Μέσα σε μια δεκαετία γεωπολιτικών ανατροπών και ενεργειακής αστάθειας, η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται σε έναν από τους πλέον στρατηγικούς άξονες παγκόσμιας σημασίας. Όχι μόνο λόγω της εγγύτητας προς την ευρωπαϊκή αγορά και των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που φιλοξενεί, αλλά και επειδή σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη δοκιμάζεται στην πράξη το μοντέλο της «μετάβασης με ισορροπία». Η Ελλάδα, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και τεσσάρων αγορών, διεκδικεί πλέον έναν ενεργό ρόλο και όχι απλώς μεσολαβητικό.
Η νέα έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Φυσικού Αερίου (IGU) και του Φόρουμ Φυσικού Αερίου Ανατολικής Μεσογείου (EMGF) με τίτλο «Ο ρόλος του φυσικού αερίου στις οικονομίες της Ανατολικής Μεσογείου και η πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση» έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που μέχρι πρόσφατα ήταν προσδοκία: η χώρα μας έχει τα ατού, τις υποδομές και τις συμμαχίες για να γίνει καταλύτης στη νέα ενεργειακή εποχή της Μεσογείου.
Ο πρώτος σταθμός στη μετάβαση είναι το 2030. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έως το τέλος της δεκαετίας θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει τρεις κομβικές εξελίξεις: την εδραίωσή της ως ενεργειακός κόμβος LNG, την είσοδό της στον χάρτη της παραγωγής φυσικού αερίου, και την εγκαθίδρυση υποδομών για την αποθήκευση και διαχείριση CO₂. Η έκθεση κάνει αναφορά σε συγκεκριμένες υποδομές όπως ο σταθμός LNG στη Ρεβυθούσα, αλλά και στην πλωτή μονάδα FSRU στην Αλεξανδρούπολη της Gastrade.
Υπενθυμίζεται ότι το FSRU Αλεξανδρούπολης τέθηκε σε εμπορική λειτουργία την 1η Οκτωβρίου 2024 και πρόλαβε να υποδεχθεί τρία φορτία LNG έως τις 28 Ιανουαρίου 2025, οπότε και «βγήκε από την πρίζα» εξαιτίας αδιευκρίνιστου τεχνικού προβλήματος. Η έναρξη της επαναλειτουργίας του τερματικού που έχει ικανότητα αεριοποίησης 4,3 εκατ. μετρικών τόνων LNG/έτος τοποθετείται για τον επόμενο μήνα όπως δήλωσε προ ημερών ο Γενικός Διευθυντής της Gastrade Κωστής Σιφναίος στο Reuters. Ωστόσο, η λειτουργία της υποδομής στην πλήρη δυναμικότητά της δεν αναμένεται νωρίτερα από την έναρξη του νέου έτους φυσικού αερίου, δηλαδή προς τον Οκτώβριο.
Τα βλέμματα στρέφονται και στο πεδίο των υδρογονανθράκων. Η διαχρονική προσπάθεια της Ελλάδας για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση των δυνητικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της ίσως δεν έχει βρεθεί ποτέ μέχρι σήμερα σε ευνοϊκότερη συγκυρία. Η παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία, μετά από μια περίοδο έντονου εσωστρεφούς αναστοχασμού και απότομης στροφής προς την ενεργειακή μετάβαση, φαίνεται πλέον να αναθεωρεί την προσέγγισή της και να επιστρέφει με νέα δυναμική στον τομέα της εξόρυξης. Το δόγμα του πρώην Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ – συνοψισμένο στο σύνθημα «drill, baby, drill» – υπήρξε σημείο καμπής για την παγκόσμια ατζέντα
