Στα ισχυρά χαρτιά που θα προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης περιλαμβάνεται η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Το γεωπολιτικό τοπίο έχει δεχθεί μεγάλους κλυδωνισμούς, με τις ενεργειακές αγορές να μην βρίσκονται τα τελευταία χρόνια «σε ήρεμα νερά». Η ενεργειακή κρίση, οι διακυμάνσεις στις τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου απειλούν την ασφάλεια και την οικονομική διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός για το μπλοκ είναι να επιταχυνθεί η μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα, ενιαίο και απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές.
H απαλλαγή από τον άνθρακα αποτελεί αυτοτελή προτεραιότητα και είναι πλέον ο μόνος διαθέσιμος τρόπος για τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού και την αντιστάθμιση του κόστους της ενέργειας για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ωστόσο, η στροφή σε μία οικονομία χωρίς άνθρακα απαιτεί χρόνο. Οι ανισορροπίες μεταξύ των επενδύσεων προσφοράς και των εξελίξεων της ζήτησης θα επηρεάσουν τις τιμές της ενέργειας στην ΕΕ. Σύμφωνα με την έκθεση «Συντονισμός για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ» εφόσον η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές προχωρήσει όπως αναμένεται, σε δύο δεκαετίες σχεδόν όλοι οι τομείς θα εξαρτώνται από την ηλεκτρική ενέργεια. Κατά συνέπεια, το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας θα καταστεί η σημαντικότερη μεταβλητή για την ανταγωνιστικότητα κόστους όλων των ενεργοβόρων τομέων. Οι περιφέρειες με ευνοϊκό δυναμικό καθαρής ενέργειας θα κερδίσουν σε ανταγωνιστικότητα, ενώ οι περιφέρειες με σημαντικές ενεργοβόρες βιομηχανίες που βασίζονται στην κοντινή διαθεσιμότητα ορυκτών καυσίμων ενδέχεται να ζημιωθούν. Δεδομένου ότι η μεταφορά καθαρής ενέργειας (ηλεκτρική ενέργεια, πράσινο υδρογόνο) είναι γενικά πολύ ακριβότερη από τον άνθρακα και το πετρέλαιο, η παραγωγή που βασίζεται σε εγχώριες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (π.χ. αιολική ενέργεια) ή εισαγόμενα ενεργοβόρα προπροϊόντα (π.χ. πράσινος χάλυβας) θα είναι γενικά φθηνότερη από ό,τι εάν βασιζόταν σε εισαγόμενη ενέργεια (π.χ. πράσινο υδρογόνο). Ως εκ τούτου, η μετάβαση σε μια οικονομία χωρίς ανθρακούχες εκπομπές έχει τη δυνατότητα να επανασχεδιάσει τον παγκόσμιο και τον ευρωπαϊκό χάρτη ανταγωνιστικότητας.
Σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, η ΕΕ θα έχει μεταβεί από ένα σύστημα κυριαρχούμενο από ορυκτά καύσιμα σε ένα σύστημα που κυριαρχείται από καθαρή ηλεκτρική ενέργεια. Η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας αυτού του μετασχηματισμού θα διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στον καθορισμό του κατά πόσον η Ευρώπη είναι ανταγωνιστική στην παγκόσμια σκηνή. Για την ΕΕ στο σύνολό της, δεν είναι σαφές εάν η επιτάχυνση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές θα μειώσει ή θα αυξήσει το συνολικό κόστος της ενέργειας. Μόλις ολοκληρωθεί η μετάβαση, σχεδόν όλη η πρωτογενής ενέργεια θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ θα πρέπει να διπλασιαστεί από 2.600 TWh το 2023 σε 5.200 TWh το 2040 και η σημασία του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας για τη συνολική ανταγωνιστικότητα θα αυξηθεί αναλόγως. Ο μετασχηματισμός αυτός θα μεγεθύνει τα οφέλη που προκύπτουν από τον συντονισμό των επενδύσεων στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας και από την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω πέντε διαύλων.
