Παρά το γεγονός πως το σκέλος των επιδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση, στο δανειακό σκέλος υπήρξε σειρά θετικών εξελίξεων. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ελληνικό μοντέλο δανείων με στήριξη από κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, που κυκλοφόρησε αυτή την εβδομάδα, δείχνει πως το σχέδιο που κατάρτισαν ο τότε αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεοδ. Σκυλακάκης και ο τότε διοικητής του Ταμείου Ανάκαμψης Νίκος Μαντζούφας αποφέρει καρπούς. Η διθυραμβική έκθεση της Κομισιόν για το ελληνικό πρόγραμμα δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης κάνει ιδιαίτερη μνεία στη σημαντική συμβολή τους σε ΑΕΠ και επενδύσεις. Στην έκθεση τονίζεται πως το μοντέλο που υιοθετήθηκε για την προώθηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης ήταν πολύ κοντά στο μοντέλο που εφαρμόστηκε σχεδόν προ δεκαετίας για το κοινοτικό πρόγραμμα Jessica, που στήριζε δάνεια ή εγγυήσεις για έργα αστικών αναπλάσεων (πρόεδρος του μηχανισμού για το Jessica ήταν ο Ν. Μαντζούφας). Πρόκειται για επισήμανση της Κομισιόν που δείχνει πως η συνέχεια του κράτους μπορεί να έχει εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα.
Έως τα τέλη Μαρτίου 2024, τα συμμετέχοντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν υπογράψει 280 συμβάσεις δανείων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, για συνολικό ποσό δανείων 4,8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί στα τρία τέταρτα (73,4%) των κοινοτικών κονδυλίων για δάνεια μέσω του Ταμείου που μεταφέρθηκαν στις τράπεζες μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Λαμβάνοντας υπόψη τη συγχρηματοδότηση και από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ο εταιρικός δανεισμός που κινητοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ταμειακής Διευκόλυνσης ανήλθε σε 8,5 δισ. ευρώ. Με την προσθήκη της ίδιας συμμετοχής των εταιρειών (ίδια κεφάλαια κ.λπ.), το συνολικό ύψος των επενδύσεων που χρηματοδοτήθηκαν μέσω της Δανειακής Διευκόλυνσης φτάνει τα 11 δισ. ευρώ. Επί του συνολικού αυτού ποσού, το 42,7% έχει χρηματοδοτηθεί απευθείας μέσω δανείων RRP, το 33,8% από συγχρηματοδοτούμενα δάνεια, ενώ το 23,5% έχει καλυφθεί από ίδια συμμετοχή επιχειρήσεων. Από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκύπτει πως το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων επενδύσεων αφορά την πράσινη μετάβαση (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και η ηλεκτροκίνηση) με ποσοστό 36,4%, ενώ η ψηφιακή μετάβαση και η επέκταση της βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας ήταν ο δεύτερος και ο τρίτος τομέας όσον αφορά το μερίδιο των επενδύσεων, με ποσοστό 24,3% και 21,8%, αντίστοιχα. Μικρότερα ποσοστά προορίζονται για επενδύσεις σε ακίνητα και logistics.
Τα δάνεια αφορούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συνοδεύει το αίτημα της κυβέρνησης για τη χορήγηση – πέραν των άμεσων επιδοτήσεων ύψους 18 δισ. ευρώ – δανειακών κεφαλαίων που θα στηρίξουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από το 2022 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα δάνεια που εγκρίθηκαν μέσω του Ταμείου αντιπροσώπευαν περισσότερο από το ένα πέμπτο του νέου εταιρικού δανεισμού στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει η έκθεση, οι όροι των συγκεκριμένων δανείων είναι ευνοϊκότεροι από τους όρους της αγοράς, γεγονός που συνέβαλε στην άμβλυνση των επιπτώσεων της αύξησης των επιτοκίων και στη στήριξη της ζήτησης εταιρικών πιστώσεων. Εκτιμούμε ότι το πλεονέκτημα της τιμής (του επιτοκίου) ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 4,1 ποσοστιαίες μονάδες, το οποίο είναι υψηλότερο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Η παρουσίαση αναφέρει πως οι ιδιωτικές επενδύσεις μπορεί να αυξηθούν σημαντικά και ο σωρευτικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ μεταξύ 2022 και 2030, από τις επενδύσεις που θα γίνουν με τα δάνεια του Ταμείου, εκτιμάται ότι θα φθάσει το 5,3% σε σύγκριση με ένα σενάριο χωρίς Δανειακή Διευκόλυνση.
