Χαμηλότερα κατά 21,36% από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών ήταν τον Ιανουάριο στην Ελλάδα τα κυμαινόμενα οικιακά τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τον δείκτη HEPI (Household Energy Price Index) που καταρτίζει η εταιρεία VaasaETT σε συνεργασία με τις ρυθμιστικές αρχές της Αυστρίας και της Ουγγαρίας.
Ειδικότερα, μεταξύ των 15 χωρών που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα είναι στην 11η θέση με 23,53 λεπτά του ευρώ/κιλοβατώρα, έναντι 29,92 λεπτών που είναι ο μέσος όρος. Τα οικιακά τιμολόγια ρεύματος είναι σταθερά από τα φθηνότερα στην Ευρώπη, ενώ σημαντικό είναι να επισημανθεί ότι παραμένουν στις χαμηλότερες θέσεις της σχετικής κατάταξης ακόμα και τώρα που πλέον έχουν καταργηθεί οι οριζόντιες επιδοτήσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Όπως επισημαίνει ο αναλυτής της VaasaETT, Ιωάννης Κορράς, κατά τον πρώτο μήνα εφαρμογής των νέων χρωματιστών τιμολογίων, τη φθηνότερη τιμή της αγοράς προσέφερε το κίτρινο τιμολόγιο. Επιλέγοντας το συγκεκριμένο προϊόν, σε σύγκριση με το φθηνότερο διαθέσιμο πράσινο τιμολόγιο, ένας καταναλωτής εξοικονόμησε 2,5 ευρώ για τον πρώτο μήνα, ενώ το αντίστοιχο ποσό ανήλθε στα 8,3 ευρώ κατά τη σύγκριση με το φθηνότερο μπλε τιμολόγιο.
Σύμφωνα με την ανάλυση, ο καταναλωτής κλήθηκε να πληρώσει 9 ευρώ λιγότερα για τον μήνα Ιανουάριο, έχοντας επιλέξει το φθηνότερο κίτρινο τιμολόγιο σε σχέση με την ακριβότερη διαθέσιμη επιλογή μεταξύ των κίτρινων τιμολογίων. Σε ό,τι αφορά τα πράσινα τιμολόγια, η διαφορά στη τελική τιμή μεταξύ του φθηνότερου και του ακριβότερου τιμολογίου που προσέφεραν οι 3 μεγαλύτεροι προμηθευτές, ήταν μόλις 1 ευρώ.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η επιλογή του φθηνότερου κίτρινου τιμολογίου καθόλη τη διάρκεια του έτους, σε σύγκριση με το φθηνότερο πράσινο, συνεπάγεται εξοικονόμηση της τάξεως των 14 ευρώ. Επιπλέον, αν συγκριθεί με την πιο ακριβή κίτρινη επιλογή, η ετήσια εξοικονόμηση υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 120 ευρώ, ποσό που αποτελεί το 20% του συνολικού λογαριασμού.
Το γεγονός αυτό, επισημαίνεται στην ανάλυση, τονίζει το ευρύ φάσμα μεταξύ τιμών των κίτρινων τιμολογίων και αναδεικνύει περαιτέρω τις σημαντικές δυνατότητες εξοικονόμησης για τους καταναλωτές μέσω της τακτικής σύγκρισης τιμών.