Η Ελλάδα σχεδιάζει το ενεργειακό της μείγμα, δίνοντας μεν προτεραιότητα στη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, τοποθετώντας δε ως «καύσιμο-γέφυρα» το φυσικό αέριο. Μιλώντας την Τετάρτη (16 Οκτωβρίου) στην επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου δήλωσε πως το φυσικό αέριο είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος, ωστόσο η δυναμικότητα των μονάδων θα περιορίζεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια. «Η χρήση του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή μειώνεται, αλλά το φυσικό αέριο συνεχίζει να έχει ρόλο για την ευστάθεια του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής, που είναι και το βασικό διακύβευμα», ανέφερε. Να σημειωθεί πως σύμφωνα με στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, τους πρώτους 9 μήνες του 2024 καταγράφηκε αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 25%, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023.
Η ισχύς από φυσικό αέριο θα αυξηθεί από 7.045 MW το 2025 σε 7.885 MW το 2030, και στη συνέχεια θα μειωθεί στα 6.300 MW το 2040 και θα παραμείνει σταθερή μέχρι το 2050, σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Η ανάγκη για την ισχύ αυτή θα επικαιροποιείται τακτικά, ανάλογα με τις σχετικές Μελέτες Επάρκειας Ισχύος που θα γίνονται από τον ΑΔΜΗΕ, ενώ παράλληλα η ενέργεια που θα παράγεται από φυσικό αέριο μειώνεται δραστικά. Όπως ανέφερε η υφυπουργός Αλεξάνδρα Σδούκου λίγες ημέρες πριν στην παρουσίαση του ΕΣΕΚ, «δεν είναι τυχαίο ότι το 2050, το φυσικό αέριο θα αντιστοιχεί στο 9% της εγκατεστημένης ισχύος αλλά θα παράγει μόνο το 2,8% της ενέργειας, δηλαδή μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Συνεπώς, εκτιμάται ότι θα χρειαστεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο».
Πηγές της αγοράς τονίζουν στο energygame.gr πως σε κάποιες χώρες αυτές το πρόβλημα έχει λυθεί με τη δημιουργία αγορών διαθέσιμης ισχύος (capacity mechanism), όπου οι ηλεκτροπαραγωγοί, μέσω διαγωνισμών, προσφέρουν τη διαθέσιμη ισχύ που χρειάζεται το σύστημα, κλειδώνοντας ετήσια συμβόλαια. Εν τοις πράγμασι, για να διασφαλιστεί ότι οι μονάδες φυσικού αερίου θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να είναι διαθέσιμες, ακόμη κι αν δεν λειτουργούν τακτικά, χρειάζεται ένας τέτοιος μηχανισμός, λένε άνθρωποι με γνώση του θέματος. Αυτός θα αποζημιώνει τις μονάδες για τη διατήρηση της ικανότητάς τους να παρέχουν ισχύ όταν χρειάζεται, ανεξαρτήτως της ποσότητας ενέργειας που παράγουν. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία και η σταθερότητα του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής σε περιόδους υψηλής ζήτησης ή απρόβλεπτων διακυμάνσεων στην παραγωγή από ΑΠΕ.
Σημειώνεται πως στην αγορά διαθέσιμης ισχύος οι παραγωγοί ενέργειας μπορούν να κερδίσουν συμβόλαια που τους εξασφαλίζουν ένα σταθερό ποσό για την ισχύ που είναι διαθέσιμοι να προσφέρουν στο σύστημα, ανεξαρτήτως της πραγματικής τιμής στη χονδρεμπορική αγορά. Για παράδειγμα, αν κάποιος παραγωγός έχει μια μονάδα παραγωγής ισχύος 100 MW και κερδίσει συμβόλαιο για την προσφορά αυτών των MW, τις ημέρες που θα πωλεί την ενέργειά του, θα περιορίζεται σε ένα ανώτατο ποσό κέρδους (π.χ. 200 ευρώ ανά MWh), ακόμη και αν η τιμή στη χονδρεμπορική αγορά φτάνει τα 800 ευρώ ανά MWh. Αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί ως ένα «έμμεσο πλαφόν», διότι οι παραγωγοί που συμμετέχουν στην αγορά διαθέσιμης ισχύος δεν μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από τις υψηλές τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς, καθώς το εισόδημά τους περιορίζεται από το πλαφόν που έχει οριστεί μέσω του συμβολαίου της αγοράς διαθέσιμης ισχύος, σχολιάζουν κύκλοι της αγοράς.
