Ένα μεγάλο κύκλωμα λαθρεμπορίου καυσίμων, που εξαπατούσε καταναλωτές με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας, εξαρθρώθηκε μετά από εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση. Οι ζημιές που υπέστησαν οι καταναλωτές ξεπερνούν τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονες έφοδοι σε δύο εταιρικά γραφεία, που φέρονται να λειτουργούσαν ως εγκληματικές οργανώσεις, καθώς και σε 44 πρατήρια καυσίμων και 7 κατοικίες. Οι αρχές κατέσχεσαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, πολυτελή οχήματα και 520.000 ευρώ σε μετρητά, ενώ συνελήφθησαν 61 άτομα. Σύμφωνα με τα parapolitika.gr, οι δύο εγκληματικές οργανώσεις αξιοποιούσαν παράνομο λογισμικό, το οποίο αλλοίωνε τις μετρήσεις στις αντλίες και στο σύστημα παρακολούθησης εισροών-εκροών των πρατηρίων. Έτσι, οι καταναλωτές πλήρωναν για καύσιμα που δεν παραλάμβαναν, ενώ παράλληλα διακινούνταν λαθραία ή νοθευμένα καύσιμα με σκοπό το οικονομικό όφελος. Η αστυνομική επιχείρηση, που έλαβε χώρα το πρωί της Τρίτης 11 Μαρτίου, οδήγησε στη σύλληψη 61 ατόμων, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά στελέχη του κυκλώματος. Συνολικά, η δικογραφία περιλαμβάνει 96 άτομα, καθώς επιπλέον 35 κατηγορούμενοι ερευνώνται για τη συμμετοχή τους στην υπόθεση.

Οι κατηγορίες που βαρύνουν τους συλληφθέντες περιλαμβάνουν – κατά περίπτωση – σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, απάτη, αλλοίωση μετρητών καυσίμων, έκδοση πλαστών αποδείξεων, αθέμιτο ανταγωνισμό, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και παράβαση της νομοθεσίας περί όπλων. Η επιχείρηση διεξήχθη από την Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, σε συνεργασία με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), το Σ.Δ.Ο.Ε. και τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών.

Πώς λειτουργούσε το λαθρεμπόριο στα καύσιμα

Η έρευνα αποκάλυψε ότι δύο εταιρείες τεχνικής υποστήριξης πρατηρίων προμήθευαν παράνομο λογισμικό, επιτρέποντας να μειώνονται τα καύσιμα που παραδίδονταν στους καταναλωτές, χωρίς όμως να μειώνεται η χρέωση. Η Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας άσκησε βαριές διώξεις σε βάρος των συλληφθέντων για έξι κακουργήματα και ένα πλημμέλημα. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται οι κατηγορίες της σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, της διακεκριμένης απάτης κατά του Δημοσίου και ιδιωτών, καθώς και της μη εξουσιοδοτημένης τροποποίησης συστήματος καυσίμων. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στον ανακριτή, όπου αναμένεται να ζητήσουν προθεσμία για την απολογία τους.

Η δράση της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης, που αποτελείτο από 57 μέλη, εκ των οποίων συνελήφθησαν τα 37, αποκαλύφθηκε μέσω της αξιοποίησης εξειδικευμένων τεχνικών, ανακριτικών μεθόδων και ανάλυσης δεδομένων με τη συνδρομή της ΑΑΔΕ. Σύμφωνα με τα ευρήματα, από τον Σεπτέμβριο του 2020, στελέχη εταιρείας τεχνικής υποστήριξης πρατηρίων καυσίμων συγκρότησαν εγκληματική ομάδα, στην οποία εντάχθηκαν σταδιακά πρατηριούχοι. Τα μέλη της οργάνωσης παραποιούσαν τα συστήματα μέτρησης καυσίμων και το λογισμικό του συστήματος εισροών-εκροών, εξαπατώντας τους καταναλωτές μέσω ελλιπών παραδόσεων σε καύσιμα και αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη από την πώληση του καυσίμου που εξοικονομούσαν.

Ο αρχηγός της οργάνωσης, μαζί με συνεργούς του, διέθετε στα πρατήρια, έναντι αμοιβής, παράνομο λογισμικό που συνδεόταν με τις αντλίες και παρέκαμπτε το επίσημο σύστημα εισροών-εκροών. Το λογισμικό αυτό επέτρεπε επίσης να πωλούνται καύσιμα χωρίς την έκδοση αποδείξεων. Είχε εγκατασταθεί στους υπολογιστές των πρατηρίων με ειδικές δικλείδες ασφαλείας για να αποφεύγεται ο εντοπισμός του από τις Αρχές και παρείχε στους πρατηριούχους τη δυνατότητα να καθορίζουν το ποσοστό καυσίμου που θα αποσπούσαν οι αντλίες (συνήθως από 10% έως 30%).

Επιπλέον, το λογισμικό επέτρεπε την εξαγωγή του παράνομα παρακρατούμενου καυσίμου χωρίς καταγραφή στο σύστημα εισροών-εκροών, ενώ υπήρχε και συμπληρωματικό πρόγραμμα που διατηρούσε στοιχεία των αποδείξεων που δεν εκδίδονταν, επιτρέποντας στον πρατηριούχο να τις τυπώσει αργότερα αν χρειαστεί.

Την τεχνική υποστήριξη του λογισμικού παρείχαν οκτώ μέλη της οργάνωσης, υπάλληλοι και τεχνικοί της εταιρείας, μεταξύ των οποίων και ο προγραμματιστής που ανέπτυξε τόσο το σύστημα εισροών-εκροών όσο και το παράνομο λογισμικό που παρέκαμπτε τον φορολογικό μηχανισμό.

Η έρευνα αποκάλυψε ότι τα έσοδα νομιμοποιούνταν μέσω μέλους της οργάνωσης, το οποίο εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτης πρατηρίου που ανήκε ουσιαστικά στην εγκληματική ομάδα. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι ήταν είτε πρατηριούχοι που είχαν εγκαταστήσει το λογισμικό είτε υπεύθυνοι των πρατηρίων που συνελήφθησαν κατά τη λειτουργία του παράνομου προγράμματος.

Όσον αφορά τη δεύτερη εγκληματική οργάνωση, διαπιστώθηκε ότι ο αρχηγός της, μέσω εταιρείας τεχνικής υποστήριξης πρατηρίων, ανέπτυξε εξειδικευμένο λογισμικό, το οποίο εγκαθιστούσε μέσω USB Stick. Αυτό επέτρεπε στους πρατηριούχους να επεμβαίνουν στις αντλίες και να ορίζουν το ποσοστό καυσίμου που θα παρακρατούσαν. Η ομάδα αυτή, που αριθμούσε 39 μέλη, εκ των οποίων συνελήφθησαν 24, δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον από το 2022.

Ο αρχηγός αναλάμβανε ο ίδιος την εγκατάσταση και τεχνική υποστήριξη του λογισμικού, προσφέροντας τη δυνατότητα απενεργοποίησής του από απόσταση για να επαναφέρει την κανονική λειτουργία των αντλιών και να παραπλανήσει τις Αρχές. Έξι βασικά μέλη της οργάνωσης είχαν καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση του λογισμικού και την αντιμετώπιση τεχνικών προβλημάτων, ενώ συνεργάτης του αρχηγού λειτουργούσε ως εισπράκτορας χρημάτων από 105 πρατηριούχους, με πληρωμές σε μετρητά.

Και στις δύο υποθέσεις, η χρήση του παράνομου λογισμικού όχι μόνο επέτρεπε την εξαπάτηση των καταναλωτών, αλλά διευκόλυνε και τη διακίνηση λαθραίων ή νοθευμένων καυσίμων, τα οποία μπορούσαν να αποθηκεύονται σε κρυφές δεξαμενές στα πρατήρια. Οι εγκαταστάτες του λογισμικού πληρώνονταν μηνιαίως με ποσοστό από τα παράνομα κέρδη των πρατηρίων και, σε περίπτωση μη πληρωμής, είχαν τη δυνατότητα να διακόψουν τη λειτουργία του λογισμικού μέχρι να εξοφληθούν.

Ευρήματα των ερευνών

Κατά τις έρευνες εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν:

  • 100 κεντρικές μονάδες υπολογιστών,
  • 8 πολυτελή αυτοκίνητα και 1 βαν,
  • πλήθος εγγράφων, κινητών τηλεφώνων και USB Stick, καθώς και
  • 520.000 ευρώ σε μετρητά.

Σε 34 πρατήρια διαπιστώθηκε η λειτουργία του παράνομου προγράμματος, ενώ σε 10 από αυτά έχει ήδη αφαιρεθεί η άδεια λειτουργίας για δύο έτη από την ΑΑΔΕ και το ΣΔΟΕ. Η συνολική οικονομική ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές από τη δράση των δύο εγκληματικών οργανώσεων εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ευρώ.

Τα κατασχεθέντα χρήματα κατατέθηκαν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ενώ το ψηφιακό υλικό εστάλη στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών για περαιτέρω ανάλυση. Πραγματογνώμονες της Διεύθυνσης συμμετείχαν στις επιτόπιες έρευνες σε εταιρείες και πρατήρια, παρέχοντας κρίσιμα στοιχεία για την υπόθεση. Ανάμεσα στα ευρήματα ήταν λογισμικά που επέτρεπαν την παρέμβαση στις αντλίες, ακόμα και το «πάγωμα» των μετρήσεων ώστε να μην καταγράφονται στο σύστημα εισροών-εκροών. Αυτά τα δεδομένα θα αναλυθούν περαιτέρω στο πλαίσιο της εργαστηριακής τους εξέτασης.

Διαβάστε ακόμη