Η διακοπή λειτουργίας του FSRU στην Αλεξανδρούπολη, με ετήσια δυναμικότητα 5,5 δισ. κυβικά μέτρα, παρατάθηκε έως τις 31 Μαρτίου, σύμφωνα με δεδομένα της Gas Infrastructure Europe που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή και μετέδωσε το Montel.

Το τερματικό σταμάτησε να λειτουργεί στις 28 Ιανουαρίου και η επαναλειτουργία του έχει καθυστερήσει αρκετές φορές, με την πιο πρόσφατη ημερομηνία επανέναρξης να είχε οριστεί για σήμερα. Η αιτία της διακοπής δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί.

Το FSRU στην Αλεξανδρούπολη ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Οκτώβριο

Ο σταθμός ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Οκτώβριο και θεωρείται βασικό στοιχείο της στρατηγικής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.

Ένας περιφερειακός έμπορος φυσικού αερίου δήλωσε στο Montel ότι ο αντίκτυπος της διακοπής είναι περιορισμένος, καθώς μόνο δύο πελάτες είχαν ετήσιες συμβάσεις προμήθειας, ενώ η βουλγαρική εταιρεία φυσικού αερίου Bulgargaz είχε ήδη εξασφαλίσει τις απαιτούμενες ποσότητες από άλλες πηγές.

Ο πλωτός τερματικός σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) της Αλεξανδρούπολης αποτελεί ένα κρίσιμο έργο ενεργειακής στρατηγικής για την Ελλάδα και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ως πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG, το FSRU συμβάλλει στην ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής, προσφέροντας εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού και μειώνοντας την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το έργο έχει σχεδιαστεί για να δέχεται υγροποιημένο φυσικό αέριο από διάφορους διεθνείς προμηθευτές, να το αποθηκεύει και να το μετατρέπει σε αέρια μορφή πριν μεταφερθεί μέσω αγωγών σε αγορές της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας και άλλων χωρών των Βαλκανίων.

Η σημασία του FSRU Αλεξανδρούπολης έγκειται επίσης στη συμβολή του στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην αγορά φυσικού αερίου. Ο σταθμός επιτρέπει στις χώρες της περιοχής να αποκτήσουν πρόσβαση σε πιο προσιτές και ευέλικτες επιλογές προμήθειας LNG, βελτιώνοντας τη διαπραγματευτική τους θέση απέναντι στους μεγάλους προμηθευτές. Παράλληλα, ενισχύει τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου, προσελκύοντας επενδύσεις και συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη μέσω της ενίσχυσης της ενεργειακής υποδομής.

Διαβάστε ακόμη