Το ΥΠΕΝ προχώρησε στις 11 Απριλίου στην υπογραφή της υπουργικής απόφασης για τον ορισμό των ακριβών συντεταγμένων όπου θα παραχωρηθεί το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές «Νότια Κρήτη 1» και «Νότια Κρήτη 2» για τις οποίες έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον η Chevron. Η απόφαση προβλέπει επίσης ως τρόπο άσκησης του υπό παραχώρηση δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, τη «σύμβαση μίσθωσης». Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του ΥΠΕΝ θα ακολουθήσει τις επόμενες ημέρες η υπουργική απόφαση που θα αφορά την προκήρυξη του διεθνούς διαγωνισμού. Στόχος του ΥΠΕΝ, όπως τόνισε και από το βήμα του Φόρουμ των Δελφών ο αρμόδιος υπουργός Σταύρος Παπασταύρου, είναι η δημοσίευση της προκήρυξης του διεθνούς διαγωνισμού τέλος Απριλίου, η κατακύρωση αναδόχου εντός του Αυγούστου και η έγκριση της σχετικής σύμβασης από τη Βουλή εντός του 2025. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σφιχτό και απαιτητικό για τα δεδομένα ανάλογων διαγωνισμών χρονοδιάγραμμα για το οποίο φέρεται η ελληνική πλευρά να έχει δεσμευθεί έναντι της αμερικανικής εταιρείας η οποία έχει εντάξει την Ελλάδα στη στρατηγική της στο πλαίσιο του ευρύτερου ενδιαφέροντός της για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (είναι ήδη τοποθετημένη στην Αίγυπτο, στο Ισραήλ και την Κύπρο), αλλά κοιτάζει και προς τη Λιβύη, που μέσα στον Μάρτιο έβγαλε σε δημοπράτηση 22 χερσαία και υποθαλάσσια οικόπεδα.
Ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα
Στο αφήγημα της ενεργειακής μετάβασης στην Ανατολική Μεσόγειο, ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα δεν είναι περιφερειακός αλλά κομβικός. Η έκθεση IGU–EMGF τον αναδεικνύει ως τον πραγματικό καταλύτη: χωρίς την τεχνογνωσία, τη χρηματοδότηση και την ταχύτητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων θα έμενε στα χαρτιά. Ενεργειακοί κολοσσοί όπως η Chevron, η Eni, η TotalEnergies και η ExxonMobil πρωταγωνιστούν ήδη σε έργα-σταθμούς, όπως το Zohr, το Leviathan και το Aphrodite, με επενδυτικά σχέδια που ξεπερνούν το 2030. Παράλληλα, ο ιδιωτικός τομέας φέρνει καινοτομία — από το CCS και τις αναβαθμίσεις LNG terminals έως τις υποδομές υδρογόνου — και δημιουργεί συμμαχίες, όπως στη μεταφορά ισραηλινού αερίου προς την Αίγυπτο μέσω EMG. Η έκθεση είναι ξεκάθαρη: η μετάβαση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τον ιδιωτικό τομέα ως στρατηγικό εταίρο, τόσο τεχνολογικά όσο και γεωοικονομικά.
Κυρίαρχο ρόλο στο ενεργειακό «αύριο» της χώρα έχει όπως τονίζει η έκθεση και το project αποθήκευσης CΟ2 στον Πρίνο που «τρέχει» η θυγατρική της Energean EnEarth. Σημαντικό βήμα για την υλοποίηση του project αποθήκευσης CΟ2 αποτελεί η έγκριση από την ΕΔΕΥΕΠ της εκταμίευσης της πρώτης δόσης της χρηματοδότησης ύψους 150 εκατ. ευρώ που έχει εγκριθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης για το έργο που έχει προϋπολογισμό 1 δισ. ευρώ για τη δημιουργία αποθηκευτικής δυναμικότητας 3 εκατ. τόνων ετησίως CO2 (1 εκατ. τόνους ετησίως σε πρώτη φάση). Το ποσό που θα εκταμιευθεί είναι 21,45 εκατ. ευρώ.
Με δεδομένο ότι ο Prinos CO2 λαμβάνει χρηματοδοτική στήριξη από το RRF, αυτό σημαίνει ότι υπόκειται και στις αυστηρά χρονοδιαγράμματα που προβλέπονται για τα εν λόγω έργα. Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη εκταμίευση πρέπει να ιδωθεί ως ένας «κρίκος» σε μια μεγάλη αλυσίδα «παραδοτέων» με χρονικό ορίζοντα το καλοκαίρι του 2026 που πρέπει να έχει εκδοθεί η άδεια λειτουργίας του έργου, το οποίο με βάση τον υφιστάμενο σχεδιασμό θα αρχίσει να λειτουργεί τέλη 2026 με αρχές 2027, με στόχο να φτάσει στην πλήρη ανάπτυξη (με capacity 3 εκατ. τόνους CO2) στο τέλος της δεκαετίας.
