Η τελευταία έκδοση της ετήσιας παγκόσμιας έκθεσης της ΕΥ, Global Climate Risk Barometer, αναδεικνύει μία έντονη αποσύνδεση μεταξύ της στρατηγικής των επιχειρήσεων για το κλίμα και της συνολικής εταιρικής στρατηγικής. Παρότι έχουν αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το κλίμα, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα (47%), δε δημοσιοποιούν ένα σχέδιο μετάβασης για να υποστηρίξουν την υλοποίησή τους. Επιπλέον, το 74% των επιχειρήσεων δε συμπεριλαμβάνουν τις ποσοτικές επιπτώσεις των κλιματικών κινδύνων στις εταιρικές τους αναφορές. Παρά τη βελτίωση της κάλυψης (+6% σε ετήσια βάση) και της ποιότητας των γνωστοποιήσεων (+6%), ιδίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ο ρυθμός βελτίωσης παραμένει πολύ αργός.
Η έκθεση, που δημοσιεύεται για πέμπτη φορά, βαθμολογεί την πρόοδο που σημειώνουν οι επιχειρήσεις, τόσο ως προς την κάλυψη, όσο και ως προς την ποιότητα των γνωστοποιήσεων που σχετίζονται με το κλίμα. Εξετάζει περισσότερες από 1.500 επιχειρήσεις σε 51 χώρες, αξιολογώντας τις επιχειρήσεις με βάση τον αριθμό των γνωστοποιήσεων που δημοσιεύουν (κάλυψη) και την έκταση ή τη λεπτομέρεια κάθε γνωστοποίησης (ποιότητα), με βάση τα πρότυπα του Task Force on Climate-Related Financial Disclosures (TCFD).
Σύμφωνα με το Global Climate Risk Barometer της EY, η κάλυψη των γνωστοποιήσεων για το κλίμα, εξακολουθεί να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, έχοντας αυξηθεί από 84% το 2022 σε 90% το 2023. Ωστόσο, η ποιότητά τους παραμένει χαμηλή, στο 50%, με οριακή βελτίωση (+6% σε ετήσια βάση), κυρίως λόγω της ανάγκης προετοιμασίας για τις αυξανόμενες απαιτήσεις του νέου κανονισμού του Διεθνούς Συμβουλίου Προτύπων Αειφορίας (ISSB). Διαφαίνεται, επίσης, μία συνεχιζόμενη έλλειψη λεπτομερούς πληροφόρησης στις αναφορές αυτές, καθώς και μειωμένη αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων που τις περιβάλλουν. Το Ηνωμένο Βασίλειο (66%), η Γερμανία (62%), η Γαλλία (59%), η Ισπανία (59%) και οι ΗΠΑ (52%), αποτελούν μερικές από τις κορυφαίες αγορές ως προς την ποιότητα των γνωστοποιήσεων για το κλίμα.
Η φετινή έκδοση της έκθεσης, υπεισέρχεται σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια, διερευνώντας και τρεις νέους τομείς που θα διαμορφώσουν το τοπίο των αναφορών τα επόμενα χρόνια: το επίπεδο στο οποίο οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες που σχετίζονται με το κλίμα αντικατοπτρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων, τον σχεδιασμό της μετάβασης που αξιολογεί εάν και πώς οι επιχειρήσεις προχωρούν από την ανάληψη δέσμευσης στην εταιρική δράση, και, τέλος, την ετοιμότητα για δημοσιοποίηση πρόσθετων πληροφοριών σε σχέση με την ετοιμότητα συμμόρφωσης ή την υιοθέτηση των προς οριστικοποίηση προτύπων ISSB S2.
Εταιρικές επιδόσεις
Μόνο μία στις τρεις εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα περιλαμβάνει στις οικονομικές της καταστάσεις, μία ανάλυση της σχέσης των ποσοτικών ή ποιοτικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής με τις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις. Επιπλέον, το 42% των εταιρειών, δεν πραγματοποιούν ανάλυση σεναρίων βάσει της αλυσίδας αξίας τους και της ευρύτερης δυναμικής της αγοράς. Τέλος, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται πιο πρόθυμες να γνωστοποιήσουν τις στρατηγικές τους για τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα (77%) και λιγότερο για τις αντίστοιχες ευκαιρίες (68%), γεγονός που υποδηλώσει ότι η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να μην αντιμετωπίζεται ως κομμάτι της επιχειρηματικής ανάπτυξης.
