Η ενεργειακή φτώχεια και η ευαλωτότητα των καταναλωτών αποκτούν πλέον θεσμική βαρύτητα και δεσμευτικό χαρακτήρα στην ευρωπαϊκή πολιτική. Το συνέδριο ENSMOV Plus, με τίτλο «Bridging Energy Savings Obligations and Social Climate Plans: Tackling Energy Poverty and Consumer Vulnerability in Member States», ήρθε να φωτίσει τα κενά, τις πρακτικές και τις προσδοκίες γύρω από την εφαρμογή του άρθρου 8(3) της νέας Οδηγίας 1791/2023 για την Ενεργειακή Απόδοση (EED), αλλά και τον ρόλο των Κοινωνικών και Κλιματικών Σχεδίων (Social Climate Plans) στη στοχευμένη στήριξη των ευάλωτων ομάδων.
Τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να εφαρμόσουν συστήματα ενεργειακής απόδοσης ή ισοδύναμα μέτρα, δίνοντας προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, σε άτομα που πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια, ευάλωτους καταναλωτές, νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα ή/και ενοίκους κοινωνικής κατοικίας. Παράλληλα, οφείλουν να επιτύχουν επιμέρους στόχο εξοικονόμησης ενέργειας ειδικά εντός αυτών των ομάδων. Η υποχρέωση αυτή διασταυρώνεται με τον Κανονισμό για το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, ο οποίος αναγνωρίζει ευρύτερα τις ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και χρηστών μεταφορών, που επηρεάζονται από την επέκταση του ETS2 στα καύσιμα θέρμανσης και τις οδικές μεταφορές.
Ο Samuele Livraghi, αναλυτής του Institute for European Energy and Climate Policy (IEECP), ξεκαθάρισε από την αρχή ότι η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι πλέον μια «ευχή» πολιτικής, αλλά νομική υποχρέωση με μετρήσιμα αποτελέσματα. «Το άρθρο 8.3 απαιτεί πλέον ένα ποσοστό των σωρευτικών εξοικονομήσεων να προέρχεται αποκλειστικά από δράσεις που ωφελούν τα ευάλωτα νοικοκυριά. Ωστόσο, μόνο 12 από τις 23 χώρες που αξιολογήθηκαν έχουν ποσοτικοποιήσει αυτά τα οφέλη», υπογράμμισε. Παράλληλα, επισήμανε ότι υπάρχει ασυμμετρία ανάμεσα στα επίσημα σχέδια NECP και στα υποχρεωτικά μέτρα εξοικονόμησης: «Υπάρχουν χώρες που αναφέρουν στόχους εξοικονόμησης χωρίς να θέτουν στόχους κατά της ενεργειακής φτώχειας και το αντίστροφο. Το κενό αυτό απειλεί την εφαρμογή».
Η Katarina Trstenjak, ερευνήτρια στο Jožef Stefan Institute, παρουσίασε τη μεθοδική δουλειά της Σλοβενίας, η οποία στηρίζει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Φτώχεια (2024–2026) σε ένα ώριμο οικοσύστημα πολιτικών. Σημείωσε ότι το πρόγραμμα Zero 500 του Eco Fund αποτέλεσε το θεμέλιο για την προσφορά 100% επιδοτούμενων παρεμβάσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά, με πάνω από 560 έργα ενεργειακής αναβάθμισης να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Το νέο σχέδιο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επενδύσεις σε θερμομονώσεις, αντλίες θερμότητας, καθαρές μορφές θέρμανσης, αλλά και ενεργειακές κοινότητες, ενώ ενισχύει την τεχνική υποστήριξη και την πληροφόρηση. «Σχεδιάζουμε να διαθέσουμε 280 εκατομμύρια ευρώ μόνο για την ενεργειακή φτώχεια, με στόχο την αναβάθμιση περίπου 8.000 νοικοκυριών και τη σωρευτική εξοικονόμηση 573 GWh», τόνισε, επισημαίνοντας ότι οι στόχοι του Εθνικού Σχεδίου ενσωματώνονται πλήρως στο αναθεωρημένο NECP της χώρας.