Στο πεδίο της βιομηχανικής απανθρακοποίησης, η Ελλάδα χαράσσει μια νέα ενεργειακή διαδρομή με την υλοποίηση του έργου ApolloCO₂, το οποίο αναμένεται να αποτελέσει τον πρώτο κόμβο CCS μεγάλης κλίμακας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έως το 2030. Το έργο, υπό τον συντονισμό του ΔΕΣΦΑ και σε συνεργασία με την εξειδικευμένη στον τομέα των περιβαλλοντικών λύσεων ECOLOG, έχει ήδη αναγνωριστεί ως Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενισχύοντας τη σημασία του τόσο για την Ελλάδα όσο και για την περιφερειακή ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε. Η πρώτη φάση του ApolloCO₂ προβλέπει τη δέσμευση από 3 έως 5 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) ετησίως από βαριές βιομηχανίες της Αττικής, με έμφαση σε κλάδους υψηλών εκπομπών, όπως τα διυλιστήρια, η τσιμεντοβιομηχανία και η παραγωγή ενέργειας. Το CO₂ θα συλλέγεται μέσω ενός εξειδικευμένου δικτύου αγωγών, σχεδιασμένου με πρότυπα ασφάλειας και αντοχής, το οποίο θα μεταφέρει το αέριο προς τον Τερματικό Σταθμό LNG της Ρεβυθούσας.
Η θεσμική βαρύτητα του αδειοδοτικού και ρυθμιστικού πλαισίου, που συχνά δρα ως τροχοπέδη. Η έκθεση αφήνει να εννοηθεί ότι η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αδειοδότησης και η έλλειψη ενός γρήγορου, διαφανούς και επενδυτικά φιλικού πλαισίου αποθαρρύνουν μεγάλους διεθνείς παίκτες από το να δώσουν στην Ελλάδα ρόλο-πρωταγωνιστή στα μελλοντικά έργα της περιοχής.
Το 2040 και ο ρόλος του υδρογόνου
Η έκθεση IGU–EMGF προβλέπει πως μέχρι το 2040, η χώρα θα έχει αποκτήσει ώριμο δίκτυο υποδομών, θα συμμετέχει σε πολυμερή projects διασύνδεσης και αποθήκευσης, και θα είναι πλήρως ενσωματωμένη στα διακρατικά σχέδια για τη μεταφορά και εμπορία καθαρών καυσίμων, κυρίως υδρογόνου. Το φυσικό αέριο, αν και μειούμενης σημασίας ως τελικό καύσιμο, θα λειτουργεί ακόμη ως στρατηγική πρώτη ύλη για την παραγωγή μπλε υδρογόνου, ιδίως στις περιπτώσεις όπου απαιτούνται σταθερές ροές ενέργειας για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες ή τα δίκτυα φορτίου βάσης. Το δίδυμο Prinos – ApolloCO₂ θα έχει εξελιχθεί σε περιφερειακό cluster δέσμευσης και αποθήκευσης CO₂, με δυνατότητα εξυπηρέτησης και τρίτων χωρών, καθιστώντας την Ελλάδα σημείο αναφοράς για τεχνολογίες CCUS στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα, οι μεγάλοι διεθνείς αγωγοί TAP και IGB θα έχουν αναβαθμιστεί τεχνικά ώστε να μεταφέρουν μείγματα φυσικού αερίου και υδρογόνου ή ακόμα και καθαρό υδρογόνο, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συμμετοχή της χώρας στο μελλοντικό ευρωπαϊκό “Hydrogen Backbone” — το μεγάλο δίκτυο πράσινων καυσίμων που θα συνδέει παραγωγούς και καταναλωτές από τη Μεσόγειο μέχρι τη Βόρεια Θάλασσα. Στο εσωτερικό μέτωπο, η παραγωγή πράσινου υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης με χρήση ΑΠΕ θα έχει εδραιωθεί, κυρίως σε περιοχές με υψηλή ηλιακή ακτινοβολία και υπάρχουσες υποδομές. Ωστόσο, η έκθεση βάζει έναν αστερίσκο: αν και η Ελλάδα προβάλλεται ως μελλοντικός κόμβος υδρογόνου, δεν διαθέτει ακόμη συγκροτημένη εθνική στρατηγική για το καύσιμο που αναμένεται να κυριαρχήσει στην αγορά ενέργειας μετά το 2035 γεγονός που καθιστά αναγκαίο η χώρα να κινηθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Το 2050 δεν θα σηματοδοτήσει τον τερματισμό του φυσικού αερίου, αλλά τον πλήρη μετασχηματισμό του ρόλου του στο ενεργειακό μείγμα. Όπως σημειώνει η έκθεση στον χρονικό αυτό ορίζοντα, η Ελλάδα θα έχει περάσει στη φάση της μετά-ανθρακικής οικονομίας, όχι μόνο ως καταναλωτής καθαρών καυσίμων, αλλά και ως φορέας τεχνογνωσίας, επενδυτικός κόμβος και ρυθμιστικός συμμέτοχος στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό ενεργειακό σχεδιασμό. Οι υφιστάμενες ενεργειακές υποδομές — από τα LNG terminals έως τους διεθνείς αγωγούς και τις θαλάσσιες εγκαταστάσεις αποθήκευσης — θα έχουν επαναξιοποιηθεί ώστε να υποστηρίζουν ροές συνθετικών ή ανανεώσιμων καυσίμων. Οι αγωγοί θα μεταφέρουν υδρογόνο υψηλής καθαρότητας, τα FSRU θα δέχονται καύσιμα χαμηλών εκπομπών, και η Ρεβυθούσα θα έχει μετατραπεί σε εξειδικευμένο κέντρο επεξεργασίας, υγροποίησης και επανατροφοδότησης για καθαρά καύσιμα.
Παράλληλα, η Ελλάδα θα αποτελεί μέρος ενός διακρατικού μηχανισμού συμμόρφωσης της Ε.Ε., προσφέροντας αποθηκευτική ικανότητα CO₂ για βιομηχανίες άλλων χωρών. Τα συστήματα CCUS (Prinos, νέες υποθαλάσσιες δομές, διασυνοριακά δίκτυα) θα λειτουργούν εντός ενός ευρωπαϊκού πλαισίου εμπορίας ή κατανομής εκπομπών. Η χώρα θα συμμετέχει σε κοινοπρακτικά επενδυτικά σχήματα για παραγωγή, διανομή και εμπορία υδρογόνου, ενώ παράλληλα θα διαθέτει τεχνογνωσία και ρυθμιστική εμπειρία για να καθοδηγεί ή να συνδιαμορφώνει κοινές πολιτικές. Ο ρόλος της στο EMGF θα έχει μετατραπεί σε ηγετικό, στηρίζοντας συμφωνίες, αναπτυξιακά σχέδια και τεχνολογική μεταφορά σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Η έκθεση προβλέπει πως η χώρα θα είναι έως το 2050 παραγωγός καθαρής ενέργειας, χειριστής υποδομών αιχμής και πρεσβευτής περιφερειακής συνεργασίας και κλιματικής πολιτικής. Το φυσικό αέριο θα έχει δώσει τη θέση του σε έναν νέο ενεργειακό πολιτισμό -κι η Ελλάδα θα είναι εκεί παρούσα αν καταφέρει να ξεπεράσει τα ρυθμιστικά εμπόδια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται η χώρα υστερεί στην ταχύτητα και ευελιξία με την οποία διαμορφώνει και προσαρμόζει τις πολιτικές της στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς ενέργειας. Ο στόχος των επόμενων δεκαετιών είναι η χώρα να να καταστεί διαμορφωτής κα όχι παρατηρητής.
Διαβάστε ακόμη