Σήμα για σταθερότητα, συγχρονισμό και ένα λειτουργικό ρυθμιστικό πλαίσιο εκπέμπει η αγορά δέσμευσης, μεταφοράς και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, καθώς η Ελλάδα εισέρχεται στην πιο κρίσιμη φάση για την ανάπτυξη μιας πλήρους και βιώσιμης αλυσίδας CCUS. Με τα πρώτα μεγάλα έργα να έχουν εξασφαλίσει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και να βρίσκονται εν αναμονή καθοριστικών αδειοδοτικών και θεσμικών αποφάσεων, επιχειρήσεις και φορείς του κλάδου προειδοποιούν: χωρίς σαφές θεσμικό περιβάλλον, επενδυτική προστασία και συγχρονισμό μεταξύ των εμπλεκόμενων κρίκων όλης της αλυσίδας, η αγορά κινδυνεύει να μπλοκάρει πριν καν ενεργοποιηθεί.

Πηγές της αγοράς τονίζουν στο energygame.gr πως τρεις είναι οι συνιστώσες που δημιουργούν κωλύματα την ομαλή ανάπτυξη του εγχώριου κλάδου δέσμευσης, μεταφοράς και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCUS), παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη εξασφαλιστεί ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και υπάρχει τεχνική και τεχνολογική ετοιμότητα. Πρώτο και καθοριστικό πρόβλημα θεωρείται η απουσία μηχανισμών που να σταθεροποιούν την τιμή του άνθρακα και να περιορίζουν τον επενδυτικό κίνδυνο. Η μεταβλητότητα στο ETS καθιστά αδύνατο τον σχεδιασμό αξιόπιστων και τραπεζικά χρηματοδοτούμενων επιχειρηματικών μοντέλων. Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν την ανάγκη για συμβόλαια για διαφορά (CFDs), θεσμικά εγγυημένες τιμές αναφοράς και μακροχρόνια συμβόλαια 15ετούς ορίζοντα, που θα προσφέρουν σταθερότητα και επενδυτική ασφάλεια.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον χρονικό συγχρονισμό μεταξύ των κρίκων της αλυσίδας CCS. Όπως επισημαίνεται, ενώ πολλά έργα δέσμευσης έχουν ήδη εξασφαλίσει χρηματοδότηση και βρίσκονται σε στάδιο σχεδιασμού ή υλοποίησης, οι αντίστοιχες υποδομές αποθήκευσης είτε δεν έχουν ακόμη αδειοδοτηθεί είτε καθυστερούν σημαντικά, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να «σπάσουν» οι αλυσίδες υλοποίησης και να χαθούν επιδοτήσεις. Η αγορά ζητά κεντρικό συντονισμό των κρίσιμων έργων από την Πολιτεία, ρήτρες με δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα και πλήρη διαλειτουργικότητα μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων και έργων.

Τρίτο και εξίσου σημαντικό πρόβλημα είναι ο κίνδυνος υπερρύθμισης. Παρά την πρόοδο στο θεσμικό σκέλος, τονίζεται ότι ορισμένες διατάξεις είναι υπερβολικά περίπλοκες, με αποτέλεσμα να λειτουργούν αποτρεπτικά για τους επενδυτές και να καθυστερούν την αδειοδότηση και υλοποίηση των έργων. «Δεν ζητάμε ένα τέλειο πλαίσιο – ζητάμε ένα λειτουργικό και εξελισσόμενο σύστημα κανόνων, που να προσαρμόζεται στην ωριμότητα της αγοράς και των τεχνολογιών», σημειώνεται χαρακτηριστικά, με τους εκπροσώπους της αγοράς να καλούν την Πολιτεία να διαμορφώσει ένα περιβάλλον σταθερό και πρακτικό, χωρίς υπερβολικές παρεμβάσεις, ώστε να καταστεί εφικτή η ενεργοποίηση της αγοράς CCUS στην Ελλάδα.

