Το ΕΒΕΑ, σε συνεργασία με την εταιρεία Deloitte, πραγματοποίησε έρευνα με αντικείμενο την αποτύπωση του αισθήματος του «σφυγμού» του ελληνικού επιχειρείν, στην οποία κάλεσε τα μέλη του να λάβουν μέρος. Η εν λόγω πρωτογενής έρευνα θα διεξάγεται ανά τρεις μήνες.
Η υλοποίηση της έρευνας είχε ως στόχο την αποτίμηση της αναπτυξιακής δυναμικής των επιχειρήσεων – μελών του ΕΒΕΑ, στους κλάδους δραστηριοποίησής τους, κατά το τελευταίο τρίμηνο (Οκτ. – Δεκ. 2023). Ειδικότερα, η εν λόγω έρευνα, που θα επαναλαμβάνεται ανά τρίμηνο, αποσκοπεί στη «χαρτογράφηση» και αποτύπωση του κλίματος που επικρατεί στις επιχειρήσεις του αντίστοιχου οικοσυστήματος, αναδεικνύοντας παράλληλα, τα βασικά ζητήματα που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ελληνική επιχειρηματικότητα, με έμφαση στην εξαγωγική δραστηριότητα και στην ψηφιακή και πράσινη μετάβασή τους.
Στην πρώτη περίοδο αναφοράς της έρευνας, συμμετείχαν περίπου 200 μικρομεσαίες επιχειρήσεις όλων των κλάδων της οικονομίας και ποικίλων νομικών μορφών. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συγκροτούν τη συντριπτική πλειονότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και στην παρούσα έρευνα αποτελούν τον «πυρήνα» του δείγματος. Ως εκ τούτου, αποτελούσε προτεραιότητα της συγκεκριμένης έρευνας η καταγραφή των απόψεων της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας γύρω από ευκαιρίες και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, με έμφαση σε δύο θεματικές ενότητες: εξαγωγική δραστηριότητα και ψηφιακή / πράσινη μετάβαση.
Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας ανά θεματική περιοχή ανάλυσης:
Εξαγωγική δραστηριότητα
Ως προς την εξαγωγική τους δραστηριότητα, είναι θετικό ότι η μεγάλη πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων έχουν ή σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα και εμφανίζονται πιο εξωστρεφείς από τις πολύ μικρές. Σε αυτό το πλαίσιο, περίπου 2 στις 3 εξαγωγικές επιχειρήσεις εξάγουν σε 1-10 αγορές σήμερα. Σε επίπεδο κλάδου, ιδιαίτερα αναπτυγμένη εξαγωγική δραστηριότητα ή πρόθεση για απόκτησή της, έχουν οι επιχειρήσεις των κλάδων του χονδρικού εμπορίου και της μεταποίησης, ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, των κατασκευών, των υπηρεσιών, των ΤΠΕ, δεν έχουν ή δε σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα. Ως προς τα σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σχετικά με την ανάπτυξη της εξαγωγικής τους δραστηριότητας, εκείνα απορρέουν από κρίσεις και αναταράξεις στη διεθνή σκηνή (43%), την έλλειψη κατάλληλα καταρτισμένου προσωπικού (37%) και τη δυσκολία αξιοποίησης πιθανών ευκαιριών (36%). Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα θετικό ότι περίπου το 70% των επιχειρήσεων διαβλέπουν σταθερότητα και ελαφριά ενίσχυση της εξαγωγικής τους δραστηριότητας, κατά το προσεχές διάστημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειονότητα των μεσαίων επιχειρήσεων (~60%) δηλώνει ότι θα επέλθει ελαφριά ενίσχυση των εξαγωγών τους.
Ψηφιακή & πράσινη μετάβαση
Αναφορικά με την ψηφιακή μετάβαση, για περισσότερες από 4 στις 5 επιχειρήσεις, αυτή θεωρείται πολύ σημαντική για την εξασφάλιση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και περισσότερες από 3 στις 5 δηλώνουν ότι διαθέτουν – σε ικανοποιητικό βαθμό – την απαραίτητη τεχνογνωσία για συναφή θέματα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ο βαθμός σημαντικότητας του ψηφιακού μετασχηματισμού εμφανίζεται ανάλογος του μεγέθους της επιχείρησης – οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να συγκαταλέγουν την ψηφιακή μετάβαση μεταξύ των πλέον κυριαρχικών στρατηγικών τους, ενώ οι μικρότερες φαίνεται να αναγνωρίζουν σε μικρότερο βαθμό τα οφέλη της ψηφιακής ωριμότητας. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι μικροί επιχειρηματίες δεν επενδύουν τόσο εύκολα σε έργα με τα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, γεγονός που συνδέεται με την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων σε αυτές τις επιχειρήσεις.
Σχετικά με την πράσινη μετάβαση, τομέας που είναι μείζονος σημασίας για περίπου το 60% των επιχειρήσεων, αξιοσημείωτο είναι ότι το 55% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία σχετικά με το θέμα, σε ικανοποιητικό βαθμό. Ιδίως οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν πολύ πιο περιορισμένη τεχνογνωσία σε θέματα πράσινης μετάβασης. Ως εκ τούτου, φαίνεται πως οι περισσότερες εξ αυτών αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες κατά τη μετάβασή τους σε πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα.
Όσον αφορά στην επάρκεια των υφιστάμενων κινήτρων για ψηφιακές και πράσινες επενδύσεις, η πλειονότητα των επιχειρήσεων και ιδίως των πολύ μικρών, δεν είναι πολύ ικανοποιημένες. Πιο συγκεκριμένα, 8 στις 10 πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν θεωρούν επαρκή τα κίνητρα που σχετίζονται με τις πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι υπάρχει διαθέσιμη πληθώρα τέτοιων κινήτρων, γίνεται σαφής η ανάγκη για ενίσχυση των σχετικών δράσεων διάχυσης και επικοινωνίας.
Προτάσεις για ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας
Στο πλαίσιο της έρευνας, οι εταιρείες κλήθηκαν να παραθέσουν τις προτάσεις τους για την ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, από τις οποίες προέκυψε ως κύρια ανάγκη των ερωτηθέντων, η μείωση της γραφειοκρατίας, ο εξορθολογισμός της φορολογίας, η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και η σταθεροποίηση του νομικού πλαισίου. Άλλωστε, η συμμόρφωση με κανονισμούς και διοικητικές διατυπώσεις επηρεάζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις περισσότερο από τις μεγάλες λόγω των περιορισμένων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων τους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά μέσο όρο, μια μεγάλη εταιρεία δαπανά 1 ευρώ ανά εργαζόμενο για να συμμορφωθεί με το ρυθμιστικό πλαίσιο, μια μεσαία επιχείρηση ξοδεύει περίπου 4 ευρώ και μια μικρή επιχείρηση δαπανά έως και 10 ευρώ.
Επιπλέον, η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση / τραπεζικό δανεισμό και η μείωση του κόστους χρηματοδότησης αναδεικνύονται σε εξίσου καθοριστικούς παράγοντες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παρατηρείται η ανάγκη, επίσης, για περισσότερες δυνατότητες ένταξης των επιχειρήσεων σε προγράμματα ανάπτυξης είτε για ψηφιακό επιχειρείν είτε για πράσινη μετάβαση, έτσι ώστε να συντείνουν στην επίτευξη του μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματός τους στο μέλλον.