Νέα επικαιροποίηση όλων των τεχνικο-οικονομικών δεδομένων που συνθέτουν το μεγαλεπήβολο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Κρήτης, με την πραγματοποίηση νέας μελέτης κόστους – οφέλους από τον σημερινό φορέα υλοποίησης, ΑΔΜΗΕ, αλλά και την εξέταση ενδεχόμενης ανάγκης για νέα συμφωνία διασυνοριακής κατανομής του κόστους μεταξύ των καταναλωτών στην Κύπρο και την Ελλάδα επιθυμεί η κυπριακή Κυβέρνηση, προκειμένου να λάβει την τελική επενδυτική της απόφαση για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας που θα πραγματοποιήσει τη σύνδεση (Great Sea Interconnector), σύμφωνα με δημοσίευμα του Φιλελευθέρου.
Τι άλλαξε;
Σε γενικές γραμμές, ο ΑΔΜΗΕ καλείται να καταθέσει στις ρυθμιστικές αρχές ενέργειας των δύο χωρών νέα μελέτη κόστους – οφέλους (CBA), ώστε να καταστούν σαφή τα οφέλη για το κάθε ένα από τα ηλεκτρικά συστήματα (και τις οικονομίες) των δύο χωρών και στη συνέχεια να γίνει, αν κριθεί ότι χρειάζεται, νέος καταμερισμός του κόστους που θα πληρώσουν οι καταναλωτές των δύο χωρών, μέσω ενός μικρού τέλους ανά κιλοβατώρα σε βάθος περίπου τριών δεκαετιών.
Αυτό που καθιστά για την κυπριακή πλευρά αναγκαία τη νέα μελέτη και πιθανόν τον νέο καταμερισμό κόστους είναι, σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», η έντονη άποψη πολλών παραγόντων της ενέργειας, στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα, ότι από τη διασύνδεση τα οφέλη για τους παραγωγούς (πλεονάζουσας) πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα και ευρύτερα για το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας θα είναι μεγαλύτερα -ή τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο- με τα οφέλη για τους παραγωγούς στην Κύπρο και την τοπική οικονομία, καθώς θα μπορούν να προσδοκούν σε εξαγωγές ενέργειας στην Κύπρο, αλλά αργότερα ίσως και προς Ισραήλ. Συνεπώς, οι θιασώτες αυτής της εκτίμησης κρίνουν πως δεν συντρέχουν σήμερα οι λόγοι που οδήγησαν, το 2017, στην απόφαση η αποπληρωμή του κεφαλαιουχικού κόστους να γίνει κατά 63% από τους Κύπριους καταναλωτές και κατά 37% από τους καταναλωτές στην Ελλάδα, καθώς τότε υπήρχε η εντύπωση πως το καλώδιο θα ήταν κυρίως εξαγωγικό από Κύπρο προς το ευρωπαϊκό δίκτυο.
Από την άλλη, πολλοί παράγοντες της ενέργειας στις δύο χώρες τονίζουν πως πέραν της πολύ σημαντικής -και ανεκτίμητης οικονομικής αξίας- άρσης της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, που εξασφαλίζεται από το καλώδιο, θα πρέπει να προσμετρηθεί και το μεγάλο όφελος από την πιθανή διοχέτευση στο κυπριακό δίκτυο πολύ φθηνότερης ευρωπαϊκής πράσινης ενέργειας, σε σύγκριση με την ενέργεια που πωλείται σήμερα σε πολύ υψηλές τιμές στην Κύπρο. Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν πως διατηρεί και η κυπριακή παραγωγή ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά (η οποία ήδη «ταλαιπωρείται» με ποσοστά απόρριψης ενέργειας σε ποσοστά 60-70% για αρκετούς μήνες τον χρόνο) πολλές προοπτικές πωλήσεων σε χώρες της Ευρώπης, αξιοποιώντας το εξαιρετικό ηλιακό δυναμικό της και τη διασύνδεση.
Από το 2017 στο 2024
Η πρώτη συμφωνία υπολογισμού του κόστους κατασκευής του έργου της διασύνδεσης και κατανομής του κόστους στους καταναλωτές των δύο χωρών επιτεύχθηκε από τις ρυθμιστικές αρχές (ΡΑΕΚ και ΡΑΕ) τον Οκτώβριο του 2017.
