Η ενεργειακή κρίση που πυροδοτήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επακόλουθη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να αφήνει έντονα το αποτύπωμά της στις αγορές ενέργειας. Παρά την επιτυχία της Ευρώπης να εξασφαλίσει νέες πηγές προμήθειας και να σταθεροποιήσει, μέχρι ενός σημείου, την κατάσταση, οι διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν. Με μία κίνησή τους, οι Ουκρανοί απέδειξαν πως μπορούν να δοκιμάσουν την άμυνα των ρωσικών συνόρων, αλλά και να προκαλέσουν πλήγμα στο φυσικό αέριο που προμηθεύουν οι Ρώσοι προς την Ευρώπη. Το Κίεβο έστειλε εκατοντάδες στρατιωτικούς με την υποστήριξη τεθωρακισμένων, πυροβολικού και μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην περιοχή Κουρσκ.

Οι δύο πλευρές δεν έχουν καμία πρόθεση να σταματήσουν τις ροές μέσω του σταθμού εισαγωγής αερίου Sudzha στην περιοχή Kursk της Ρωσίας. Ρωσία και Ουκρανία έχουν από κοινού ένα ισχυρό οικονομικό κίνητρο για να διατηρήσουν τη ροή των καυσίμων. Για το Κίεβο, η διαμετακόμιση φυσικού αερίου παρέχει κρίσιμα κεφάλαια για την κατεστραμμένη από τον πόλεμο οικονομία του —που ανέρχεται σε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια το 2021— ενώ η Ευρώπη παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της Ρωσίας για φυσικό αέριο μέσω αγωγών.

Περίπου οι μισές από τις εξαγωγές φυσικού αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη εξακολουθούν να περνούν μέσω της Ουκρανίας σημειώνει η έκθεση αυτή λέγεται «Ασφάλεια Εφοδιασμού της Ένωσης με Φυσικό Αέριο» της ΕΕ. Το άλλο μισό των ευρωπαϊκών εξαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας μέσω αγωγού περνάει μέσω του Turkstream κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα. Η Gazprom προμηθεύει περίπου 42 εκατομμύρια κυβικά μέτρα την ημέρα στην Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας. Ο αγωγός Urengoy-Pomary-Uzhgorod μεταφέρει φυσικό αέριο μέσω της Sudzha στην περιοχή Kursk κοντά στην Ουκρανία. Η Sudzha είναι το τελευταίο σημείο μεταφόρτωσης ρωσικού φυσικού αερίου προς τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη που εξακολουθεί να λειτουργεί. Περίπου 14,65 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου προμηθεύτηκαν μέσω του Sudzha το 2023, δηλαδή περίπου το ήμισυ των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Η κατανάλωση φυσικού αερίου στην ΕΕ μειώθηκε στα 295 δισ. κυβικά μέτρα το 2023.

Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν μειώσει την εξάρτησή τους από το ρωσικό φυσικό αέριο λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Πρώην κύριοι αποδέκτες φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας είναι η Αυστρία, η Σλοβακία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Σλοβενία και η Μολδαβία. Η Αυστρία εξακολουθεί να λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου της μέσω της Ουκρανίας, ενώ άλλες χώρες έχουν διαφοροποιήσει τις πηγές τους και έχουν λάβει μέτρα για τη μείωση της ζήτησης. Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μένει ανεπηρέαστη από αυτήν την κατάσταση. Η χώρα έχει ήδη δει σημαντικές αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου, επηρεάζοντας άμεσα τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις. Η Ελλάδα, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, αντιμετωπίζει ιδιαίτερες προκλήσεις λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των περιορισμένων εναλλακτικών προμηθειών. Η ενεργειακή υποδομή της χώρας έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, με σημαντικές επενδύσεις σε τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και αγωγούς φυσικού αερίου, όπως ο TAP και ο IGB, που συνδέουν την Ελλάδα με τη Βουλγαρία και την Ιταλία. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών, καθώς και στις γεωπολιτικές εξελίξεις που μπορεί να διαταράξουν την ομαλή ροή του φυσικού αερίου στην περιοχή.

Έντονα διατηρούνται οι ανησυχίες για την εξέλιξη των τιμών ενέργειας, με την προσοχή των αναλυτών να εστιάζει, για την ώρα, στην ευρωπαϊκή τιμή αναφοράς του φυσικού αερίου, του ολλανδικού hub TTF, που συνεχίζει να κυμαίνεται σε υψηλό των τελευταίων επτά μηνών. Την περασμένη Παρασκευή τα συμβόλαια φυσικής παράδοσης τον Σεπτέμβριο έκλεισαν πάνω από το όριο των 40 ευρώ και συγκεκριμένα στα 40,06 ευρώ/MWh, ενώ για τον Οκτώβριο ανεβαίνουν στα 41 ευρώ/MWh, για το Νοέμβριο στα 42,8 ευρώ/MWh, και για το Δεκέμβριο στα 43,56 ευρώ/MWh. Με την παρούσα κατάσταση τα συμβόλαια της νέας χρονιάς, για τον Ιανουάριο του 2025, κλείνουν σε επίπεδα κοντά στα 44 ευρώ/MWh. Πρόκειται για τις υψηλότερες τιμές από τον Δεκέμβριο του 2023. Έκτοτε ακολούθησαν πτωτική πορεία φτάνοντας στις 23 Φεβρουαρίου 2024 στο επίπεδο των 24 ευρώ/MWh. Στη συνέχεια βέβαια ανέβηκαν σταδιακά, αλλά από τις αρχές Ιουλίου μέχρι και τις αρχές Αυγούστου διατηρήθηκαν κάτω των 35 ευρώ/MWh. Πάντως, για το 2025, ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρξει πρόωρη διακοπή των ρωσικών προμηθειών αερίου μέσω της Ουκρανίας, οι αναλυτές «βλέπουν» να ξεπερνιέται και η πήχης των 50 ευρώ/MWh. Και τούτο καθώς χωρίς τις ρωσικές ποσότητες θα είναι πιο δύσκολη από φέτος η αναπλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου της Ευρώπης.

