιείται με το άρθρο 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 869/2022, οι πράγματι προκύψασες επενδυτικές δαπάνες, κατά το στάδιο της κατασκευής και πριν από τη θέση σε λειτουργία του έργου, από τις οποίες εξαιρούνται οι δαπάνες συντήρησης, που σχετίζονται με το έργο, βαρύνουν τον Ιδιοκτήτη της Γραμμής Διασύνδεσης ή τους αντίστοιχους ΔΣΜ (κατά περίπτωση) ή τον φορέα υλοποίησης της υποδομής μεταφοράς και, στο βαθμό που αυτές δεν καλύπτονται από τα μισθώματα συμφόρησης ή άλλα τέλη που επιβάλλονται για τη χρήση της γραμμής διασύνδεσης, καταβάλλονται από τους χρήστες του εθνικού δικτύου μέσω των τιμολογίων πρόσβασης στα δίκτυα, αφού πρώτα τύχει σχετικής έγκρισης από τη ΡΑΕΚ».

Όπως σημειώνει ο «Φιλελεύθερος» η ΡΑΕΚ αναγνωρίζει μεν τη δέσμευσή της για έναρξη της ανάκτησης δαπανών από τον Φορέα Υλοποίησης στο στάδιο των κατασκευών και όχι μετά τη λειτουργία της διασύνδεσης, αλλά δεν συμφωνεί ότι αυτή η ανάκτηση (και η χρέωση των καταναλωτών ρεύματος) πρέπει να γίνει από τώρα, όπως ζητεί ο ΑΔΜΗΕ. Υπενθυμίζεται πως η κυπριακή πλευρά ζήτησε να υπάρξει μια νέα μελέτη κόστους – οφέλους για το τμήμα Κύπρου-Κρήτης η οποία αναμένεται να παραδοθεί αρχές Ιουνίου. Το πώς και ποιος θα αξιολογήσει αυτή τη μελέτη από κυπριακής πλευράς (πέραν της ΡΑΕΚ, που θα το πράξει καθηκόντως) είναι ένα άλλο ζήτημα που θα συζητηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Σημειώνεται πως ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη επενδύσει περισσότερα από 130 εκατομμύρια ευρώ και θα συνεχίσει τις επενδύσεις μόλις οι ρυθμιστικές αρχές λάβουν τις αποφάσεις που εκκρεμούν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διατυπώσει επισήμως την στήριξη της στον ΑΔΜΗΕ ως φορέα υλοποίησης του έργου και έχει διαβεβαιώσει ότι θα συνεχίζει να στηρίζει το έργο.

Η προχρηματοδότηση του έργου από το European Union’s Climate, Infrastructure and Environment Executive Agency (CINEA) και το μηχανισμό CEF (Connecting Europe Facility) της Ε.Ε. ανήλθε σε 164,5 εκατ., ποσό που αποτελεί το 25% της συνολικής επιχορήγησης. Το ποσό αφορά μόνο το τμήμα Κρήτη-Κύπρος και όχι το τμήμα Κύπρος-Ισραήλ, ενώ επανέλαβαν ότι το συνολικό κόστος ανέρχεται σε 1,9 δισ. ευρώ.