Με βάση εκείνη την απόφαση, το κόστος για τη διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης υπολογίστηκε στα 1.57 δισ. ευρώ και θα το αποπληρώσουν κατά 63% οι Κύπριοι καταναλωτές ηλεκτρισμού και κατά 37% οι καταναλωτές στην Ελλάδα, καθώς κρίθηκε πως το έργο εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο το κυπριακό ηλεκτρικό σύστημα, αίροντας την απομόνωσή του, αυξάνοντας την ασφάλεια και την ευστάθεια του και επιτρέποντας την ανάπτυξη πολύ περισσότερης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ακολούθησε, τον Ιούλιο του 2023, επικαιροποίηση της απόφασης του 2017, με τις δύο ρυθμιστικές αρχές να αποδέχονται το αναθεωρημένο κόστος κατασκευής του έργου, όπως το είχε καταθέσει ενώπιον τους ο τότε φορέας υλοποίησης, EuroAsia Interconnector. Το αναθεωρημένο κόστος υπολογίστηκε στα 1.94 δισ. ευρώ, από 1.57 εκατ. που ήταν ο υπολογισμός το 2017. Το ποσοστό κατανομής κόστους (63% και 37%) παρέμεινε το ίδιο. Από το κόστος πρέπει να αφαιρεθούν τα 657 εκατ. ευρώ που θα παραχωρήσει ως χορηγία η ΕΕ.
Με βάση την επικαιροποιημένη συμφωνία CBCA του περασμένου Ιουλίου, το κόστος του έργου υπολογίστηκε ως εξής:
– Κατασκευή, προμήθεια και εγκατάσταση του σταθμού μετατροπής τάσης, κόστος 374,8 εκατ., από 230 εκατ. που είχαν προϋπολογιστεί αρχικά.
– Προμήθεια και εγκατάσταση υποθαλάσσιων καλωδίων για ισχύ 1.000 μεγαβάτ, κόστος 1,411.7 εκατ. ευρώ, από 1,165 εκατ. που υπολογίστηκε αρχικά.
– Άλλες δαπάνες για χερσαία έργα υποδομής, κόστος 152.7 εκατ., έναντι 180 εκατ. που καθορίστηκαν προηγουμένως.
– Συνολικό κόστος, 1.939.2 εκατ. ευρώ, αντί 1,575 εκατ. που προέβλεπε η ρυθμιστική απόφαση του 2017.
Οι προϋποθέσεις της Κυβέρνησης
Μετά τη συμφωνία που έγινε τον Οκτώβριο του 2023 με τη EuroAsia Interconnector, για να καταστεί ο ΑΔΜΗΕ νέος φορέας υλοποίησης του έργου, η κυπριακή Κυβέρνηση εκφράστηκε, κυρίως μέσω του υπουργού Ενέργειας Γιώργου Παπαναστασίου, με σαφέστερο τρόπο υπέρ της γεωπολιτικής και ενεργειακής σημασίας της διασύνδεσης, αλλά και υπέρ της συμμετοχής της χώρας στο έργο, ειδικότερα με απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου στην εταιρεία ειδικού σκοπού που συνέστησε στο μεταξύ ο ΑΔΜΗΕ, για να προχωρήσει τη διασύνδεση (Great Sea Interconnector).
Ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2024 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Κύπρου, με την οποία επιβεβαιωνόταν μεν η πρόθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας να συμμετάσχει στην εταιρεία κατασκευής του έργου με 100 εκατ. ευρώ, αλλά υπό κάποιες προϋποθέσεις. Όπως είχε δηλώσει μετά τη συνεδρία του Υπουργικού ο κ. Παπαναστασίου «θα γίνουν οι μελέτες από κοινού με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως είναι ο ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας της Ελλάδας), όπως επίσης και μελέτη δέουσας επιμέλειας επί της νομικής και οικονομικής πτυχής του θέματος. Αφού ολοκληρωθούν και δοθεί το πράσινο φως από τις μελέτες αυτές, πρόσθεσε ο κ. Παπαναστασίου, ο υπουργός Οικονομικών και ο υπουργός Ενέργειας θα φέρουν στο Υπουργικό Συμβούλιο την εισήγηση για τελική επενδυτική απόφαση.
Εκείνη η απόφαση του Υπουργικού είχε προκαλέσει κάποια έκπληξη σε αρμόδιες κυβερνητικές Αρχές στην Ελλάδα, καθώς θεωρούσαν βέβαιη τη λήψη τελικής – δεσμευτικής απόφασης από μέρους της κυπριακής Κυβέρνησης, χωρίς την ουρά των νέων μελετών.
