Αύξηση της τάξης του 20%  θα εμφανίσει η εγχώρια ζήτηση για φυσικό αέριο στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια και θα ανέλθει στα 6,6 δις κυβικά μέτρα (bcm) το 2034 από 5,5 bcm το 2025. Η εκτίμηση αυτή περιέχεται στη Μελέτη Εκτίμησης Ζήτησης που συνοδεύει το Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), το οποίο δόθηκε χθες (Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου) σε δημόσια διαβούλευση από την Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ). Οι παραδοχές του ΔΕΣΦΑ κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος από αυτές του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που προδιαγράφουν μείωση κατανάλωσης του καυσίμου (από 51,2  Τεραβατώρες-TWh ή 4,8 περίπου bcm το 2022 σε 44,1 TWh ή 4,2 bcm το 2030 και καθίζηση στις 16,2 TWh ή 1,5 bcm το 2050). Και αναδεικνύουν όχι μόνο τον κρίσιμο ρόλο των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο για το ορατό μέλλον, αλλά και τις προοπτικές ανάδειξης της Ελλάδας ως κόμβου εξαγωγών, με δυνατότητα κάλυψης σημαντικού μέρους του «κενού» που θα προκύψει από την επιδιωκόμενη πλήρη απεξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας (αγωγών και LNG).

Ηλεκτροπαραγωγή

«Ακτινογραφώντας» τις προοπτικές για τις βασικές συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης φυσικού αερίου, η μερίδα του λέοντος αφορά στην ηλεκτροπαραγωγή. Όπως αναφέρεται στη μελέτη,  η ζήτηση για φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή τα επόμενα χρόνια θα επηρεαστεί -όπως είναι φυσικό- από τον ρυθμό διείσδυσης των ΑΠΕ στο μείγμα. Ο ΔΕΣΦΑ έχει εκπονήσει διάφορα σενάρια, το βασικό εκ των οποίων προβλέπει αύξηση του ποσοστού των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή από 59% το 2025 σε 73% το 2024. Στη βάση του σεναρίου αυτού, η ζήτηση για φυσικό αέριο για παραγωγή ηλεκτρισμού θα κορυφωθεί στα 3,9 bcm το 2030 και θα εισέλθει στη συνέχεια σε τροχιά βραδείας υποχώρησης. Η ζήτηση για ηλεκτρισμό στο διασυνδεδεμένο σύστημα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 52,25 Τεραβατώρες το 2025 στις 62 Τεραβατώρες το 2034. Στο πλαίσιο αυτό, η παραγωγή των μονάδων φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί από 17,9 Τεραβατώρες το 2025 σε 21 Τεραβατώρες το 2034, κάτι που μεταφράζεται σε 2300 έως 2800 ώρες λειτουργίας ανά έτος, αν και ο βαθμός χρήσης μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των νέων και των παλαιότερων μονάδων.

Δίκτυα διανομής

Η ζήτηση για φυσικό αέριο στα δίκτυα διανομής (από τα οποία τροφοδοτούνται κατά κύριο λόγο οικιακοί, εμπορικοί και μέρος των βιομηχανικών καταναλωτών) εκτιμάται ότι θα ανέλθει από 0,9 bcm το 2023 (έτος χαμηλής κατανάλωσης εξαιτίας των υψηλών τιμών καυσίμων και του ήπιου χειμώνα) σε 1,8 bcm το 2034, καταγράφοντας αύξηση 90%. Η πρόβλεψη αυτή εδράζεται στις εκτιμήσεις του Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής Enaon για υψηλή ζήτηση για φυσικό αέριο σε περιοχές εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία), όπου αναμένεται έλευση του καυσίμου τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με το σχέδιο ανάπτυξης των υποδομών διανομής για την περίοδο 2025-2029 που παρουσίασε πρόσφατα η διοίκηση της Enaon.

Βιομηχανία

Όσον αφορά στη ζήτηση από καταναλωτές που συνδέονται απευθείας στο δίκτυο Υψηλής Πίεσης (κατά κύριο λόγο μεγάλες βιομηχανικές μονάδες), η οποία επηρεάζεται άμεσα από τις τιμές του φυσικού αερίου, αυτή εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει την μεγάλη πτώση που παρατηρήθηκε την περίοδο 2022-2023.  Πράγματι, φέτος, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Green Tank, την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2024 η κατανάλωση φυσικού αερίου στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά 80,5% σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ, η ζήτηση από τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές αναμένεται να υπερβεί το 1 bcm το 2034, αυξημένη κατά 148% σε σχέση με το 2023.

Οι προβλέψεις του ΔΕΣΦΑ για τις εξαγωγές

Για τις εξαγωγές, ο ΔΕΣΦΑ αναφέρει ότι οι πιο μετριοπαθείς προβλέψεις (που στηρίζονται σε βεβαιωμένη και εκτιμώμενη δέσμευση χωρητικότητας στα σημεία διασύνδεσης του ΕΣΦΑ), κυμαίνεται από 1,2 έως 2 bcm/έτος για την περίοδο αναφοράς (2025-2034). Οι πλέον αισιόδοξες προβλέψεις, στη βάση της υπόθεσης εργασίας για μεγάλο μέρος της κάλυψης του κενού της προσφοράς που θα προκύψει σε περίπτωση μηδενισμού των εισαγωγών ρωσικού αερίου  από αέριο με σημείο εισόδου την Ελλάδα κυμαίνεται από 3,4-4 bcm/έτος. Η μεγάλη απόκλιση στις προβλέψεις οφείλεται στο ότι οι γεωπολιτικές ισορροπίες και οι αποφάσεις που αφορούν στην ενεργειακή μετάβαση –εντός και εκτός συνόρων- επηρεάζουν τις συνθήκες της αγοράς και τις ροές φυσικού αερίου κατά τρόπο πολύ πιο απρόβλεπτο σε σχέση με την προ του 2022 περίοδο, αυξάνοντας την αβεβαιότητα για το μέλλον. Αναφέρονται δε ως παράδειγμα οι εξαγωγές-ρεκόρ από την Ελλάδα προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη την περίοδο 2022-2023 στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία που μειώθηκαν δραστικά φέτος, καθώς το φθηνό ρωσικό αέριο που πλημμύρισε την περιοχή μέσω Βουλγαρίας (βαπτιζόμενο ενίοτε και ως «τουρκικό») άλλαξε τα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, οι αισιόδοξες προβλέψεις «υποθέτουν» ότι η Ελλάδα θα αποδειχθεί ως  ελκυστική επιλογή σε σύγκριση με άλλες ανταγωνιστικές οδεύσεις φυσικού αερίου, ενώ μπορούν  να αναθεωρηθούν επί τα βελτίω σε περίπτωση αυξημένης χρήσης του φυσικού αερίου στις χώρες των Βαλκανίων για διάφορους λόγους (καθυστέρηση της ενεργειακής μετάβασης, γεωπολιτικές συνθήκες).

Σημειώνεται τέλος ότι ο ΔΕΣΦΑ προβλέπει και ισχυρή ζήτηση για αέριο μέσω τόσο του truck loading όσο και της προβλήτας SSLNG για ανεφοδιασμό πλοίων στη Ρεβυθούσα (που αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του επόμενου έτους), με πρόβλεψη για αύξηση από 40 εκατ. κυβικά μέτρα  φυσικού αερίου (Nm3) το 2025 σε 760 Νm3 το 2034, καθώς συνυπολογίζεται η συνεισφορά της προβλήτας που θα έχει καταστεί πλήρως λειτουργική έως τότε.

Διαβάστε ακόμη