Η απάντηση σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων εντοπίζεται σε μια σειρά παραγόντων που εξακολουθούν να διαμορφώνουν ένα ασταθές τοπίο στην αγορά ενέργειας. Κατ’ αρχάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυξήσει κατακόρυφα την εξάρτησή της από το υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ), το οποίο εμπορεύεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη εξάρτηση φέρνει την Ευρώπη πιο κοντά στις παγκόσμιες αγορές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή μεταβλητότητα λόγω της διεθνούς ζήτησης και προσφοράς. Παράλληλα, η παγκόσμια αγορά LNG είναι ήδη στενά περιορισμένη, με πολλές χώρες να ανταγωνίζονται για τις διαθέσιμες ποσότητες. Αυτό το γεγονός οδηγεί αναπόφευκτα σε αυξημένη πίεση στις τιμές, οι οποίες είναι πιο ευάλωτες σε διακυμάνσεις, καθώς εξαρτώνται από την οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο. Η γεωπολιτική αστάθεια, η οποία εντείνεται λόγω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία και της διαρκούς αναδιάταξης των ενεργειακών ροών στην Ευρώπη, προσθέτει ένα ακόμα επίπεδο αβεβαιότητας. Το πρόσφατο επεισόδιο στην Ουκρανία, με την εισβολή στο Κουρσκ της Ρωσίας την περασμένη εβδομάδα, έχει αναζωπυρώσει τις ανησυχίες των αγορών για το ενδεχόμενο περαιτέρω διαταραχών στην προμήθεια φυσικού αερίου. Αυτό το γεγονός υπενθυμίζει πως η σταθερότητα στις τιμές του φυσικού αερίου παραμένει εύθραυστη, με τις αγορές να βρίσκονται σε διαρκή επιφυλακή για νέα γεωπολιτικά ρίσκα.

Αντέχουν οι αποθήκες της Ευρώπης;

Μόνο ένα κλάσμα της τεράστιας αποθηκευμένης ποσότητας φυσικού αερίου της Ουκρανίας χρησιμοποιούν ακόμη οι Ευρωπαίοι πάροχοι, μετά τις ρωσικές επιθέσεις που αύξησαν τους κινδύνους, στερώντας από την κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα περιορισμένα έσοδα, σημειώνουν οι Financial Times σε σημερινό τους δημοσίευμα. Η Ουκρανία διαθέτει τις μεγαλύτερες υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης στην Ευρώπη και πέρυσι παρείχε στις εταιρείες της ΕΕ πολύτιμο χώρο για να αποθηκεύσουν την περίσσεια ποσότητα φυσικού αερίου τους ενόψει του χειμώνα. Μετά από μια ρωσική επίθεση την άνοιξη στην ενεργειακή υποδομή της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων άντλησης για αποθήκευση αερίου, οι ευρωπαϊκοί όγκοι τον Ιούνιο και τον Ιούλιο μειώθηκαν στο ένα δέκατο μόνο των ποσοτήτων που είχαν αποθηκευτεί την ίδια περίοδο πέρυσι.

Οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου στην ΕΕ μπορούν να χωρέσουν το πολύ περίπου 100 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου, σε σύγκριση με την ετήσια ζήτηση στο μπλοκ μεταξύ 350 bcm και 500 bcm, ανάλογα με τις καιρικές και άλλες συνθήκες. Η Ουκρανία πρόσφερε περίπου 10 bcm πρόσθετης χωρητικότητας αποθήκευσης πέρυσι και οι ευρωπαϊκές οντότητες αποθήκευσαν περισσότερα από 2 bcm πριν από τους χειμερινούς μήνες, καθώς η χώρα πρόσφερε κίνητρα όπως φθηνά τιμολόγια αποθήκευσης. Αλλά φέτος υπήρξε μικρή έγχυση, ακόμη και με τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης της ΕΕ στο 86% γεμάτες – το υψηλότερο επίπεδό τους φέτος, σύμφωνα με την Gas Infrastructure Europe. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες έστειλαν μόλις 15,4 εκατ. κυβικά μέτρα και 51,9 εκατ. κυβικά μέτρα τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, σε σύγκριση με 102,7 εκατ. κυβικά μέτρα και 586,6 εκατ. κυβικά μέτρα το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με στοιχεία της Argus.

Συνολικά, οι παράγοντες αυτοί συντείνουν σε ένα περιβάλλον όπου οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν ασταθείς, με τις διακυμάνσεις να αποτελούν το νέο κανονικό για την ενεργειακή αγορά της Ευρώπης και της Ελλάδας. Η σταθεροποίηση των τιμών, εάν καταστεί εφικτή, θα απαιτήσει συντονισμένες προσπάθειες σε επίπεδο πολιτικής, υποδομών και διεθνών συνεργασιών, προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Διαβάστε ακόμη