Ελάχιστοι πιστεύουν πως μπορούν να καλυφθούν οι νέες απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενεργειακή εξοικονόμηση κτιρίων, αλλά είναι σίγουρο πως οι επενδύσεις θα αυξηθούν σημαντικά. Γι’ αυτό το λόγο στρίβουν προς τις ενεργειακές υπηρεσίες και οι εταιρείες διαχείρισης εγκαταστάσεων όπως η Cordia, ο μεγαλύτερος παίκτης του κλάδου στην Ελλάδα. Η Cordia ελέγχεται από την επενδυτική εταιρεία SMERC του Νίκου Καραμούζη και εκτός από την εγκατάσταση φορτιστών ηλεκτρικών αυτοκινήτων και φωτοβολταϊκών σε κτίρια κινείται προς τις συμβουλευτικές υπηρεσίες για εξοικονόμηση ενέργειας, ακόμα και τη διαχείριση απορριμμάτων και αποβλήτων.
Ο κλάδος των τεχνικών υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ενεργειακές, είναι σήμερα ο μικρότερος τομέας του facility management και υπολογίζεται σε περίπου 300 εκατ. ευρώ το χρόνο. Οι υπηρεσίες καθαρισμού έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο με 650 εκατ. ευρώ και οι υπηρεσίες ασφάλειας βρίσκονται στη δεύτερη θέση με 450 εκατ. ευρώ ετησίως. Η σημερινή αγορά διαχείρισης εγκαταστάσεων φτάνει δηλαδή τα 1,4 δισ. ευρώ με δυνατότητες ανάπτυξης κυρίως στον τομέα των ενεργειακών υπηρεσιών. Γι’ αυτό κινούνται προς τα εκεί οι ισχυροί του κλάδου. Η Cordia είναι η μεγαλύτερη εταιρεία με έσοδα 107 εκατ. ευρώ το 2023.
Οι προβλέψεις του ΕΣΕΚ
Σύμφωνα με το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το ετήσιο ποσοστό των κτιρίων κατοικίας, το οποίο θα αναβαθμιστεί ενεργειακά, θα αυξηθεί σε 1,4% το έτος 2030 (αντιστοιχεί σε περίπου 79 χιλ. κτίρια ετησίως) από 0,8% σήμερα (αντιστοιχεί σε περίπου 47 χιλ. κτίρια ετησίως)οδηγώντας τελικά στην ενεργειακή ανακαίνιση του 19% των κτιρίων κατοικίας. Ο ρυθμός ανακαίνισης αναμένεται να αυξηθεί σε 1,7% το έτος 2050 συμβάλλοντας συνολικά στην ενεργειακή αναβάθμιση του 43% των κτιρίων κατοικίας. Αντίστοιχα, ο ρυθμός ανακαίνισης των κτιρίων του τριτογενή τομέα θα αυξάνεται ετησίως ώστε να διπλασιαστεί σε 0,8% το έτος 2030 συγκριτικά με σήμερα βελτιώνοντας την ενεργειακή απόδοση του 53% των συνολικών κτιρίων.
Ο ρυθμός ανακαίνισης αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα έως το έτος 2050 διασφαλίζοντας την ενεργειακή αναβάθμιση του 78% των κτιρίων του τριτογενή τομέα συνολικά. Κατά το ΕΣΕΚ «αναμένεται να ενταθεί ο ρυθμός ανέγερσης νέων κτιρίων από 0,18% του κτιριακού αποθέματος το έτος 2030 σε 0,27% το έτος 2050 συμβάλλοντας καθοριστικά στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού τομέα και στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του κτιριακού αποθέματος».
Υπό το πρίσμα αυτό ήδη έχουν εφαρμοστεί προγράμματα ανακαίνισης του κτιριακού αποθέματος. Στον τομέα των κατοικιών τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης συνέβαλαν σε αύξηση κατά 67% στις ενεργειακά αναβαθμισμένες κατοικίες έναντι του έτους 2019. Ο εγκεκριμένος αριθμός αιτήσεων το έτος 2022 ανέρχεται σε 95.000 κατοικίες και οι ολοκληρωμένες παρεμβάσεις σε κτίρια κατοικιών το έτος 2023 ανέρχονται σε 86.545. Τα προγράμματα για ανακαίνιση κατοικιών τη διετία 2020-2022 παρείχαν τη δυνατότητα κάλυψης παρεμβάσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης για 126.000 δυνητικούς ωφελούμενους. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος με τη μόχλευση μόνο για το έτος 2021 ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ. Ο αντίστοιχος προϋπολογισμός για το πρόγραμμα τους έτους 2023 ανέρχεται σε 973 εκατ. ευρώ.
Για τον τομέα των δημοσίων κτιρίων έχουν τεθεί σε ισχύ κανονιστικές προβλέψεις για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος, όπως είναι οι ακόλουθες:
- Μετά τις 01/01 2023 όλα τα κτίρια που στεγάζουν δημόσιες αρχές θα πρέπει να κατατάσσονται στην ενεργειακή κατηγορία Β και άνω σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ).
- Κάθε νέα μίσθωση ή αγορά κτιρίου ή κτιριακής μονάδας από φορείς της κεντρικής κυβέρνησης, από 01/01/2026, πρέπει να είναι σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας (ενεργειακή κατηγορία Α και άνω).
- Για κάθε κτίριο ή κτιριακή μονάδα που διατίθεται προς πώληση ή προς εκμίσθωση από 01/06/2021, δηλώνεται ο δείκτης ενεργειακής απόδοσης του πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης σε όλες τις εμπορικές διαφημίσεις.
Παράλληλα υλοποιείται το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ, το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση του υποδειγματικού ρόλου του Δημοσίου αναφορικά με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, στην ικανοποίηση του στόχου της ετήσιας ενεργειακής ανακαίνισης ποσοστού 3% της ωφέλιμης επιφάνειας των κτιρίων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης, καθώς και στην επίτευξη του εθνικού στόχου ενεργειακής απόδοσης. Ο προϋπολογισμού του προγράμματος ανέρχεται σε 620 εκατ. ευρώ για την υλοποίηση παρεμβάσεων στο κέλυφος και στα τεχνικά συστήματα κτιρίων του δημοσίου, ενώ ήδη επί συνόλου 264 αιτήσεων έχουν εγκριθεί 79 αιτήσεις για 130 κτίρια και βρίσκονται σε στάδιο ελέγχου οι αιτήσεις για άλλα 127 κτίρια.
Τέλος, η χρήση συστημάτων ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη (κυρίως αντλίες θερμότητας και θερμικά ηλιακά συστήματα) θα ενισχυθεί μέσω της συνδυαστικής αξιοποίησης διαφορετικών μέτρων πολιτικής σε πλήρη συμμόρφωση με τις προβλέψεις της περιεκτικής αξιολόγησης για την προώθηση της αποδοτικής θέρμανσης και ψύξης. Για την προώθηση συστημάτων ΑΠΕ, αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες και υλοποιήθηκαν προγράμματα για την αντικατάσταση των παλαιών και ενεργοβόρων συσκευών με νέες, και ενεργειακά πιο αποδοτικές με σκοπό τη μετάβαση των νοικοκυριών σε λύσεις πιο οικονομικές, περισσότερο αποδοτικές αλλά και πιο φιλικές προς το περιβάλλον.