Οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) της Ιαπωνίας μειώθηκαν κατά 8% σε 66,2 εκατομμύρια μετρικούς τόνους τo 2023, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, μετά την επανεκκίνηση της πυρηνικής ενέργειας και την αυξημένη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, το 2023 η Ιαπωνία δεν ήταν πλέον ο μεγαλύτερος εισαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου στον κόσμο και την ξεπέρασε η Κίνα, όπως αναφέρει το Reuters.
Αφού έκλεισε τους 54 πυρηνικούς αντιδραστήρες της μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011, η Ιαπωνία άρχισε να επανεκκινεί σταδιακά τους πυρηνικούς σταθμούς το 2015. Έντεκα πυρηνικοί αντιδραστήρες συνολικής ισχύος 10,7 γιγαβάτ βρίσκονται σε λειτουργία, από τους 12 που έχουν λάβει άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Μαζί με την αυξημένη παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας, η πυρηνική ενέργεια επέτρεψε την περαιτέρω μείωση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου, οι οποίες έφθασαν στο αποκορύφωμα των 88,5 εκατομμυρίων τόνων το 2014.
Η Ιαπωνία δαπάνησε 44 δισ. δολάρια για την αγορά LNG το 2023
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, η Ιαπωνία δαπάνησε 6,5 τρισεκατομμύρια γιεν (44 δισεκατομμύρια δολάρια) για την αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου πέρυσι, μια μείωση σχεδόν 23% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, με το υγροποιημένο φυσικό αέριο να αντιπροσωπεύει το 6% των συνολικών εισαγωγών της χώρας σε όρους αξίας.
Αν και τα προκαταρκτικά στοιχεία δεν παρέχουν την πλήρη κατανομή ανά χώρα, έδειξαν ότι οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν κατά 34% σε 5,5 εκατομμύρια τόνους σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Οι αγορές από τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 12% και 11% σε 6 εκατ. τόνους και 6,1 εκατ. τόνους, αντίστοιχα.
Ξεχωριστά, τα αποθέματα υγροποιημένου φυσικού αερίου που κατέχουν οι ιαπωνικές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, δείκτης του μεγέθους των αποθεμάτων, μειώθηκαν σε 2,49 εκατομμύρια τόνους στις 21 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Υπουργείο Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (METI).
Αν και κάτω από το επίπεδο του τέλους του έτους των 2,70 εκατομμυρίων τόνων, τα αποθέματα ήταν πάνω από τα 2,39 εκατομμύρια τόνους που είχαν διακρατηθεί στο τέλος Ιανουαρίου πέρυσι και υψηλότερα από τον μέσο όρο 5ετίας των 1,91 εκατομμυρίων τόνων για τον μήνα, σύμφωνα με το METI. Στην ανακοίνωσή του, το METI δεν εξήγησε τα στοιχεία για τα αποθέματα υγροποιημένου φυσικού αερίου.