Η ανοδική πορεία των τιμών ενέργειας στην Ευρώπη προβληματίζει τους Ευρωπαίους πολιτικούς και επιχειρηματίες. Όπως επισημαίνεται σε έγγραφο που παρουσίασε η Κομισιόν στις συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin αυτήν την εβδομάδα, οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα μέχρι το 2025, κάτι που θα έχει μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες.
Ταυτόχρονα, υποβόσκει η ανησυχία πως οι παρατεταμένες υψηλές τιμές θα κλονίσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, ιδιαίτερα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαθέτουν μεγάλη δική τους παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Κομισιόν, πάντως, προειδοποιεί για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Οι ενεργειακές τιμές κορυφώθηκαν το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2022, προκαλώντας πληθωριστικούς κραδασμούς στην ευρωπαϊκή οικονομία. Παρά το γεγονός πως οι τιμές υποχώρησαν αρκετά, εξακολουθούν να βρίσκονται μακριά από αυτό που η Ευρώπη είχε συνηθίσει να θεωρεί ως «κανονικότητα», δηλαδή τις τιμές προ της ρωσικής εισβολής και της κρίσης που ακολούθησε και έδειξε τα δόντια της με όπλο το φυσικό αέριο. Η Κομισιόν προειδοποιεί πως αυτό θα επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ευρωζώνης και θα έχει ευρύτερες οικονομικές συνέπειες. Μια διαρθρωτική αύξηση των τιμών παραγωγής λόγω ενός αυξημένου επιπέδου τιμών ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι εταίρων εκτός ΕΕ, ιδίως έναντι των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, το φυσικό αέριο και το ρεύμα θα παραμείνουν σε επίπεδα τιμών πολύ υψηλότερα από αυτά που καταγράφονταν έως τις αρχές του 2022 για όλη την περίοδο πρόβλεψης, δηλαδή έως και το 2025. «Το 2022 οι αυξημένες τιμές εισαγωγών έστειλαν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ σε έλλειμμα για πρώτη φορά εδώ και πάνω από μια δεκαετία, λόγω της απότομης επιδείνωσης των ενεργειακών ισοζυγίων, ως αποτέλεσμα των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας».
Αυξήσεις τιμών ενέργειας: Μείωση παραγωγικότητας βραχυπρόθεσμα, αύξησή της μακροπρόθεσμα
Οι υψηλότερες στο εγγύς μέλλον τιμές θα έχουν επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη μελλοντική αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς οι επιχειρήσεις που θέλουν να προσελκύσουν επενδύσεις θα στραφούν σε σε λιγότερο ενεργοβόρες παραγωγικές διαδικασίες. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είχε διαπιστώσει σε έκθεσή του ότι οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας μειώνουν την παραγωγικότητα βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα συνδέονται με αύξηση της παραγωγικότητας. Αν και αυτή η διαπίστωση είναι ενθαρρυντική, η ανάλυση του ΟΟΣΑ τονίζει ότι η αύξηση της παραγωγικότητας είναι λιγότερο πιθανή στους ενεργοβόρους τομείς. Προς το παρόν υπάρχουν λίγα απτά στοιχεία για το πώς οι τρέχουσες αυξήσεις θα επηρεάσουν τις επιχειρήσεις με την πάροδο του χρόνου. Στοιχεία από την έρευνα επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων δείχνουν μια ισχυρή αύξηση του ποσοστού των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι το ενεργειακό κόστος αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στη μακροπρόθεσμη επενδυτική τους απόφαση, με αύξηση από 28% σε 59% των επιχειρήσεων της ΕΕ μέσα σε ένα έτος. Ανάμεσα στις χώρες οι διαφορές είναι σημαντικές και κυμαίνονται από 24% των επιχειρήσεων έως 81%, σε διάφορα κράτη-µέλη της ζώνης του ευρώ.
Η Κομισιόν σημειώνει ότι τα κράτη-μέλη καλούνται να συζητήσουν, μεταξύ άλλων, «σε ποιες πολιτικές και επενδύσεις θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα για την αύξηση της ανθεκτικότητας της οικονομίας της Ευρωζώνης έναντι δυσμενών ενεργειακών κλυδωνισμών και τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας». Ως πρωταρχική ανάγκη φαίνεται να είναι η στήριξη της ενεργειακής μετάβασης και η διαφοροποίηση των πηγών ενεργειακού εφοδιασμού, που θα αυξήσουν την ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ έναντι εξωτερικών κλυδωνισμών και θα μετριάσουν τις τιμές της ενέργειας μακροπρόθεσμα. Δεύτερον, η μετάβαση σε ένα λιγότερο ενεργειακά εξαρτώμενο μοντέλο παραγωγής θα μπορούσε να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των οικονομιών της ζώνης του ευρώ. Η υψηλή ένταση άνθρακα του παραγωγικού μοντέλου ορισμένων χωρών είχε αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στη διαταραχή των τιμών της ενέργειας το 2022. Τέλος, η περαιτέρω ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας μπορεί να συμβάλει στη μείωση των διαφορών τιμών και της αστάθειας των τιμών. Οι ευρωπαϊκές χονδρικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είναι ήδη καλά ενοποιημένες, παρουσιάζοντας κοινές εξελίξεις τιμών. Υπενθυμίζεται πως τον Δεκέμβριο του 2023 το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, με στόχο οι τιμές κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας να γίνουν λιγότερο εξαρτημένες από τις ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων και να υπάρξει μεγαλύτερη επιτάχυνση της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Ο όγκος εισαγωγών ενέργειας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από την ίδρυση της ζώνης του ευρώ
Σύμφωνα με την έκθεση, η ΕΕ πέτυχε μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου κατά 18% το περασμένο έτος. Συνολικά ο όγκος των εισαγωγών ενέργειας βρίσκεται τώρα στο χαμηλότερο επίπεδο από την ίδρυση της ζώνης του ευρώ. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), το 2022 και το 2023, 57 GW και 69 GW αντίστοιχα, μια και νέα αιολική και ηλιακή ισχύς έχουν προστεθεί, που αντιπροσωπεύουν μαζί το 36% της αύξησης από την εγκατεστημένη ισχύ του 2021. Βέβαια, η δημιουργία επαρκούς δυναμικότητας ΑΠΕ θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και θα πάρει χρόνο. Βραχυπρόθεσμα, οι υψηλότερες τιμές ενέργειας, λόγω της απώλειας της άμεσης εισαγωγής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, θα συνεχίσουν να πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών, τονίζεται στην έκθεση. Η περαιτέρω ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας μπορεί να συμβάλει στη μείωση των διαφορών τιμών και σε αστάθεια των τιμών. Όπως είναι ήδη γνωστό, η Ελλάδα δαπάνησε το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ της για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι της ενεργειακής κρίσης. Συγκεκριμένα, τα μέτρα στήριξης το 2021 αποτέλεσαν το 0,5% του ΑΕΠ, ενώ το 2022 εκτοξεύθηκαν στο 2,64%, το 2023 πάλι η Ελλάδα δαπάνησε το μικρότερο ποσό σε σχέση με άλλες χώρες, της τάξεως του 0,01%. Εντούτοις, το 2024 δεν αναμένεται να υπάρξουν ανάλογα μέτρα, όπως προβλέπει η σύσταση της επιτροπής, σε καμία ευρωπαϊκή χώρα.