Την ανάγκη για χρονική σύμπλευση όλων των εμπλεκομένων, από τη βιομηχανία έως τους διαχειριστές υποδομών και τις ρυθμιστικές αρχές υπογράμμισε -στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών- και ο Ευθύμιος Ταρταράς, επικεφαλής Γεωεπιστημών και Σύμβουλος Διοίκησης της ΕΔΕΥΕΠ. «Χρειαζόμαστε συγχρονισμό μεταξύ των επενδυτικών αποφάσεων (FIDs) των εμπλεκομένων», ανέφερε. Η ΕΔΕΥΕΠ εργάζεται ήδη πάνω στο ρυθμιστικό πλαίσιο για την αποθήκευση CO₂, το οποίο βρίσκεται σε φάση διαβούλευσης, με στόχο να τεθεί σε ισχύ το αργότερο έως το τέλος του έτους. Όπως διευκρίνισε, η ΕΔΕΥΕΠ δεν είναι ο φορέας λήψης αποφάσεων – αυτός είναι το κράτος – αλλά έχει τον ρόλο της ανάλυσης και της υποβολής τεκμηριωμένων προτάσεων, τις οποίες στη συνέχεια εξετάζει η κυβέρνηση. «Εμείς αναλύουμε και προτείνουμε. Η κυβέρνηση αποφασίζει», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΔΕΥΕΠ εργάζεται σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η διερεύνηση νέων πιθανών πεδίων αποθήκευσης εντός Ελλάδας, σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ). Ο κ. Ταρταράς υπογράμμισε ότι η Ελλάδα διαθέτει μεν ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο, τον Πρίνο – τη μοναδική εγκατάσταση με άδεια για αποθήκευση CO₂ αυτή τη στιγμή στη χώρα – όμως η συνολική του χωρητικότητα δεν επαρκεί για να καλύψει όλες τις ανάγκες των μεγάλων βιομηχανιών της χώρας. Πόσο μάλλον όταν δεν έχουν καν ληφθεί υπόψη μελλοντικές ανάγκες από παραγωγούς ενέργειας. «Χρειαζόμαστε σχεδιασμό για το μέλλον», δήλωσε.

Ωστόσο, η απουσία εξαντλημένων κοιτασμάτων πετρελαίου και η περιορισμένη γεωφυσική και γεωτρητική βάση δεδομένων δυσχεραίνουν την προσπάθεια. Η δεύτερη επιλογή είναι οι διακρατικές συνεργασίες για αποθήκευση στο εξωτερικό. Ο κ. Ταρταράς ανέφερε ως παραδείγματα την Ιταλία και το πεδίο της Ραβέννας, αλλά και τη νεότερη συμφωνία Ελλάδας–Αιγύπτου, μέσω Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η συμφωνία αυτή αφορά τόσο την ευθυγράμμιση του ρυθμιστικού πλαισίου της Αιγύπτου με το ευρωπαϊκό, όσο και την από κοινού αναζήτηση πιθανών αποθηκευτικών πεδίων για τις ελληνικές εκπομπές CO₂.

Το στοίχημα και η οικονομική «άσκηση»

Σε αυτό το πεδίο προκλήσεων και στρατηγικών επιλογών τοποθετήθηκε και ο Jon Clark, Partner στον τομέα Ενέργειας της EY-Parthenon για την περιοχή EMEIA, υπογραμμίζοντας ότι το CO₂ πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εμπορεύσιμο αγαθό και ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βρει τη δική της θέση στην παγκόσμια αξιακή αλυσίδα της απανθρακοποίησης. «Το διοξείδιο του άνθρακα είναι ένα εμπόρευμα – απλώς η αξία του δεν βρίσκεται πια στην εξαγωγή του από το υπέδαφος, αλλά στην επανατοποθέτησή του σε αυτό», ανέφερε. Παράλληλα, όπως σχολίασε οικονομικά το CCS δεν “βγαίνει” χωρίς παρέμβαση, σημειώνοντας ότι απαιτούνται επιδότηση, ρυθμιστικά μοντέλα τύπου RAB και CFDs, καθώς και σύμπτωση των επενδυτικών αποφάσεων (FIDs) σε όλη την αλυσίδα, ώστε οι αποθηκευτικοί χώροι να είναι διαθέσιμοι όταν υπάρχουν ρεύματα εκπομπών προς διαχείριση – και όχι με χρονική απόκλιση. «Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι πόσο κοστίζει να το κάνουμε – αλλά πόσο κοστίζει να μην το κάνουμε», τόνισε, καταλήγοντας πως το πραγματικό στοίχημα δεν είναι η τεχνολογία, αλλά το πώς θα χτίσουμε τα επιχειρηματικά μοντέλα του αύριο.