Μέσω της αγοράς διαθέσιμης ισχύος εξασφαλίζεται η ασφάλεια εφοδιασμού, καθώς οι παραγωγοί δεσμεύονται να παρέχουν τη διαθέσιμη ισχύ τους όταν χρειαστεί. Συνεπώς, ο μηχανισμός λειτουργεί ως ένα «δίχτυ προστασίας», τόσο για την επάρκεια του συστήματος, όσο και για την προστασία των καταναλωτών από τις ακραίες διακυμάνσεις των τιμών. «Πρέπει όμως να τρέξουμε, γιατί αν θέλουμε η αγορά να λειτουργεί το 2026 έχουμε μείνει πίσω χρονικά. Τους επόμενους 18 μήνες αναμένεται να μπουν στο σύστημα περισσότερες ΑΠΕ, άρα η παραγωγή των μονάδων φυσικού αερίου το 2026 θα είναι πολύ μικρότερη. Ως εκ τούτου, πρέπει με κάποιον τρόπο να βγάζουν τα κεφαλαιουχικά και σταθερά τους κόστη. Άρα το 2026 χρειαζόμαστε αυτή την νέα αγορά», σχολιάζουν άνθρωποι με γνώση του θέματος.
Το εν λόγω ζήτημα λαμβάνει ευρωπαϊκές διαστάσεις. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στην έκθεση Ντράγκι, η οποία αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες και τις προτάσεις που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή συζήτηση για την ενεργειακή μετάβαση. Η έκθεση, αναγνωρίζει τον κομβικό ρόλο των ΑΠΕ για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενέργειας, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει τον στρατηγικό ρόλο που θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν τα ορυκτά καύσιμα, και κυρίως το φυσικό αέριο, κατά την περίοδο της πράσινης μετάβασης. Η έκθεση προτείνει την εισαγωγή μηχανισμών αποζημίωσης, οι οποίοι θα διασφαλίζουν ότι οι μονάδες παραγωγής ενέργειας με βάση τα ορυκτά καύσιμα θα παραμένουν διαθέσιμες για να στηρίζουν το ενεργειακό σύστημα, ειδικά όταν οι ΑΠΕ δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση. Επιπλέον, τονίζει την ανάγκη για εργαλεία ευελιξίας στην αγορά, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα του ενεργειακού συστήματος, ιδίως κατά τη διάρκεια της μετάβασης προς ένα πιο πράσινο ενεργειακό μείγμα.
Αναφορικά με το κομμάτι των επενδύσεων σε δίκτυα φυσικού αερίου η Αλ. Σδούκου τόνισε πως η ανάπτυξη αυτών θα γίνεται σε ένα πλαίσιο ρεαλισμού, εξετάζοντας τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους, όπως οι επόμενες φάσεις της ενεργειακής μετάβασης. Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΕΣΕΚ, η ανάπτυξη νέων δικτύων και υποδομών θα εξετάζεται στο πλαίσιο της εξέλιξης της ζήτησης τόσο σε εγχώριο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Θα λαμβάνεται επίσης υπόψιν η ταχύτητα ανάπτυξης εναλλακτικών τεχνολογιών που μπορούν να λειτουργήσουν ανασχετικά και υποστηρικτηκά. Οι επενδύσεις σε δίκτυα και υποδομές αερίου, προβλέπεται στο μέλλον να μπορούν να δεχθούν και υδρογόνο, τόνισε εκ νέου από το βήμα της Βουλής η υφυπουργός.
Σε συνθήκες εκτεταμένης παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), η σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος απαιτεί την ύπαρξη πολλών και, κυρίως, βιώσιμων μονάδων παραγωγής ενέργειας. Χωρίς αυτές τις μονάδες, το σύστημα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει αστάθειες, καθώς οι ΑΠΕ είναι από τη φύση τους διαλείπουσες και εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες. Για να εξασφαλιστεί η αδιάλειπτη τροφοδοσία με ενέργεια και να διατηρηθεί η ευστάθεια του συστήματος, είναι απαραίτητο να υπάρχουν μονάδες παραγωγής που μπορούν να λειτουργούν με αξιοπιστία, όταν οι ΑΠΕ δεν επαρκούν. Χωρίς αυτόν τον συνδυασμό, το σύστημα ενδέχεται να αντιμετωπίσει προβλήματα στη διασφάλιση της συνεχούς παροχής ηλεκτρικής ενέργειας.
Τέλος, όπως σημείωσε κατά το πρώτο διάστημα (2025-2030) θα αποφασιστεί και η ανάπτυξη παραγωγής φυσικού αερίου από εγχώρια κοιτάσματα, εφόσον επιβεβαιωθεί τελικώς ότι αυτά είναι εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα μετά και τις έρευνες που έχουν λάβει χώρα ή βρίσκονται σε εξέλιξη. «Η εκμετάλλευσή τους εξαρτάται από τις αποφάσεις των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό», κατέληξε.
Διαβάστε ακόμη