Σε μια νέα εποχή βιωσιμότητας φαίνεται ότι σταδιακά εισέρχεται η τσιμεντοβιομηχανία στην Ελλάδα. Η εν λόγω βιομηχανία, σήμερα θεωρείται μια από τις πιο ενεργοβόρες και ρυπογόνες παγκοσμίως, καθώς η παραγωγή τσιμέντου απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας και εκλύει σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα (CO₂). Έως το τέλος της δεκαετίας, ωστόσο οι εταιρείες ΗΡΑΚΛΗΣ και ΤΙΤΑΝ που πρωταγωνιστούν στο χώρο, σχεδιάζουν επενδύσεις εκατομμυρίων σε μια προσπάθεια παραγωγής «πράσινων» προϊόντων και μείωσης των εκπομπών άνθρακα.
Στο πλαίσιο, στο συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών που πραγματοποιήθηκε προ ημερών, οι διευθύνοντες σύμβουλοι του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ και ΤΙΤΑΝ ανέλυσαν τα βήματα που πρέπει να γίνουν και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, ώστε να «πρασινίσει» η τσιμεντοβιομηχανία στην Ελλάδα. Ένα εγχείρημα που σύμφωνα και με τις δύο πλευρές παραμένει εξαιρετικά δύσκολο και απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια από τη βιομηχανία, την κυβέρνηση και την κοινωνία.
Συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Χανής, διευθύνων σύμβουλος της ΗΡΑΚΛΗΣ, ανακοίνωσε ότι το πρώτο τσιμέντο «μηδενικών ρύπων» θα κυκλοφορήσει στην αγορά το 2029. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης στρατηγικής επενδύσεων που ξεπερνά τα 600 εκατομμύρια ευρώ έως το 2027. Ένα από τα σημαντικότερα έργα που υλοποιεί ο όμιλος είναι η επένδυση ύψους 350 εκατομμυρίων ευρώ στο εργοστάσιο του Μηλακίου, η οποία στοχεύει στη δέσμευση ενός εκατομμυρίου τόνων CO₂ ετησίως, συγχρηματοδοτούμενη από το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ.
Ο κ. Χανής επισήμανε την ταχεία πρόοδο προς την υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με το ποσοστό χρήσης να φτάνει ήδη στο 45% και να αναμένεται να αγγίξει το 90% έως το 2028. Παράλληλα, η χρήση αποβλήτων από εκσκαφές και κατεδαφίσεις για την παραγωγή τσιμέντου ενισχύει το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της εταιρείας, με 150.000 τόνους τέτοιων υλικών να αναμένεται να αξιοποιηθούν μόνο το 2024.
Σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στα προϊόντα της ΗΡΑΚΛΗΣ, με τη σταδιακή απόσυρση του τσιμέντου τύπου 1 και την παρουσίαση νέων τύπων τσιμέντου με μειωμένο ανθρακικό αποτύπωμα, χωρίς να θυσιάζεται η αντοχή.
Στον ίδιο «πράσινο» δρόμο κινείται και ο όμιλος ΤΙΤΑΝ, με τον Γιάννη Πανιάρα, Διευθυντή Δραστηριοτήτων Ευρώπης, να ανακοινώνει την ανάπτυξη του project «IFESTOS» στο εργοστάσιο του Καμαρίου στη Βοιωτία. Με επιδότηση 234 εκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ, το έργο στοχεύει στην παραγωγή 3 εκατομμυρίων τόνων τσιμέντου μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα ετησίως.
Ο Πανιάρας τόνισε τη σημασία της ανακύκλωσης και της χρήσης υλικών κατεδαφίσεων στην παραγωγή τσιμέντου, ενώ ανέφερε ότι ο ΤΙΤΑΝ επενδύει σε σκυροδέματα με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στον χρόνο. Επίσης, έδωσε έμφαση στη δυνατότητα επενδύσεων μέσω ομολόγων συνδεδεμένων με ρήτρα αειφορίας, ενισχύοντας τη δέσμευση του ομίλου για βιώσιμη ανάπτυξη.
Παρά τις προσπάθειες, όπως σχολίασε, η ελληνική αγορά παραμένει πίσω από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αν και είναι μπροστά από τις ΗΠΑ. Ο ΤΙΤΑΝ, ωστόσο, συνεχίζει να αναπτύσσει λύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς, παρακολουθώντας στενά τις ραγδαίες εξελίξεις στον κλάδο.
Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα προς την υιοθέτηση βιώσιμων τεχνολογιών, τα προβλήματα παραμένουν σημαντικά και πολύπλευρα. Για παράδειγμα, η επένδυση σε πράσινες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS), θεωρείται η επόμενη μεγάλη λύση για τη μείωση των εκπομπών. Ωστόσο, το υψηλό κόστος αυτών των τεχνολογιών, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα γύρω από την εφαρμογή τους σε βιομηχανική κλίμακα, δημιουργεί σημαντικά εμπόδια για τις επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρότερες ελληνικές βιομηχανίες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες στην υιοθέτηση τέτοιων καινοτομιών.
Υπάρχουν επίσης ρυθμιστικά και νομοθετικά εμπόδια, καθώς παρά το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιβάλλει τη μείωση των εκπομπών και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, στην Ελλάδα παρατηρούνται συχνά καθυστερήσεις στην εφαρμογή των σχετικών μέτρων. Η γραφειοκρατία και οι χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης αποτελούν ένα επιπλέον εμπόδιο στην προσπάθεια των εταιρειών να εφαρμόσουν πιο πράσινες πρακτικές.
Ωστόσο, η μετάβαση σε νέες τεχνολογίες και πιο φιλικές προς το περιβάλλον διαδικασίες απαιτεί προσωπικό με εξειδικευμένες γνώσεις. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη κατάρτισης και εξειδίκευσης στον τομέα, γεγονός που δυσκολεύει τις βιομηχανίες να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες για καινοτομία και βιώσιμη ανάπτυξη.
Διαβάστε ακόμη