Την ανάγκη να μη χαθεί το βιομηχανικό momentum της χώρας υπογράμμισε και ο Νικόλας Ρήγας, Επικεφαλής του τομέα Αποθήκευσης Άνθρακα της Energean/EnEarth, ο οποίος χαρακτήρισε το έργο του Πρίνου ως την πρώτη ρεαλιστική και υλοποιήσιμη απάντηση της Ελλάδας για τη δέσμευση και αποθήκευση CO₂, με άμεσο όφελος για τη βαριά βιομηχανία. «Η δέσμευση άνθρακα είναι πλέον εφαρμόσιμη λύση, όχι θεωρητική έννοια», δήλωσε, υπογραμμίζοντας ότι το έργο του Πρίνου αποτελεί ταυτόχρονα τεχνολογική απάντηση στην ανάγκη απανθρακοποίησης και στρατηγική ευκαιρία για τη Βόρεια Ελλάδα, όπου μπορεί να διατηρηθεί οικονομική δραστηριότητα σε ένα ώριμο παραγωγικό πεδίο. «Είτε θα είμαστε από τους πρώτους, είτε θα περιμένουμε να απανθρακοποιηθεί η υπόλοιπη Ευρώπη και θα κινδυνεύσουμε να χάσουμε τη βιομηχανία μας», ανέφερε.

«Το εγχείρημα αυτό δεν μπορεί να προχωρήσει μεμονωμένα και απαιτεί θεσμική πρόβλεψη για καθεστώς ανοικτής πρόσβασης, ώστε να συμμετάσχουν και μεσαίας κλίμακας βιομηχανίες που δεν έχουν εναλλακτική λύση απανθρακοποίησης». Αυτό δήλωσε η Μαρία Ρίτα Γκάλι, Διευθύνουσα Σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ. «Το σταθερό κόστος των υποδομών δεν μπορεί να επωμιστεί από λίγους – χρειάζεται δίκαιη και προβλέψιμη κατανομή», ανέφερε, τονίζοντας ότι χωρίς θεσμοθετημένους μηχανισμούς κινήτρων, όπως το RAB μοντέλο ή τα CFDs, η οικονομική βιωσιμότητα των έργων παραμένει αβέβαιη. Η τοποθέτησή της ανέδειξε ένα βασικό μήνυμα: το CCS δεν είναι μόνο τεχνική πρόκληση, αλλά άσκηση οικονομικής και ρυθμιστικής αρχιτεκτονικής. Και για να πετύχει, χρειάζεται ένα πλαίσιο που θα στηρίζει, όχι θα περιπλέκει.

Από την πλευρά του εξοπλισμού, ο Ηλίας Μπεκίρος, Γενικός Διευθυντής της Corinth Pipeworks, υπογράμμισε ότι σωλήνες που κατασκευάζονται στην Ελλάδα συμμετέχουν ήδη σε κορυφαία CCS έργα παγκοσμίως, όπως το Porto CO₂ (Ολλανδία), το Northern Endurance (Ηνωμένο Βασίλειο) και το Exxon Carbon Capsule (ΗΠΑ). Επισήμανε ότι το CO₂ έχει ειδικές τεχνικές απαιτήσεις, και πως η ελληνική βιομηχανία είναι απολύτως έτοιμη να υποστηρίξει με τεχνογνωσία και καινοτομία και τα εγχώρια έργα, καλώντας την Πολιτεία να δει το CCS ως ευκαιρία για γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας.

Σαφές μήνυμα πως η ελληνική βιομηχανία είναι έτοιμη να προχωρήσει, εφόσον υπάρξει θεσμική σταθερότητα και επενδυτική προστασία, έστειλε και ο Νίκος Μπόζος, Carbon Capture Manager του Ομίλου Ηρακλής (Holcim), κάνοντας λόγο για επικίνδυνη καθυστέρηση στην ενεργοποίηση της αγοράς. Όπως είπε, το CCS δεν είναι απλώς απαραίτητο – είναι μονόδρομος για την τσιμεντοβιομηχανία. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι η υπερρύθμιση και η απουσία εργαλείων αντιστάθμισης κινδύνου, όπως τα CFDs ή οι εγγυήσεις χρήσης υποδομών, εμποδίζουν τη λήψη τελικών επενδυτικών αποφάσεων. «Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνολογία. Είναι η λειτουργικότητα του πλαισίου», κατέληξε.

Διαβάστε ακόμη