Σχεδιασμός μετάβασης
Σχεδόν οι μισές (47%) επιχειρήσεις του δείγματος, δε γνωστοποιούν τους τρόπους με τους οποίους σκοπεύουν να ευθυγραμμίσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και τις δραστηριότητές τους με τις πιο πρόσφατες συστάσεις για το κλίμα. Στους οργανισμούς που γνωστοποιούν αντίστοιχα σχέδια (53%), δε, το επίπεδο λεπτομερούς ανάλυσης παραμένει περιορισμένο. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι επιχειρήσεις στους κλάδους που είναι εκτεθειμένοι περισσότερο στους κλιματικούς κινδύνους, όπως η ενέργεια (60%), η εξόρυξη (60%), οι μεταφορές (58%), και ο κλάδος τηλεπικοινωνιών και τεχνολογίας (57%), δημοσιεύουν τα πιο λεπτομερή σχέδια μετάβασης. Η γεωργία, ωστόσο, υστερεί, με μόλις 43% των ερωτηθέντων του κλάδου, να γνωστοποιούν οποιαδήποτε μορφή σχεδιασμού μετάβασης.
Ετοιμότητα συμμόρφωσης
Η έκθεση αποκαλύπτει ότι οι εταιρείες που έχουν κατανοήσει τη σύνδεση μεταξύ των κλιματικών κινδύνων και της στρατηγικής για την επιχειρηματική ανάπτυξη, είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να διαχειριστούν τις νέες απαιτήσεις γνωστοποιήσεων για το κλίμα, όπως τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ – IFRS) S2. Αντίθετα, εκείνες που συνεχίζουν να υιοθετούν μία προσέγγιση που βασίζεται μόνο στην ανάγκη συμμόρφωσης, είναι πιο πιθανό να δυσκολευτούν στην προσαρμογή τους στις νέες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων.
Δράσεις για το κλίμα
Η έκθεση παραθέτει τρεις κρίσιμες πρωτοβουλίες που πρέπει να εξετάσουν οι επιχειρήσεις, για να υποστηρίξουν την παγκόσμια ατζέντα για το κλίμα:
- Αλλαγή νοοτροπίας, με έμφαση στην προληπτική δράση αντί στην υποχρεωτική συμμόρφωση: Στις επιχειρήσεις με τις καλύτερες επιδόσεις, η συμμόρφωση με το ρυθμιστικό πλαίσιο για τους κλιματικούς κινδύνους, αντιμετωπίζεται ως μία ευκαιρία για κινητοποίηση και οι γνωστοποιήσεις χρησιμοποιούνται για την προώθηση σχετικών δράσεων. Στους οργανισμούς αυτούς, η λεπτομερής και συστηματική δημοσιοποίηση πληροφοριών και δεδομένων για το κλίμα, συνδυάζεται με στρατηγική και ενέργειες.
- Απανθρακοποίηση βάσει δεδομένων: Τα δεδομένα θα πρέπει να συνδέονται και να ενσωματώνονται στη διαχείριση κινδύνου, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα.
- Ενεργότερη εμπλοκή του διοικητικού συμβουλίου: Τα δεδομένα για το κλίμα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, για τη διαμόρφωση της εταιρικής στρατηγικής, με τα διευθυντικά στελέχη να υιοθετούν μία ολιστική προσέγγιση για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ολόκληρο τον οργανισμό.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η κυρία Κιάρα Κόντη, Εταίρος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Για μία ακόμη έκδοση, το Global Climate Risk Barometer της ΕΥ αναδεικνύει τις σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ επιχειρήσεων σε διαφορετικές αγορές και κλάδους της οικονομίας, ως προς την ποιότητα και την κάλυψη των εκθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό εξηγείται από τις διαφορές στην αυστηρότητα του ρυθμιστικού πλαισίου. Ωστόσο, οι εκθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο στο πλαίσιο της κανονιστικής συμμόρφωσης, αλλά και υπό το πρίσμα της επιχειρηματικής ανάπτυξης. Μέσω αυτών, οι οργανισμοί αποκρυσταλλώνουν τη στρατηγική τους για το κλίμα και διατυπώνουν με σαφήνεια τις δράσεις που αναλαμβάνουν, τους κινδύνους, αλλά και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που πρέπει να περάσουμε από την εξαγγελία δεσμεύσεων στην υλοποίησή τους. Έτσι μόνο θα μπορέσουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τόσο των μετόχων όσο και των πελατών, και να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμη ευρύτερη αξία για όλα τα ενδιαφερόμενά τους μέρη».