«Άμεσες λύσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της ελληνικής βιομηχανίας δεν διαθέτουμε. Τελούμε εν αναμονή των νέων πολιτικών της Ευρώπης, καθώς οι πράσινες πολιτικές και τα κόστη που συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις τελούν υπό επανεξέταση». Έτσι θα μπορούσε να συμπυκνωθεί το κεντρικό μήνυμα που κόμισε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο Γενικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Από την άλλη πλευρά, ο Υπουργός ΠΕΝ Θόδωρος Σκυλακάκης και ο Γενικός Γραμματέας Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης έγιναν αποδέκτες έντονου προβληματισμού από την πλευρά της βιομηχανίας, καθώς οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου περιλαμβανομένου και του Προέδρου Σπύρου Θεοδωρόπουλου υπογράμμισαν ότι υπό τις παρούσες συνθήκες –της περιορισμένης ορατότητας για την πορεία του ενεργειακού κόστους σε βάθος χρόνου και με δεδομένο το ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο κόστος ενέργειας στην ΕΕ- καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την πραγματοποίηση επενδύσεων και υπονομεύει την διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στον απόηχο της πρόσφατης έκκλησης της ΕΒΙΚΕΝ για λήψη μέτρων ώστε να καλυφθεί το «χάντικαπ» των υψηλότερων τιμών ενέργειας με τις οποίες επιβαρύνονται οι ενεργοβόρες βιομηχανίες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη σε σχέση με τις ανταγωνίστριές τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη ότι άλλες χώρες της περιοχής όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ιταλία έχουν αναλάβει προσφάτως υποστηρικτικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Με επιστολή της προς τις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις της Κομισιόν, η ΕΒΙΚΕΝ μαζί με τους συνδέσμους των ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας ζήτησε την παράταση τουλάχιστον έως το τέλος του έτους του μηχανισμού TCTF, δηλαδή του σχήματος κρατικών ενισχύσεων που επέτρεπε τη στήριξη των βιομηχανιών από τις παρενέργειες της πράσινης μετάβασης και της ενεργειακής κρίσης, Την παράταση του TCTF έως το 2030 έχει ζητήσει από την πρόεδρο της Επιτροπής και ο απερχόμενος Καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς.

Και ο ΣΕΒ όμως που έχει ευρύτερη εμβέλεια έχει αναδείξει επανειλημμένα το υψηλό ενεργειακό κόστος ως ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια που αντιμετωπίζουν τα μέλη του. Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, ο κ. Σκυλακάκης δήλωσε απαντώντας σε σχετικά ερωτήματα εκπροσώπων του Συνδέσμου ότι δυνατότητα επιδοτήσεων προς τις μεγάλες βιομηχανίες στην παρούσα φάση δεν υπάρχει, με το ΥΠΕΝ να επικεντρώνεται στην παρούσα φάση στο σχήμα της επιδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναδρομικά από τον Δεκέμβριο και έως τον Φεβρουάριο. Η ανάγκη στήριξης των μικρομεσαίων (και των νοικοκυριών) και για τον επόμενο μήνα προεξοφλείται από την πορεία των χονδρεμπορικών τιμών ρεύματος, που κινούνται μια εβδομάδα πριν κλείσει ο Ιανουάριος λίγο κάτω από τα 140 ευρώ, σε υψηλότερα επίπεδα δηλαδή σε σχέση με το κλείσιμο του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου.

Ο υπουργός ΠΕΝ κατά τις ίδιες πληροφορίες τόνισε πως «όσα μπορούμε να δώσουμε στη βιομηχανία, τα δώσαμε», κάνοντας ειδική μνεία στην αύξηση του ποσοστού των εσόδων από τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων για την αντιστάθμιση του κινδύνου διαρροής άνθρακα τόσο για το 2023 (από το 16% σε 19,1%, με την σχετική Υπουργική Απόφαση να εκδίδεται προ ημερών) όσο και για το 2024 (από 17% στο 25%), με την επιπλέον στήριξη για την διετία 2023-2024  να ανέρχεται σε περίπου 130 εκατ. ευρώ και το συνολικό ποσό για το carbon leakage για την ίδια περίοδο να διαμορφώνεται σε λίγο κάτω από 600 εκατ. ευρώ.

Περιμένοντας την Ευρώπη για μακροπρόθεσμες λύσεις

Ο κ. Σκυλακάκης υποστήριξε ακόμα ότι οι πιο μακρόπνοες λύσεις για την μείωση του ενεργειακού κόστους των ελληνικών βιομηχανιών «περνούν» από την Ευρώπη, καθώς οι στρεβλώσεις που γεννούν τις αυξημένες επιβαρύνσεις στην Ελλάδα πηγάζουν εν πολλοίς από διαρθρωτικά προβλήματα τις ευρωπαϊκής αγορά ηλεκτρισμού που είναι ενιαία μόνο κατ’ όνομα, όπως υπογράμμισε και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία επιστολή του προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Σημείωσε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα πρόβλεψης για το πού πάνε τα πράγματα, καθώς αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται διαμορφωμένη ευρωπαϊκή πολιτική για τα επόμενα χρόνια και είναι πλέον σαφές ότι οι βασικές παράμετροι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας επανεξετάζονται, όπως υπονόησε εμμέσως πλην σαφώς και ο κ. Μητσοτάκης κατά τις τελευταίες του δηλώσεις όπου είπε –μεταξύ άλλων- ότι «Στο ερώτημα αν πρέπει η πράσινη μετάβαση να υλοποιηθεί με ρυθμό που θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή βιομηχανία, θα την καταστήσει λιγότερο ανταγωνιστική και θα την επιβαρύνει με περιττές ρυθμίσεις, η απάντηση είναι σαφώς όχι». Ανέδειξε μάλιστα την ανάγκη «να βρεθεί μια νέα ισορροπία όσον αφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο».

