Ένα εκρηκτικό μείγμα παραγόντων αβεβαιότητας και γεωπολιτικού ρίσκου ωθεί τις τιμές του φυσικού αερίου σε νέα υψηλά επίπεδα, επαναφέροντας την αστάθεια στις ενεργειακές αγορές της Ευρώπης. Η αυξημένη ζήτηση, αποτέλεσμα της πτώσης της θερμοκρασίας σε συνδυασμό με το φαινόμενο Dunkelflaute -την παρατεταμένη περίοδο χαμηλής παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας λόγω έλλειψης ηλιοφάνειας και ανέμων- δημιουργεί πρόσθετες πιέσεις στην αγορά.
Στην εξίσωση μπαίνει και το γεωπολιτικό premium που ενσωματώνεται στις τιμές εξαιτίας των συνεχιζόμενων εντάσεων στην Ουκρανία, ενισχύοντας περαιτέρω τη μεταβλητότητα. Οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν αρχικά με την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με έναν ταχύ τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία- με ορισμένους αναλυτές να προβλέπουν επίλυση εντός 100 ημερών -διαψεύδονται και τα πρώτα σύννεφα παρουσιάζονται στον ουρανό της Ευρώπης, σχολιάζει το Bloomberg.
Μέσα σε αυτές τις συμπληγάδες αβεβαιότητας και πολέμου βρίσκεται και η Ελλάδα. Οι γεωπολιτικοί παράγοντες συνθέτουν ένα περιβάλλον ασταθές και απρόβλεπτο, με την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια να παραμένει στο επίκεντρο των ανησυχιών, καθώς οι τιμές συνεχίζουν να αντιδρούν στις πολιτικές και καιρικές εξελίξεις. Το ολλανδικό συμβόλαιο αναφοράς TTF διαπραγματευόταν χθες με άνοδο 2,4%, στα 54,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα, σημειώνοντας συνολική αύξηση σχεδόν 10% σε μηνιαία βάση. Η εκτίναξη αυτή οδήγησε τις τιμές στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 μηνών, προκαλώντας ανησυχίες για τις μελλοντικές προμήθειες και την ταχεία εξάντληση των αποθεμάτων, λόγω της αυξημένης ζήτησης και της μειωμένης παραγωγής από αιολικές πηγές.
Άνθρωποι της αγοράς τονίζουν στο energygame.gr πως οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα αναμένεται να αυξήσουν τις τιμές στις προσφορές τους τον επόμενο μήνα, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τιμολογούνται τα συμβόλαιά τους για την προμήθεια φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, τα περισσότερα από αυτά τα συμβόλαια βασίζονται σε τιμές φυσικού αερίου που διαμορφώθηκαν τον προηγούμενο μήνα, και όχι στις άμεσες, τρέχουσες τιμές της διεθνούς αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η πρόσφατη άνοδος στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου δεν επηρεάζει αμέσως το κόστος παραγωγής ρεύματος, αλλά θα αποτυπωθεί με χρονική καθυστέρηση ενός μήνα.
Ως αποτέλεσμα, οι αυξήσεις που παρατηρούνται αυτή τη στιγμή στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου θα αρχίσουν να επηρεάζουν άμεσα τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα τον επόμενο μήνα, σημειώνουν πηγές. Αυτή η αύξηση στο κόστος παραγωγής ρεύματος θα μεταφερθεί σταδιακά στους προμηθευτές ενέργειας και, τελικά, στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. «Ενώ άλλες χώρες βιώνουν τις αυξήσεις τιμών σε πραγματικό χρόνο, η ελληνική αγορά αποτυπώνει αυτές τις αυξήσεις με καθυστέρηση ενός μήνα, γεγονός που προσφέρει μεν μια προσωρινή ανακούφιση αλλά καθιστά την αγορά ευάλωτη σε απότομες ανατιμήσεις», τονίζουν κύκλοι της αγοράς.
Και οι αποθήκες ολοένα και αδειάζουν
Την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, η τιμή του φυσικού αερίου κυμαινόταν μεταξύ 35 και 36 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει τα 50 ευρώ, διαμορφούμενη στα επίπεδα των 51 έως 54 ευρώ. Η έντονη αυτή άνοδος αποδίδεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, που περιλαμβάνει τόσο τις καιρικές συνθήκες όσο και τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι traders παρακολουθούν στενά τα επίπεδα αποθήκευσης, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών ότι η αγορά ενδέχεται να συσφιχθεί περαιτέρω κατά τη θερινή περίοδο, όταν η Ευρώπη θα χρειαστεί πρόσθετες ποσότητες φυσικού αερίου για την αναπλήρωση των μειωμένων αποθεμάτων. Η πρόκληση αυτή καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη, καθώς τα θερινά συμβόλαια φυσικού αερίου διαπραγματεύονται σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα της επόμενης περιόδου θέρμανσης, περιορίζοντας τα κίνητρα για αποθήκευση. Το γεγονός αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού πρόκειται για μία ανορθόδοξη τάση, η οποία αντανακλά τις αυξημένες ανησυχίες για την επάρκεια εφοδιασμού και την πίεση στις αγορές κατά τη διάρκεια της θερινής επαναπλήρωσης των αποθεμάτων.
