Την ανάγκη να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για δημιουργία μηχανισμού αποζημίωσης ισχύος (Capacity Renumeration Mechanism) ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων φυσικού αερίου, καθώς η συμμετοχή τους στο σύστημα με όρους αγοράς περιορίζεται, τη στιγμή που αυξάνεται η σημασία τους για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και την ευστάθεια του συστήματος, ανέδειξε σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Αλέξης Παΐζης.

Κατά την τοποθέτησή του στο συνέδριο του Economist στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Παΐζης σημείωσε ότι καθώς προχωρά με γοργούς ρυθμούς το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ (με το χρονοδιάγραμμα της Επιχείρησης να προβλέπει την πλήρη απόσυρση του λιγνίτη από το μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής στα μέσα του 2026), θα γίνει περισσότερο ορατό το κενό στις κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής (λιγνίτης, φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικά). Τόνισε δε ότι τόσο η μεταβλητότητα των τιμών φυσικού αερίου όσο και η διαφαινόμενη μείωση της χρήσης των μονάδων φυσικού αερίου (λόγω της αυξανόμενης διείσδυσης της στοχαστικής παραγωγής των ΑΠΕ) δεν δημιουργεί καθαρό ορίζοντα για τα έσοδα που αντλούν από την αγορά. Και τούτο παρότι οι εν λόγω μονάδες είναι απολύτως κρίσιμες αφενός για την ασφάλεια εφοδιασμού, αφετέρου για την κάλυψη των αιχμών της ζήτησης, ιδίως σε συνθήκες κλιματικής κρίσης. Κάτι που έγινε ιδιαίτερα αισθητό αυτό το καλοκαίρι, όταν ο στόλος των μονάδων φυσικού αερίου αξιοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να ικανοποιήσει τις ανάγκες για ενέργεια, σε συνθήκες παρατεταμένου καύσωνα και λαμβάνοντας υπόψη και τον πρόσθετο παράγοντα της μείωσης της υδροηλεκτρικής παραγωγής -εξαιτίας της ξηρασίας την περίοδο 2023-2024- κατά 1.500 Γιγαβατώρες σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας 15ετίας.

Μηχανισμός Ισχύος

«Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους πέρα από τη συμμετοχή στην αγορά να ενισχυθούν τα έσοδα των μονάδων φυσικού αερίου, και αυτό σημαίνει κατά κύριο λόγο την δημιουργία κάποιου είδους Μηχανισμού Αποζημίωσης Ισχύος. Το θέμα αυτό θα πρέπει να επανεξεταστεί με μεγάλη λεπτομέρεια και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδάλλως οι μονάδες φυσικού αερίου θα κινδυνεύσουν με εξαφάνιση, καθώς καμία εταιρεία δεν μπορεί να συντηρήσει μονάδες που λειτουργούν επί ζημία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παΐζης, προσθέτοντας ότι μπορεί μια μονάδα να λειτουργεί π.χ. 50 ώρες τον χρόνο, όμως σε αυτές τις ώρες η λειτουργία της είναι απαραίτητη επομένως η βιωσιμότητά της πρέπει να διασφαλιστεί.

Σε δηλώσεις του στο powergame.gr στο περιθώριο του Συνεδρίου, ο κ. Παΐζης αναφέρθηκε και στις νέες μονάδες φυσικού αερίου «που έρχονται να συνεισφέρουν στο ενεργειακό μείγμα και θα διαχειριστούν αιχμιακά φορτία, και για αυτές σχεδιάζουμε, ενώ θεωρούμε πως υπάρχει χώρο και για τον παλιότερο στόλο». Ο ίδιος κατάληξε ότι δεν είναι όλες οι μονάδες αερίου βιώσιμες μόνο εκ της συμμετοχής τους στην αγορά, ενώ έχουν πολύ μεγάλη σημασία για το ελληνικό ενεργειακό σύστημα. “Γι’ αυτό θα πρέπει να βρεθεί τρόπος -και υπάρχουν τρόποι- να αποζημιωθούν, ώστε να εξασφαλίσουν τις ανάγκες ισχύος της χώρας».

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξαρτήτων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ) Γιώργος Στάμτσης που δήλωσε ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει τη δημιουργία αγοράς ισχύος, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για την προστασία των καταναλωτών από τις εποχιακές διακυμάνσεις των τιμών ηλεκτρισμού, καθώς αποτελεί εργαλείο που μπορεί να διασφαλίσει ανά πάσα στιγμή ότι θα μπορεί να εξυπηρετηθεί η ζήτηση και να υπάρχει ανταπόκριση στις μεγάλες διακυμάνσεις της παραγωγής των ΑΠΕ.

Τι προβλέπει το ΕΣΕΚ

Να σημειωθεί ότι στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αναφέρει ότι «για τη διασφάλιση της λειτουργίας των απαραίτητων παραγωγικών πόρων που εξασφαλίζουν την επάρκεια ισχύος του συστήματος, θα αξιολογηθεί η απαίτηση κατάλληλων μηχανισμών ενίσχυσης ισχύος ή μια νέα αγορά ισχύος (capacity market), κατόπιν της επικαιροποιημένης μελέτης για την Επάρκεια Ισχύος του Συστήματος από τον αρμόδιο Διαχειριστή. Την έναρξη του διαλόγου για την αγορά για το θέμα είχε προαναγγείλει και ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης σε συνέντευξή του στο energygame.gr, απαντώντας σε σχετική ερώτηση είχε σημειώσει ότι «Το βασικό ερώτημα είναι αν στην πορεία θα απαιτηθεί -λόγω της μεγάλης αύξησης των ΑΠΕ- ένας τέτοιος μηχανισμός για το κομμάτι που δεν μπορούν να καλύψουν οι ΑΠΕ και αν αυτός θα αφορά μια συγκεκριμένη τεχνολογία ή κάθε είδους τεχνολογία (…) Η σχετική συζήτηση με την αγορά θα αρχίσει οσονούπω».

Τέλος, σύμφωνα με μελέτη του Green Tank που βασίστηκε στην τελευταία πανευρωπαϊκή μελέτη επάρκειας ισχύος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ENTSO-E) που έλαβε υπόψη τα προσχέδια ΕΣΕΚ που κατέθεσαν τα κράτη μέλη το 2023 (σ.σ. πολλά εκ των οποίων, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού, έχουν στο μεταξύ αναθεωρηθεί) έδειξε ότι ήδη από το 2025 θα απειληθεί η οικονομική βιωσιμότητα μονάδων αερίου συνολικής ισχύος 28,6 GW – 39 GW πανευρωπαϊκά, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για το 2028 προβλέπεται να είναι 22,5 – 32,9 GW. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις εννέα χώρες της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη ισχύ μονάδων αερίου που απειλούνται με απόσυρση λόγω επιδείνωσης των οικονομικών τους δεδομένων.

Το Green Tank εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η τιμή της μέγιστης ισχύος μονάδων αερίου των 7,8 GW που αποτυπώνεται στο υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ για το 2030, καθώς και η πιθανή απόσυρση υφιστάμενων μονάδων αερίου. Για τον λόγο αυτό, προτείνεται να εκπονηθεί μελέτη επάρκειας ισχύος από τον ΑΔΜΗΕ, λαμβάνοντας υπόψη τα νεότερα δεδομένα που προβλέπει το ΕΣΕΚ για την εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης, τη σημαντική μείωση της χρήσης αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή (-45,5% το 2030 σε σχέση με το 2022) και την ανάπτυξη των ΑΠΕ και των τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας.

Διαβάστε ακόμη