Τα κριτήρια ESG (Environmental, Social, Governance) αναδεικνύονται σταδιακά στον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο αξιολογούν μια εταιρεία οι επενδυτές και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όπως οι τράπεζες. Θεωρητικά τουλάχιστον, αποτελούν ένα αξιόπιστο τεκμήριο της οικονομικής σταθερότητας μιας εταιρείας και την καθιστούν πιο ελκυστική στην επενδυτική κοινότητα, στο πλαίσιο των κανόνων που ορίζει η στρατηγική της πράσινης μετάβασης.

Τι γίνεται όμως όταν η εφαρμογή αυτών των κριτηρίων επιβαρύνει οικονομικά τις επιχειρήσεις που αναζητούν δανειακά κεφάλαια; Όπως επισημάνθηκε χθες, στο περιθώριο της εκδήλωσης για τα 100 χρόνια του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), οι εταιρείες του κλάδου που στρέφονται στις τράπεζες για δανεισμό, είναι αντιμέτωπες με έναν «παραλογισμό»: Τα δάνεια με κριτήρια ESG έχουν υψηλότερο κόστος (επιτόκιο) σε σύγκριση με τα δάνεια χωρίς ESG.

Αντί, όπως αναφέρθηκε, τα δάνεια με τα κριτήρια που αξιολογούν την απόδοση των εταιρειών σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνικής ευθύνης και εταιρικής διακυβέρνησης να είναι φθηνότερα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα δανειακά προϊόντα, τελικά καταλήγουν να είναι ακριβότερα. Όμως, αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει, σύμφωνα με τα στελέχη του εξορυκτικού κλάδου, είναι τα εν λόγω δάνεια να έχουν χαμηλότερο κόστος ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν κίνητρο για να στραφούν σε αυτά.

Σε ό,τι αφορά, πάντως, γενικότερα τη δυνατότητα χρηματοδότησης των εταιρειών του κλάδου, αξίζει να σημειωθεί ότι η εικόνα που παρουσιάζεται είναι πως δεν υπάρχουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε άλλους κλάδους, καθώς οι ανάγκες σε κεφάλαια εξυπηρετούνται ομαλά είτε από τον τραπεζικό δανεισμό είτε από ίδια κεφάλαια.