Η ελληνική οικονομία υποφέρει από διαρθρωτικά χαμηλές επενδύσεις εδώ και πολλά χρόνια επισημαίνει η Κομισιόν. Η κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους – η οποία ξεκίνησε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/2008 – συνοδεύτηκε από μια μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης, ενώ είχε αρνητικές επιπτώσεις στη δυναμική των επενδύσεων. Ο συνολικός δείκτης επενδύσεων, ο οποίος κυμάνθηκε γύρω στο 24% του ΑΕΠ, δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με τον μέσο όρο στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ μεταξύ 2000 και 2007, μειώθηκε σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Αυτή η πτώση προήλθε από έναν συνδυασμό ραγδαίας επιδείνωσης των συνθηκών χρηματοδότησης, δυσμενών προοπτικών ανάπτυξης, αυξημένης αβεβαιότητας για το μέλλον, απότομης πτώσης της ζήτησης και χαμηλής κερδοφορίας. Εξίσου επλήγησαν η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία οι οποίες παρουσίασαν σοβαρή πτώση των πραγματικών επενδύσεων κατά τα πρώτα στάδια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά, σε αυτές τις χώρες, η πτώση ήταν μικρότερη και τα επίπεδα επενδύσεων ανέκαμψαν πολύ πιο γρήγορα.
Ωστόσο, η εικόνα είναι πλέον διαφορετική. Με τη συνδρομή των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, ο εταιρικός δανεισμός διατηρήθηκε σε καλά επίπεδα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η σύσφιξη των νομισματικών συνθηκών από τις αρχές του 2022 και η παράλληλη αύξηση της αβεβαιότητας λόγω των αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων έχουν πυροδοτήσει επιβράδυνση του δανεισμού των επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η καθαρή πιστωτική ροή (η μεταβολή του εταιρικού πιστωτικού αποθέματος) μειώθηκε στη χώρα, αλλά παρέμεινε πολύ πάνω από το επίπεδο που καταγράφηκε στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Οι νέες εκταμιεύσεις δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παραμένουν επίσης πολύ πάνω από τον ετήσιο μέσο όρο της περιόδου 2015-2019, παρά την ορισμένη μείωση το 2023. Η χρηματοδότηση αντιπροσώπευε σχεδόν το ένα πέμπτο της συνολικής εταιρικής πιστωτικής ροής μεταξύ των μέσων του 2022 και του πρώτου τριμήνου του 2024.
Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών δείχνουν ότι η πρόσβαση στη χρηματοδότηση έχει βελτιωθεί από την έναρξη της Δανειακής Διευκόλυνσης: ο καθαρός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις ξεπέρασε τις επιδόσεις των ομοτίμων χωρών και η πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις έχει επίσης βελτιωθεί. Τα στοιχεία της έρευνας υποδηλώνουν βελτίωση στην πρόσβαση των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση το 2023. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν ότι ήταν οικονομικά περιορισμένες μειώθηκε στο μισό σε 7,9% το 2023, φέρνοντας τον ελληνικό δείκτη κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ του 6,1%. Η επενδυτική δυναμική ενισχύθηκε από τα τέλη του 2020 και μεταξύ του 4ου τριμήνου 2022 και του δεύτερου τριμήνου 2023 και ο τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ξεπέρασε ακόμη και αυτών των ομοτίμων (αν και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό από την κατασκευή κατοικιών και συνοδεύεται από σημαντική αύξηση στη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας).
Από τα μέσα του 2022 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα δάνεια «RRP Loan Facility» αντιπροσώπευαν περισσότερο από το ένα πέμπτο (20,5%) των νέων επιχειρηματικών δανείων που εκδόθηκαν. Σχεδόν οι μισές από τις δανειακές συμβάσεις (48,6%) υπογράφηκαν με μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όσον αφορά τον όγκο, τα δάνεια RRP προς ΜμΕ σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των υπογεγραμμένων δανείων RRP ήταν 17,5%. Η αναλογία αυτή είναι κάπως χαμηλότερη από την αναλογία που παρατηρήθηκε για τον τραπεζικό δανεισμό (21%) κατά το έτος πριν από την έναρξη της δανειακής διευκόλυνσης, πράγμα που σημαίνει ότι η διευκόλυνση υπολείπεται κάπως της αγοράς όσον αφορά την παροχή πρόσβασης σε χρηματοδότηση για τις ΜμΕ. Όπως αναφέρει η έκθεση πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το μέσο μέγεθος των δανείων προς τις ΜμΕ στο πλαίσιο της δανειακής διευκόλυνσης είναι σχετικά υψηλό (5,4 εκατ. ευρώ) , γεγονός που υποδηλώνει ότι, πέραν των μεγάλων επιχειρήσεων, πρόκειται κυρίως για μεσαίου μεγέθους εταιρείες και οι μικρές επιχειρήσεις στο ανώτερο άκρο του φάσματος μεγέθους του σύμπαντος των εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης που έχουν κάνει χρήση αυτών των δανείων μέχρι στιγμής.