Εστία ανησυχίας για την πορεία των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αλλά και την ασφάλεια εφοδιασμού της Γηραιάς Ηπείρου (που δεν έχει ακόμα απεξαρτηθεί πλήρως από το ενεργειακό άρμα της Ρωσίας), αποτελούν οι πολυάριθμες δικαστικές διαμάχες μεταξύ της Gazprom και σειράς ευρωπαϊκών ενεργειακών ομίλων, στους οποίους περιλαμβάνεται και η ΔΕΠΑ Εμπορίας.

Το πρόβλημα ήρθε στο προσκήνιο της επικαιρότητας, με αφορμή την προειδοποίηση της αυστριακής OMV πριν από λίγες ημέρες ότι υπάρχει κίνδυνος να διακοπούν οι ροές ρωσικού αερίου προς την Αυστρία, επειδή διαιτητικό δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία οφείλει αντί να πληρώσει την Gazprom για το αέριο που λαμβάνει να αποζημιώσει άλλη ευρωπαϊκή (γερμανική κατά τις πληροφορίες) εταιρεία, στην οποία ο ρωσικός όμιλος διέκοψε τις προμήθειες το 2022. Στο θέμα αναφέρθηκε την Τρίτη και ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Metlen Ευάγγελος Μυτιληναίος, αποδίδοντας μάλιστα το πρόσφατο άλμα των τιμών του φυσικού αερίου στον κόμβο TTF της Ολλανδίας στην αβεβαιότητα που προκαλεί το ενδεχόμενο εφαρμογής αυτής της απόφασης και επικρίνοντας την Επίτροπο Ενέργειας της ΕΕ Κάντρι Σίμσον που έχει ταχθεί υπέρ της διακοπής των ροών ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη, αδιαφορώντας για τις δυνητικές παρενέργειες στους καταναλωτές.

Και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά ανοιχτά μέτωπα μεταξύ της Gazprom και των πελατών της στην Ευρώπη, οι περισσότερες εκ των οποίων εστιάζουν στις ρήτρες take or pay και τον τρόπο αποζημίωσης για ποσότητες φυσικού αερίου που δεν παρελήφθησαν. Στο πλαίσιο αυτό, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται μέσα στον καλοκαίρι η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Στοκχόλμης στο οποίο έχει προσφύγει η Uniper εναντίον της Gazprom. H τελευταία «πέρασε στην αντεπίθεση» προσφεύγοντας εναντίον της Uniper σε δικαστήριο της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο –μάλλον αναμενόμενα- δικαίωσε την Gazprom επιδικάζοντας αποζημίωση-μαμούθ 14 δισ. δολαρίων (!) με μια απόφαση την οποία προσέβαλε –επίσης αναμενόμενα- η Uniper, υποστηρίζοντας ότι «παραβιάζει το διεθνές δίκαιο». Αγωγές κατά της Gazprom –με αντικείμενο να μην πληρώσουν για ποσότητες φυσικού αερίου που δεν παρέλαβαν- έχουν καταθέσει και η γερμανική RWE όπως και η γαλλική Engie. Τον τελευταίο μέχρι στιγμής κρίκο στην αλυσίδα των δικαστικών διενέξεων σε βάρος της Gazprom πρόσθεσε η βουλγαρική Bulgartransgaz, η οποία υπό το νέο της επικεφαλής Βλαντιμίρ Μαλίνοφ προανήγγειλε πριν λίγες ημέρες την πρόθεσή της να προσφύγει στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Παρισιού διεκδικώντας 400 εκατ. ευρώ από την Gazprom για φυσικό αέριο που δεν παρέλαβε. Υπενθυμίζεται ότι η Gazprom έκλεισε τις στρόφιγγες επειδή η Bulgartransbaz δεν συμμορφώθηκε με την μονομερή απόφαση της ρωσικής εταιρείας το 2022 να δέχεται πληρωμές μόνο σε ρούβλια, υποστηρίζοντας ότι συνιστούσε παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων.

Τον δρόμο της διαιτησίας για τον ίδιο λόγο επέλεξε και η φινλανδική Gasum, με το διαιτητικό δικαστήριο να αποφαίνεται αφενός ότι η Gasum δεν ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει σε ρούβλια, αφετέρου ότι η Gazprom είχε δικαίωμα να διακόψει τις ροές φυσικού αερίου (τον Μάιο του 2022) καθώς οι Φινλανδοί δεν είχαν πληρώσει για ποσότητες που είχαν ήδη παραλάβει. Το δικαστήριο υποχρέωσε την Gasum να πληρώσει 300 εκατ. ευρώ στην Gazprom κρίνοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκε και η ρήτρα take or pay της σύμβασης μεταξύ των δυο πλευρών.

Σύμφωνα με τον ιστότοπο Energy Intelligence, «ανοιχτούς λογαριασμούς» με την Gazprom έχουν επίσης η ελβετική DXT Commodities, η τσεχική CEZ και η συμπατριώτισσά της Net4Gas, η ΖSE Energia από τη Σλοβακία, οι ολλανδικές BBL Company και Gasunie, οι πολωνικές Orlen και EuRoPol Gaz και η ουκρανική Naftogaz.

Σε διαιτησία με την Gapzrom αποφάσισε να προσφύγει και η ΔΕΠΑ Εμπορίας για τη σύμβαση προμήθειας φυσικού αερίου που έχει με τη ρωσική εταιρεία, αφού είχαν προηγηθεί πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο πλευρών που δεν τελεσφόρησαν. Όπως μάλιστα είχε τονίσει ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ Εμπορίας Κωνσταντίνος Ξιφαράς. «Θα αξιοποιήσουμε κάθε νόμιμο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας, προκειμένου να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της εταιρείας και των Ελλήνων καταναλωτών».

Διαβάστε ακόμη