Δημοσιεύματα στην Ελλάδα έκαναν λόγο για προκαταρκτική συμφωνία του ελληνικού και κυπριακού κράτους, πριν την αγορά της EuroAsia Interconnector από τον ΑΔΜΗΕ, για τη συμμετοχή της Κύπρου στο έργο. Τα δημοσιεύματα υποστήριζαν πως η συμμετοχή της Κύπρου με σημαντικό ποσοστό μετοχών στην εταιρεία ειδικού σκοπού για την εκτέλεση του έργου ήταν μια προϋπόθεση που είχε τεθεί ώστε να προχωρήσει και να καταστεί ο ΑΔΜΗΕ φορέας υλοποίησης της διασύνδεσης.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Φιλελευθέρου, κρίσιμο ρόλο στη χρονική μετάθεση της λήψης τελικής επενδυτικής απόφασης από την κυπριακή Κυβέρνηση διαδραμάτισαν οι πολλές επιφυλάξεις στο Υπουργείο Οικονομικών, ιδιαίτερα από πλευράς του γενικού διευθυντή Γιώργου Παντελή, τις οποίες εν μέρει, τουλάχιστον, συμμερίζεται και ο υπουργός Μάκης Κεραυνός.
Ελλαδικές πιέσεις αλλά και κυπριακή επιμονή
Ακολούθησε η άσκηση πιέσεων, με διάφορους τρόπους και μέσω πολλών καναλιών, από την πλευρά της Ελλάδας -με εμπλοκή και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες- για να κλείσει το θέμα το ταχύτερο και να ανακοινωθεί η τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο επαφών που έγιναν διά ζώσης αλλά και μέσω τηλεδιασκέψεων και τηλεφωνικών συνομιλιών, ο ΑΔΜΗΕ αλλά και η Κυβέρνηση της Ελλάδας τόνισαν την ανάγκη η απόφαση να ληφθεί τάχιστα, καθώς οι οικονομικές υποχρεώσεις του σημερινού φορέα υλοποίησης τρέχουν και θα πρέπει αυτές να αναληφθούν από την εταιρεία, στο πλαίσιο μιας νέας μετοχικής δομής.
Οι πληροφορίες του «Φιλελευθέρου» αναφέρουν πως παρόλο που οι πιέσεις ήταν και παραμένουν έντονες, η κυπριακή Κυβέρνηση δεν ενέδωσε στην απόσυρση των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο τον Φεβρουάριο. Δηλαδή, εξακολουθεί να θεωρείται αναγκαία η πραγματοποίηση νέας μελέτης κόστους – οφέλους (CBA) από τον ίδιο τον ΑΔΜΗΕ, η κατάθεσή της στις ρυθμιστικές αρχές ΡΑΕΚ και ΡΑΕ προς αξιολόγηση, η έγκριση ενός πιθανού νέου υπολογισμού του τελικού κόστους κατασκευής και πόντισης του καλωδίου διασύνδεσης και βέβαια η λήψη νέας απόφασης, αν το επιβάλλει η νέα μελέτη, για τον επιμερισμό του κόστους μεταξύ των καταναλωτών των δύο χωρών.
Προφανώς, το αίτημα της κυπριακής Κυβέρνησης και της τοπικής ρυθμιστικής αρχής για μια νέα μελέτη και μια νέα απόφαση διασυνοριακής κατανομής του κόστους (CBCA) δεν αφήνει ικανοποιημένη την ελλαδική πλευρά, καθώς απαιτεί αρκετό χρόνο για τις απαραίτητες διαδικασίες. Ήδη ο ΑΔΜΗΕ έχει διαμαρτυρηθεί για καθυστερήσεις που θεωρεί ότι υπάρχουν από μέρους των δύο ρυθμιστικών αρχών, ως προς την επίσημη μεταβίβαση του έργου από τον EuroAsia Interconnector στον Great Sea Interconnector.
Ο ΑΔΜΗΕ ενίσταται επίσης στην απόφαση που έλαβε η ΡΑΕΚ τον περασμένο Οκτώβριο (αμέσως μετά την ανάληψη του έργου από τον Έλληνα Διαχειριστή Μεταφοράς) για ανάκτηση της κεφαλαιουχικής δαπάνης του έργου σε 35 χρόνια από την ουσιαστική έναρξη των έργων (πόντιση καλωδίου) αντί σε 25, όπως προέβλεπε προηγούμενη απόφαση της ΡΑΕΚ. Ο ΑΔΜΗΕ διεκδικεί την αναθεώρηση της απόφασης και επανακαθορισμό των 25 χρόνων ως της χρονικής περιόδου για ανάκτηση του κόστους της διασύνδεσης μέσω του τέλους που θα πληρώνουν οι καταναλωτές ρεύματος.