Η αντιφατική πανευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με τις επενδύσεις φυσικού αερίου, δημιουργεί μεγάλη ασάφεια ως προς τη βιωσιμότητά τους, δυσκολεύοντας τις αποφάσεις και αυξάνοντας το επιχειρηματικό ρίσκο, κάτι που μεταφράζεται σε μεγαλύτερο κόστος.

Από τη μια τόσο η ευρωπαϊκή πολιτική προς τις μηδενικές εκπομπές όσο και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπουν μείωση του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα και τα κοινοτικά χρηματοδοτικά εργαλεία δεν στηρίζουν επενδύσεις φυσικού αερίου.

Από την άλλη το φυσικό αέριο παραμένει απαραίτητο στην αγορά ενέργειας, καθώς νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο προστίθενται και νέα έργα αγωγών αερίου σχεδιάζονται.

Κι ενώ η Ευρώπη δεν είναι θετική στη χρηματοδότηση επενδύσεων φυσικού αερίου, την ίδια στιγμή η Ελλάδα σχεδιάζει να γίνει διαμετακομιστικός κόμβος αερίου προς την Κεντρική Ευρώπη και είναι θετική στη δημιουργία μεγάλων αγωγών που θα συνδέουν τα τερματικά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με τους κεντρικούς αγωγούς.

ΡΑΑΕΥ: Με επιφυλάξεις οι εγκρίσεις

Ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές αντίρροπες τάσεις αναζητεί η ΡΑΑΕΥ που πρέπει να εγκρίνει τις επενδύσεις στους νέους αγωγούς επέκτασης του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου. Έτσι εγκρίνει από τη μια τις επενδύσεις για την επέκταση του δικτύου του ΔΕΣΦΑ και αυξάνει από την άλλη την απαίτηση για τη συμμετοχή των χρηστών στο κόστος των επενδύσεων στο 70%.

Ειδικότερα, η ΡΑΑΕΥ σημειώνει, στο κείμενο της έγκρισης των κατευθυντήριων γραμμών του market test του ΔΕΣΦΑ για την επέκταση του δικτύου του, ότι από τη μια υπάρχουν νέα αιτήματα σύνδεσης τόσο από νέα ΑΣΦΑ (FSRU Thessaloniki) όσο και από μεγάλους καταναλωτές (ιδίως νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο), καθώς και νέες λειτουργικές απαιτήσεις, όπως για παράδειγμα για να καταστεί δυνατή η ροή φυσικού αερίου προς τον αγωγό IGB – προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια εφοδιασμού της Ανατολικής Ευρώπης ενόψει της ενεργειακής κρίσης.

Από την άλλη όμως η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει σημαντική μείωση στη χρήση του φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς, οποιεσδήποτε νέες επενδύσεις πρέπει να λάβουν χώρα μόνο στη βάση εκπεφρασμένου ενδιαφέροντος χρηστών, για την αποπληρωμή των οποίων είναι διατεθειμένοι (έστω μερικώς) να δεσμευθούν.

Επίσης, «από τη μία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει θέσει ως στόχο την κλιματική ουδετερότητα ως το 2050. Στη Δέσμη Fit-for-55 και στο πρόσφατο Hydrogen and Gas Decarbonisation Package περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, με έντονη τη συζήτηση στα ευρωπαϊκά φόρα για τη δυνατότητα μετατροπής (repurposing) των δικτύων φυσικού αερίου ώστε να μεταφέρουν ανανεώσιμα αέρια ή υδρογόνο ώστε τα υπάρχοντα δίκτυα να μην καταστούν μη-χρησιμοποιούμενα (stranded). Ήδη από τον Νοέμβριο 2019 η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ανακοίνωσε ότι παύει να χρηματοδοτεί νέα έργα που αφορούν τα ορυκτά καύσιμα — μη εξαιρουμένου του φυσικού αερίου — από το 2022».

«Από την άλλη, σύμφωνα με την πρόσφατη παρουσίαση στις 2 Φεβρουαρίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της εξουσιοδοτικής πράξης που συμπληρώνει τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για τις βιώσιμες επενδύσεις (Πράσινη Ταξινομία), το φυσικό αέριο μπορεί να θεωρηθεί – υπό προϋποθέσεις- πράσινη μορφή ενέργειας και να επιλεγεί για χρηματοδότηση από την Κοινότητα και τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».

Πρόβλημα για τις μονάδες φυσικού αερίου η διείσδυση των ΑΠΕ

Αντίστοιχα, την αντίφαση ανάμεσα στις νέες επενδύσεις για μονάδες φυσικού αερίου που σχεδιάζονται και τη μειωμένη συμβολή τους στο ενεργειακό μείγμα αναδεικνύει η μελέτη επάρκειας του ENTSO-e, ERAA 2023. Όπως αναφέρει, δείχνει ότι στο δεδομένο σενάριο και πλαίσιο μεθοδολογίας, μεγάλοι όγκοι δυναμικότητας με ορυκτά καύσιμα κινδυνεύουν να καταστούν οικονομικά μη βιώσιμοι τα επόμενα πέντε χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, θα είναι απαραίτητα τα σωστά κίνητρα ή/και στοχευμένη παρέμβαση για την αποφυγή κινδύνων επάρκειας.

Στην Ελλάδα, το 2030 οι μονάδες φυσικού αερίου θα αθροίζουν συνολική ισχύ 8 Γιγαβάτ. Ωστόσο, η «επέλαση» των ΑΠΕ αναπόφευκτα θα περιορίσει τη συμμετοχή τους. Έτσι, το μερίδιο του αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή πρόκειται να μειωθεί κατά 72% σε σχέση με το 2022, υποχωρώντας στις 5,4 Τεραβατώρες το 2030, από τις 19 Τεραβατώρες που ήταν πριν από μία διετία.

Από τον επιμερισμό των 5,4 Τεραβατώρων στον «στόλο» των μονάδων αερίου που θα λειτουργούν στο τέλος της 10ετίας -ήτοι 8 Γιγαβάτ- προκύπτει πως το load factor για κάθε σταθμό δεν ξεπερνά το 8-10% κατά μέσο όρο.

Σε κρίσιμο σημείο οι επενδυτικές αποφάσεις για τα FSRU

Μέσα στο επόμενο εξάμηνο πρέπει να ληφθούν οι επενδυτικές αποφάσεις για τα FSRU που έχουν εξαγγελθεί και έχουν ζητήσει σύνδεση με το δίκτυο του ΔΕΣΦΑ. Καθώς το σχέδιο ανάπτυξης νέων επεκτάσεων του ΔΕΣΦΑ μπαίνει σε φάση δεσμετικού market test τον Ιούλιο, οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα πρέπει να λάβουν τελικές επενδυτικές αποφάσεις.

Μέχρι σήμερα, επενδύσεις όπως για παράδειγμα της Διώρυγα Gas για το νέο FSRU στην Κόρινθο, ήταν σε αναμονή έγκρισης κρατικής επιδότησης. Αν τελικά αποδειχθεί ότι δεν θα λάβουν επιδότηση, όπως φημολογείται, είναι άγνωστο αν θα προχωρήσουν στην υλοποίηση των σχετικών αποφάσεων.

Διαβάστε ακόμη: