Δυσαρέσκεια επικρατεί στην αγορά σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθείται μέχρι σήμερα για τις αλλαγές στους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έως το 2030, ενώ παράλληλα εγείρονται ερωτηματικά σχετικά με τις προβλέψεις για μείωση της ζήτησης έως τα τέλη της δεκαετίας έναντι του 2021.

Η νέα εκδοχή του ΕΣΕΚ, που παρουσιάστηκε σε σύσκεψη που έγινε την περασμένη Δευτέρα στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), έχει σημαντικές αλλαγές σε σύγκριση με το αναθεωρημένο προσχέδιο που είχε σταλεί στις Βρυξέλλες τον περασμένο Νοέμβριο. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι το μερίδιο συμμετοχής των μονάδων παραγωγής από ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα φτάσει στο 87% το 2030, από 80% που ήταν ο προηγούμενος στόχος, ενώ αναθεωρούνται προς τα κάτω οι προβλέψεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων, την εξοικονόμηση ενέργειας, την ηλεκτροκίνηση, το υδρογόνο και το βιομεθάνιο.

Οι αλλαγές αυτές αντανακλούν τη στροφή επί το ρεαλιστικότερο των κλιματικών στόχων, καθώς ειδικά μετά το 2027 υπάρχει μεγάλο χρηματοδοτικό κενό για την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται ανησυχία για τις κοινωνικές επιπτώσεις ορισμένων πολιτικών, καθώς και τυχόν αρνητική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Από την αγορά εκφράζονται ενστάσεις για το γεγονός ότι και στη σύσκεψη της περασμένης Δευτέρας δεν είχαν κληθεί εκπρόσωποι του ενεργειακού τομέα, ενώ τονίζεται η ανάγκη πριν το ΥΠΕΝ καταλήξει στην τελική πρόταση για το νέο ΕΣΕΚ (που πρέπει να κατατεθεί στις Βρυξέλλες έως τα τέλη Ιουνίου), να προηγηθεί μια εκτενής δημόσια διαβούλευση.

Το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ διατυπώνει νέες εκτιμήσεις για τους κλιματικούς στόχους λίγους μόλις μήνες μετά την αποστολή του προηγούμενο προσχεδίου, προκαλεί εύλογες απορίες στην αγορά και εκτιμάται ότι αποτελεί προϊόν και της έλλειψης οργανωμένου συζητήσεων με τους φορείς της αγοράς.

Μετά το καταστροφικό πέρασμά του «Ντάνιελ» από τη Θεσσαλία, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής πρέπει να μετατοπιστεί στην «κλιματική προσαρμογή», δηλαδή, μεταξύ άλλων, στην κατασκευή ανθεκτικών υποδομών, παρά στην «κλιματική πρόληψη», δηλαδή στα έργα που οδηγούν στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, όπως για παράδειγμα οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπου ήδη, με όρους Οριστικών Προσφορών Σύνδεσης (ΟΠΣ), η χώρα έχει φτάσει και πλέον υπερκαλύπτει τους στόχους για το 2030.

Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε επίσης το γεγονός ότι το ΥΠΕΝ έσπευσε -με «επιθετικό» τρόπο- να συστρατευθεί με άλλες δύο χώρες, την Τσεχία και την Πολωνία, στο μέτωπο των διαφωνούντων με το στόχο μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 90% έως το 2040. Το ερώτημα είναι το κατά πόσον η στάση αυτή στηρίζεται σε συγκεκριμένες μελέτες και αν έχει προηγηθεί σοβαρή προεργασία που κατέληξε στην απόφαση να τηρηθεί η συγκεκριμένη στάση.

Ενδεχομένως, η κάθετα αρνητική στάση αποτελεί τμήμα μιας διαπραγματευτικής τακτικής που επιδιώκει μεγαλύτερα ανταλλάγματα από τις Βρυξέλλες ώστε να συναινέσει στους φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους.

Μια σημαντική ένταση που εκφράζεται επίσης από την αγορά είναι οι εκτιμήσεις στην τελευταία εκδοχή του ΕΣΕΚ για μείωση της ζήτησης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030 έναντι του 2021. Υπενθυμίζεται ότι στην προηγούμενη εκδοχή (του περασμένου Νοεμβρίου) η εκτίμηση ήταν ότι η ζήτηση θα είναι περίπου η ίδια.

Το ζήτημα είναι αν σε αυτές τις εκτιμήσεις έχουν ενσωματωθεί οι επιπτώσεις στη ζήτηση που έχει για παράδειγμα η λειτουργία των data centers, όπως αυτό της Microsoft στα Μεσόγεια. Τα data centers είναι ενεργοβόρα και σε διεθνή κλίμακα εκτιμάται ότι θα είναι από τις κύριες πηγές μεγάλης αύξησης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας τα επόμενα έτη, καθώς οι επενδύσεις σε άλλες ενεργοβόρες πηγές, όπως είναι η παραγωγή πράσινου υδρογόνου, θα αργήσουν να υλοποιηθούν σε μεγάλη κλίμακα.

Επίσης, η ενδεχόμενη μείωση των δαπανών για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων προφανώς θα περιορίσει την αναμενόμενη μείωση της κατανάλωσης στον κτιριακό τομέα. Κρίσιμη μεταβλητή σε αυτή την εξίσωση είναι το αν τελικά υλοποιηθεί με βραδύτερους ρυθμούς η επιδοτούμενη χρήση των αντλιών θερμότητας, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η αύξηση της κατανάλωσης.