Ειδικότερα, τα βραχυπρόθεσμα και θερινά προθεσμιακά συμβόλαια κατέγραψαν πρόσφατα σημαντικές αυξήσεις, με τα βασικά συμβόλαια αναφοράς να παρουσιάζουν διακυμάνσεις τη Δευτέρα, αφού έφθασαν σε υψηλό 15 μηνών. Το θερινό premium- το οποίο καθιστά οικονομικά ασύμφορη την αποθήκευση φυσικού αερίου -διευρύνθηκε περαιτέρω μετά την ανακοίνωση του διαχειριστή της γερμανικής αγοράς φυσικού αερίου για προτάσεις επιδότησης που αποσκοπούν στην ενίσχυση των εγχύσεων στα αποθέματα.
Πάντως, η Ευρώπη πέτυχε οριακά τον στόχο της για τα αποθέματα φυσικού αερίου τον Φεβρουάριο, με ορισμένα κράτη-μέλη να υπολείπονται των καθορισμένων ορίων, ενώ οι ανησυχίες για την επάρκεια του ενεργειακού εφοδιασμού παραμένουν έντονες. Μεταξύ των μεγαλύτερων καταναλωτών ενέργειας της περιοχής, τα αποθέματα φυσικού αερίου στη Γαλλία ανέρχονταν στο 35,5% της χωρητικότητας την 1η Φεβρουαρίου, έναντι στόχου 41% που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν πλήρεις κατά περίπου 53% στις αρχές του μήνα, ποσοστό που αν και ξεπερνά ελαφρώς τον στόχο του 50% της Επιτροπής, αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο επίπεδο για την αντίστοιχη χρονική περίοδο από το 2022.
Ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζουν χαμηλότερους στόχους αποθήκευσης, λαμβάνοντας υπόψη ειδικές εξαιρέσεις που βασίζονται στην εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου ή στις εξαγωγές προς άλλες χώρες, αν και δεν δημοσιοποιούνται σε όλες τις περιπτώσεις τα σχετικά δεδομένα. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία το όριο για την 1η Φεβρουαρίου διαμορφώθηκε στο 39%, σε σύγκριση με τον στόχο 47% που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τα αποθέματα να ανέρχονται τελικά στο 37,1%.
Μεταξύ των χωρών που επωφελούνται από αντίστοιχες εξαιρέσεις περιλαμβάνονται η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Σλοβακία και η Αυστρία. Στην περίπτωση της Αυστρίας, η εθνική ρυθμιστική αρχή ενέργειας υπολογίζει τον στόχο αποθήκευσης στο 24,9%, σημαντικά χαμηλότερα από το 64% που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε θεσπίσει δεσμευτικούς στόχους αποθήκευσης φυσικού αερίου στο αποκορύφωμα της ενεργειακής κρίσης του 2022. Οι υπόγειες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις της ΕΕ έχουν σχεδιαστεί ώστε να λειτουργούν ως «μαξιλάρι ασφαλείας» παρέχοντας προστασία έναντι αιφνίδιων αυξήσεων της ζήτησης ή διαταραχών στον εφοδιασμό κατά τη διάρκεια των ψυχρότερων μηνών.
Το κόστος των υψηλών τιμών
Σύμφωνα με τους Financial Times, oι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αν και έχουν αποκλιμακωθεί από τα πρωτοφανή επίπεδα του 2022, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα το 2024. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), οι τιμές εξακολουθούν να είναι υπερδιπλάσιες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της πενταετίας που προηγήθηκε της έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία, αντανακλώντας τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις συνεχιζόμενες προκλήσεις στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά.
Το υπερβολικό κόστος του φυσικού αερίου έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εκτίναξη του πληθωρισμού στην Ευρώπη, προκαλώντας σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη βιομηχανική δραστηριότητα όσο και στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Οι αυξημένες ενεργειακές δαπάνες οδήγησαν στη διακοπή λειτουργίας εργοστασίων που απασχολούσαν χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ αρκετές επιχειρήσεις επέλεξαν τη μετεγκατάσταση σε χώρες με χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, σημειώνει η Wall Street Journal.
Ορισμένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά ονόματα της Ευρώπης έχουν περιορίσει σημαντικά τις δραστηριότητές τους. Ο γερμανικός χημικός κολοσσός BASF ανακοίνωσε το κλείσιμο τμήματος της παραγωγικής του μονάδας στο Ludwigshafen, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ προγραμματίζει τη μεγαλύτερη ξένη επένδυση στην ιστορία του στην Κίνα, όπου το ενεργειακό κόστος είναι έως και δύο τρίτα χαμηλότερο σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Παράλληλα, οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξήσει σημαντικά το κόστος παραγωγής αμμωνίας, ενός βασικού συστατικού για τα λιπάσματα. Η νορβηγική Yara International, ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς λιπασμάτων παγκοσμίως, ανακοίνωσε τη διακοπή της παραγωγής αμμωνίας στο εργοστάσιό της στο Tertre του Βελγίου, εξέλιξη που ενδέχεται να οδηγήσει στην απώλεια περισσότερων από 100 θέσεων εργασίας. «Οι υψηλές τιμές ενέργειας αποτελούν τεράστια πρόκληση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα», δήλωσε εκπρόσωπος της εταιρείας.
Η ενεργειακή κρίση έχει επιδεινώσει και την καθημερινότητα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, προκαλώντας μια οξεία κρίση κόστους ζωής. Τα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας έχουν αυξηθεί σημαντικά, με σχεδόν το 10% του ευρωπαϊκού πληθυσμού να δηλώνει αδυναμία να διατηρήσει επαρκώς θερμαινόμενα τα σπίτια του. Παράλληλα, ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά καθυστερούν ή αδυνατούν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς ενέργειας, γεγονός που αναδεικνύει τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης.
Διαβάστε ακόμη