Πρώτον, η αξιοποίηση του γεωγραφικού συγκριτικού πλεονεκτήματος. Η Ευρώπη διαθέτει και μπορεί να εκμεταλλευτεί την ηλιακή της παραγωγή, την αιολική, την υδροηλεκτρική παραγωγή και την πυρηνική παραγωγή (αραιοκατοικημένες περιοχές) γεγονός που θα βοηθήσει σημαντικά στην εξοικονόμηση κόστους. Δεύτερον, μείωση της μεταβλητότητας – και ως εκ τούτου απαιτήσεις εφεδρικής χωρητικότητας. Η εξάρτηση από τους γείτονες σε καταστάσεις έλλειψης εφοδιασμού μειώνει την ανάγκη για εφεδρική ικανότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά σχεδόν 20% (σε σύγκριση με μια κατάσταση στην οποία κάθε χώρα διατηρεί τη δική της εφεδρική ικανότητα). Το ίδιο ισχύει και για τις επενδύσεις στην ευελιξία, όπως οι μπαταρίες. Εν προκειμένω, η ανομοιογένεια του μείγματος παραγωγής και της ζήτησης σε ολόκληρη την ολοκληρωμένη αγορά μπορεί να συμβάλει στην απορρόφηση σημαντικών επιμέρους κλυδωνισμών και στη βελτίωση της συνολικής ανθεκτικότητας. Τρίτον, η μείωση της κατανάλωσης καυσίμων κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης. Με τη βέλτιστη εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από γείτονες σε περιόδους υπερβολικής εγχώριας ζήτησης, μια χώρα θα χρειαζόταν χαμηλότερη μέση δυναμικότητα ισχύος. Αυτό, με τη σειρά του, θα μειώσει την ποσότητα καυσίμου που καίγεται και CO2 που εκπέμπεται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (έως ότου ολοκληρωθεί η μετάβαση σε ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς άνθρακα).
Τέταρτον, μείωση του κόστους κεφαλαίου μέσω ενός πιο αξιόπιστου πλαισίου αγοράς. Η μεγαλύτερη βεβαιότητα σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση και την πολιτική μειώνει το κόστος κεφαλαίου. Ειδικά, οι λιγότερο αξιόπιστες χώρες θα επωφεληθούν από πιο σταθερές συνθήκες πολιτικής, επιτρέποντας επενδύσεις στους άφθονους πόρους προς όφελος ολόκληρου του συστήματος. Πέμπτον, εξοικονόμηση κόστους μέσω της καλύτερης αλληλουχίας των επενδύσεων. Ενώ η πλήρης απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θα απαιτήσει την εξάλειψη όλων των πηγών ενέργειας που εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα, η πορεία προς την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θα επηρεάσει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης. Για μια δεδομένη πορεία στόχων εκπομπών σε επίπεδο ΕΕ, η υιοθέτηση μιας κοινής προσέγγισης σε επίπεδο ΕΕ θα παρείχε μεγαλύτερη ευελιξία για να ξεκινήσετε με τις επενδύσεις με το χαμηλότερο κόστος μείωσης. Συνολικά, τα οφέλη από τον συντονισμό των προσπαθειών απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές για την ελαχιστοποίηση του σχετικού κόστους θα είναι πιθανώς σημαντικά. Μια καλά σχεδιασμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που υποστηρίζεται από υγιείς αρχές για τη μείωση και τον επιμερισμό των κινδύνων θα αποφέρει σημαντικά οφέλη όσον αφορά την αποδοτικότητα, την ασφάλεια και την ανθεκτικότητα.
Μια λύση σύμφωνα με την Μονάδα Ελέγχου Οικονομικής Διακυβέρνησης μία λύση θα ήταν να επιτραπεί σε έναν αξιόπιστο δημόσιο οργανισμό να διεξάγει σενάρια σχεδιασμού του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας για την Ευρώπη, βάσει των οποίων εξετάζονται τα εθνικά σχέδια και οι πολιτικές (π.χ. σε περιπτώσεις κρατικών ενισχύσεων). Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος φορέας (ένας Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ενέργειας) θα μπορούσε να αξιολογεί τις απολύσεις και τα κενά στο σύνολο των εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα και των εθνικών σχεδίων ανάπτυξης δικτύων. Οι υφιστάμενες διαδικασίες πολιτικής, όπως ο ευρωπαϊκός έλεγχος των εθνικών επενδυτικών κινήτρων και των επιλογών σχεδιασμού της αγοράς, και οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί στήριξης, καθώς και νέες διαδικασίες πολιτικής, όπως τα ευρωπαϊκά επενδυτικά κίνητρα και ταμεία, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των παρατηρούμενων ελλείψεων. Αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από κάποιο βαθμό εναρμόνισης των εθνικών επενδυτικών κινήτρων (όπως συμβάσεις επί διαφοράς – CFD και μηχανισμοί δυναμικότητας) και αξιόπιστη εποπτεία τυχόν εθνικών εργαλείων που έχουν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στους επενδυτές σε άλλες χώρες της ΕΕ. Στην καλύτερη περίπτωση, θα οδηγήσει σε ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά κίνητρα για επενδύσεις. Ένα κοινό ταμείο για τις διασυνοριακές γραμμές και άλλες κοινές υποδομές θα βοηθούσε στην κάλυψη κρίσιμων κενών (και θα μπορούσε επίσης να συνεπάγεται κάποια αποζημίωση για όσους επωφελούνται λιγότερο). Θα μπορούσε να συσταθεί ως κοινό θεσμικό όργανο που θα δανείζει σε μακροπρόθεσμη βάση σε φορείς εκμετάλλευσης δικτύων ή σε κοινοπραξία εξ αυτών και θα ευνοεί τις διασυνοριακές επενδύσεις διασύνδεσης.