Τα πρώτα μηνύματα για τη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνεται προκύπτουν από το ανακοινωθέν της συνόδου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο την εβδομάδα που πέρασε, με κεντρική «γραμμή» ότι η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι πλέον προτεραιότητα –στο κάδρο των προκλήσεων που δημιουργεί η εκλογή Τραμπ- και ότι το νέο κύμα πολιτικών για την υλοποίηση των κλιματικών στόχων της ΕΕ δεν θα οδηγεί σε καμία περίπτωση σε αποβιομηχάνιση της Ευρώπης. Υπό αυτό το πρίσμα θα εξετάζονται πλέον όλα τα μέτρα, από τον διασυνοριακό φόρο άνθρακα (CBAM) έως την αναμόρφωση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων. Πρόκειται όμως για μια διαδικασία που θα απαιτήσει χρόνο και σε κάθε περίπτωση θα εκκινήσει μετά την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης στη Γερμανία. Έως τότε, η ελληνική βιομηχανία καλείται να συνεχίσει να λειτουργεί σε ένα δύσκολο περιβάλλον βασισμένη στις δικές της δυνάμεις, χωρίς να ελπίζει σε «εθνικές» λύσεις μακράς πνοής για το ενεργειακό κόστος…

To Δελτίο Τύπου του ΣΕΒ:

Οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και με μεγάλη μεταβλητότητα από ημέρα σε ημέρα και από μήνα σε μήνα, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα για τις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών και κλάδων. Η διασφάλιση ενός προβλέψιμου και ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας για όλες τις επιχειρήσεις, αποτελεί παράγοντα επιβίωσής τους και προϋπόθεση για την ανθεκτικότητα και την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Τα παραπάνω συμπυκνώνουν τα ζητήματα που έθεσαν τα μέλη του ΣΕΒ προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θεόδωρο Σκυλακάκη, στο πλαίσιο του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025.

Τα μέλη του ΣΕΒ συζήτησαν απευθείας με τον Υπουργό τα κρίσιμα αυτά θέματα και κατέθεσαν ερωτήσεις και προβληματισμούς εστιάζοντας τόσο στην ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για τις επιχειρήσεις, της μέσης τάσης, αλλά και για τις ενεργοβόρες, όσο και στις αναγκαίες πρωτοβουλίες της πολιτείας.

Κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση, ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος επισήμανε τις ανάγκες των επιχειρήσεων τονίζοντας ότι παρά τους ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας, το διεθνές περιβάλλον γίνεται όλο και πιο περίπλοκο και απρόβλεπτο και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πολλές νέες προκλήσεις. Μια από τις κρισιμότερες αφορά στην ενέργεια. Το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό αλλά, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη παρουσιάζεται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και υψηλότερες τιμές. Η μεγάλη μεταβλητότητα διογκώνει το πρόβλημα, καθιστά αδύνατη κάθε πρόβλεψη και αφαιρεί τη δυνατότητα προγραμματισμού επενδύσεων και αποτελεσματικής κοστολόγησης των προϊόντων για σύναψη συμβολαίων άνω των 6 μηνών. Υπογράμμισε τη θωράκιση των επιχειρήσεων ως επιτακτική και επείγουσα ανάγκη, καθώς το υψηλό κόστος ενέργειας μειώνει την ανταγωνιστικότητα και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό.

Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Θόδωρος Σκυλακάκης τόνισε πως στην παρούσα συγκυρία, ευρωπαϊκή και διεθνή, είναι εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια προβλεψιμότητας.  Αυτό συμβαίνει -όπως εξήγησε- διότι  η αγορά της ενέργειας επηρεάζεται άμεσα και σημαντικά από παράγοντες που η χώρα μας δεν μπορεί να ελέγξει, καθώς αποτελούν δομικές συνιστώσες της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, όπως είναι για παράδειγμα οι τιμές του φυσικού αερίου. Επιπρόσθετα, ο Υπουργός τόνισε πως η κυβέρνηση, από την πλευρά της, προωθεί, συστηματικά, επενδύσεις σε δίκτυα, διασυνδέσεις, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και μπαταρίες, ενώ παράλληλα συνεχίζει να στηρίζει το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο, αλλά και νέες υδροηλεκτρικές μονάδες. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα φανεί σταδιακά στη διάρκεια των επόμενων δύο ετών και στη συνέχεια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο όλες οι επιχειρήσεις καλούνται να επωφεληθούν από τα υφιστάμενα εργαλεία και τους μηχανισμούς στήριξης.

Διαβάστε ακόμη