Η προσπάθεια της Μόσχας να στρέψει τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Κίνα δεν πρόκειται να υποκαταστήσουν ποτέ τις εξαγωγές που πραγματοποιούσε πριν από την εισβολή στην Ουκρανία σύμφωνα με αναλυτές του κλάδου. Έτσι η Ρωσία θα δυσκολευτεί να ανακατευθύνει ποσότητα 180 δισ. κυβικών μέτρων (bcm) φυσικού αερίου, το 80% των συνολικών εξαγωγών της το 2021, που αγόρασε μέχρι τότε η Ευρώπη.
Όπως επισημαίνει και ο Economist, η Μόσχα δεν είναι σήμερα κάτι αντίστοιχο με τον αγωγό Nord Stream μέσω του οποίου εξήγαγε φυσικό αέριο στην Γερμανία. Επιπλέον δεν διαθέτει μονάδες υγροποίησης φυσικού αερίου στους μείον 160 βαθμούς Κελσίου, ούτε και τον απαραίτητο στόλο τάνκερ, ώστε να αυξήσει σημαντικά τις ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που εξάγει σήμερα. Γι’ αυτό και ο ρωσικός κολοσσός φυσικού αερίου Gazprom αδυνατεί πλέον να παράγει κέρδη.
Στον Economist υποστηρίζουν πως μεταξύ 2018 και 2023 μόλις το 20% των συνολικών εσόδων του ρωσικού προϋπολογισμού από εξαγωγές ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας προέρχονταν από το φυσικό αέριο. Όμως, όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και αυξάνονται οι ανάγκες κεφαλαίων για τη Μόσχα, παράλληλα με τις δυσκολίες αύξησης της παραγωγής πετρελαίου, η Ρωσία θα χρειαστεί το φυσικό αέριο. Ειδικά όταν ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) προβλέπει πως η ζήτηση για πετρέλαιο θα φτάσει στο ανώτερο δυνατό επίπεδο εντός αυτής της δεκαετίας και μετά θα αρχίσει να υποχωρεί. Ενώ η ζήτηση για φυσικό αέριο, ενός περισσότερο πράσινου καυσίμου, θα συνεχίσει να ανεβαίνει.
Το δυστύχημα για τη Μόσχα είναι πως είναι δύσκολο να αναστήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου. Οι εξαγωγές προς Ευρώπη, που πέρυσι αντιστοιχούσαν στο 50% των 140 δισ. κυβικών μέτρων που εξήγαγε, θα υποχωρήσουν περαιτέρω φέτος. Στη θεωρία, τονίζει ο Economist, η Ρωσία έχει δύο επιλογές: Να κατασκευάσει αγωγούς προς άλλους προορισμούς ή να εκτοξεύσει τις εξαγωγές LNG.
Η Μόσχα αξιοποιεί ήδη τον αγωγό «Power of Siberia» που συνδέει κοιτάσματα στα ανατολικά της χώρας, που ουδέποτε κατευθύνθηκαν προς την Ευρώπη, με την Κίνα. Το 2025 προβλέπεται πως οι εξαγωγές μέσω του συγκεκριμένου αγωγού προς Κίνα θα φτάσουν τα 38 bcm από μόλις 10 bcm το 2020 ενώ μια επέκταση θα επιτρέψει την αύξηση της δυναμικότητας κατά επιπλέον 10 bcm μέχρι το 2029. Όμως, αυτό που μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες είναι ο αγωγός «Power of Siberia 2», ένα σχέδιο που μπορεί να μεταφέρει 50 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου από τα δυτικά της Ρωσίας προς την Κίνα μέχρι το 2029. Εκτιμάται πως μέχρι τότε, οι ανάγκες της Κίνας σε φυσικό αέριο θα έχουν εκτοξευθεί στα 600 δισ. κυβικά μέτρα το χρόνο από 390 δισ. το 2023.
Όμως το Πεκίνο δεν θέλει εξάρτηση από έναν προμηθευτή φυσικού αερίου και γι’ αυτό οι διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα για το νέο αγωγό έχουν παγώσει. Οι δυσκολίες εντοπίζονται στο ποιος θα χρηματοδοτήσει τον αγωγό καθώς και στην τιμή προμήθειας. Η Κίνα αναζητεί ήδη άλλες πηγές φυσικού αερίου στην Κεντρική Ασία ενώ μπορεί να περιμένει μέχρι το 2025 – 2026 όταν πολύ μεγάλες ποσότητες LNG θα μπουν στην αγορά από κοιτάσματα στο Κατάρ και στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα πιέζει τη Μόσχα για το κόστος του φυσικού αερίου με το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας να προβλέπει πως το 2027 η τιμή πώλησης θα είναι 257 δολάρια ανά κυβικό μέτρο σε σύγκριση με τα 320 δολάρια ανά κυβικό μέτρο που είναι το κόστος για τους Ευρωπαίους.
Η δεύτερη εκδοχή για τη Ρωσία είναι η εκτόξευση των εξαγωγών LNG με στόχο να φτάσουν τα 100 εκατ. τόνους το 2030, ποσότητα που αντιστοιχεί σε 138 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, από μόλις 31 εκατ. τόνους το 2023. Όμως η κατασκευή νέων μονάδων υγροποίησης και μεταφοράς LNG απαιτούν εξοπλισμό από τη Δύση που είναι δύσκολο να βρεθεί λόγω του εμπάργκο. Για παράδειγμα, οι Γιαπωνέζοι επενδυτές από το Arctic LNG 2, το μεγαλύτερο έργο LNG της Ρωσίας, αποσύρθηκαν. Κινέζοι επενδυτές ζητούν εξαιρέσεις από τις ΗΠΑ ώστε να παραμείνουν σε άλλες επενδύσεις, πράγμα δύσκολο. Το Arctic LNG 2 επρόκειτο να ξεκινήσει τη διανομή υγροποιημένου φυσικού αερίου στο πρώτο τρίμηνο του 2024 αλλά ήδη υπήρξε παράταση. Οι αναλυτές δεν προβλέπουν πλέον σημαντική αύξηση των εξαγωγών LNG της Ρωσίας. Παράλληλα με τη στροφή προς την πράσινη μετάβαση, ο τομέας φυσικού αερίου της Μόσχας ουδέποτε θα επιστρέψει στα επίπεδα πριν τον πόλεμο καταλήγει ο Economist.