Ο Vakaris Atkočiūnas, στέλεχος του Υπουργείου Περιβάλλοντος της Λιθουανίας, αναφέρθηκε στη χρήση προηγμένων στατιστικών εργαλείων και ενός “data sandbox” σε συνεργασία με την εθνική στατιστική υπηρεσία, για την αναγνώριση ευάλωτων ομάδων που πλήττονται από τον ETS2. «Εκτιμούμε ότι 25% των νοικοκυριών είναι ευάλωτα ως προς την κατοικία και 29% ως προς τη μετακίνηση», σημείωσε. Το Κοινωνικό και Κλιματικό Σχέδιο της χώρας προβλέπει στήριξη για ανακαινίσεις, αλλαγή συστημάτων θέρμανσης και συμβουλευτική μέσω one-stop shops, ενώ βασίζεται σε εμπειρίες προηγούμενων προγραμμάτων. «Δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Το SCP μάς δίνει την ευκαιρία να στοχεύσουμε καλύτερα και να ενισχύσουμε τις υπάρχουσες πολιτικές», υπογράμμισε.
Η Miljenka Kuhar, εκπρόσωπος της ΜΚΟ DOOR (Society for Shaping Sustainable Development), ανέδειξε την καθυστέρηση θεσμικής προσαρμογής της Κροατίας. «Μόλις φέτος θεσμοθετήθηκε ο ορισμός της ενεργειακής φτώχειας μέσω της Οδηγίας EED», ανέφερε. Η χώρα σχεδιάζει να αξιοποιήσει 1,68 δισ. ευρώ από το SCF, με 20% για άμεση ενίσχυση (κουπόνια 70 ευρώ/μήνα σε κοινωνικά ευάλωτους), 30% για δράσεις ενεργειακής απόδοσης και 50% για μέτρα αντιμετώπισης της φτώχειας στις μεταφορές. «Ο στόχος είναι να ανακαινιστούν 4.000 κατοικίες έως το 2032, να υποστηριχθούν πάνω από 1.000 πολίτες ετησίως μέσω one-stop shops και να ολοκληρωθεί η αναβάθμιση 232 πολυκατοικιών», τόνισε. Ωστόσο, το αυξανόμενο κόστος ανακαινίσεων (450–600 ευρώ/τ.μ.) και η πληθωριστική αστάθεια καθιστούν την υλοποίηση αβέβαιη.
Η ανάγκη για σαφείς ορισμούς και στοιχειοθετημένη στόχευση αποτέλεσε κοινό τόπο στις παρεμβάσεις. Όπως επισημάνθηκε στη συζήτηση, η έννοια της ενεργειακής φτώχειας καλύπτεται με σαφήνεια από την EED, ωστόσο ο όρος «ευάλωτος καταναλωτής» είναι πιο ρευστός και προσδιορίζεται μόνο μέσω παλαιότερων οδηγιών για τις αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Αντίθετα, ο Κανονισμός του SCF επεκτείνει την έννοια της ευαλωτότητας ώστε να περιλάβει χαμηλομεσαία εισοδήματα, μικροεπιχειρήσεις και χρήστες μεταφορών που πλήττονται από την τιμή άνθρακα, χωρίς να εμπίπτουν αναγκαστικά στην ενεργειακή φτώχεια.
Η θεσμική σύγχυση γύρω από τις έννοιες ενεργειακής φτώχειας και ευαλωτότητας, καθώς και η έλλειψη διαλειτουργικότητας μεταξύ EED και SCF, δυσχεραίνουν την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη διανομή των ωφελειών. Η ανάγκη για ενιαίους δείκτες, ποσοτικοποιήσιμους στόχους και μηχανισμούς ελέγχου εντός των SCPs θεωρείται κρίσιμη για την επιτυχία των πολιτικών. Όπως συμπέρανε ο Samuele Livraghi, «τα Social Climate Plans δεν είναι απλώς μία γραφειοκρατική υποχρέωση. Είναι στρατηγικό εργαλείο που μπορεί να γεφυρώσει το κενό μεταξύ κοινωνικής προστασίας και ενεργειακής πολιτικής. Και αν εφαρμοστούν σωστά, μπορούν να προσφέρουν χειροπιαστή ανακούφιση στους πολίτες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ενεργειακής κρίσης».
Διαβάστε ακόμη