Το κόστος αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης «επιβάλλει την ανάγκη μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού» σύμφωνα με τη χθεσινή ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Όπως επισημαίνεται «η πρόσφατη διεθνής εμπειρία των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, και ειδικότερα στην περιοχή του ευρωπαϊκού νότου, κατέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και για την παροχή έκτακτης βοήθειας, πέρα από τις απαραίτητες επενδύσεις για έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Το αυξημένο κόστος των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να καλύπτεται είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια είτε από πρόσθετες πηγές εσόδων, ώστε να μη διαταράσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Παράλληλα, η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, μέσω της προώθησης της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς ο δημόσιος τομέας δεν δύναται να αναλάβει μόνος του όλο το βάρος των αποζημιώσεων και της αποκατάστασης των υποδομών».
Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα θα συμβάλει στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. Η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα «προϋποθέτει, εκτός από νέες επενδύσεις και αύξηση των δυνατοτήτων αποθήκευσης ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμη είναι η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού προγράμματος REPowerEU για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια προϋποθέτει, πέρα από την υλοποίηση νέων επενδύσεων, και την ύπαρξη προσωπικού κατάλληλα εκπαιδευμένου στις νέες τεχνολογίες».