Υψηλότερη έως 50% ήταν η χονδρική τιμή φορτίου βάσης της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, όπως αναφέρεται στο τελευταίο Μηνιαίο Δελτίο Εξελίξεων στη Βιομηχανία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Συγκεκριμένα, η τιμή διαμορφώθηκε στα 103 ευρώ/μεγαβατώρα (MWh) και ήταν μειωμένη κατά 3,9% σε σχέση με το Νοέμβριο. Ωστόσο, ήταν σε υψηλότερα επίπεδα (από 40% έως 50%) από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές και 42% υψηλότερη από την τιμή συστήματος NordPool (72,42 ευρώ/MWh). Οι μηνιαίες τιμές (day-ahead) από το Nordpool αφορούν στις αγορές Αυστρίας, Βελγίου, Γερμανίας-Λουξεμβούργου, Γαλλίας και Ολλανδίας που συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Όπως προκύπτει από το γράφημα, η ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι την τελευταία διετία, με εξαίρεση λίγων μηνών, σταθερά ακριβότερη έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών αγορών, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ «Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα: Νέες προκλήσεις και προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης», η Ελλάδα καταγράφει διαχρονικά υψηλότερο κόστος βιομηχανικού ρεύματος από τον μέσο όρο της Ευρώπης, ακόμα και πριν την ενεργειακή κρίση. Συγκεκριμένα, το ενεργειακό κόστος για την εγχώρια βιομηχανία ξεπέρασε το 51,3% και 50,4% του μέσου όρου της Ευρώπης το β΄ τρίμηνο του 2019 και το α΄ τρίμηνο του 2020, αντίστοιχα.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η μείωση του ενεργειακού κόστους κατά 10% στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης της μεταποίησης στην Ελλάδα θα συνεισφέρει στο ΑΕΠ 600 εκατ. ευρώ, στους φόρους και τις εισφορές 140 εκατ. ευρώ και στην απασχόληση περί τις 12.000 θέσεις εργασίας