Την ώρα που η Ευρώπη αναζητά τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στην ενεργειακή ασφάλεια, την οικονομική βιωσιμότητα και την κλιματική ουδετερότητα, το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αποδεικνύεται μία δύσκολη εξίσωση. Η νέα μελέτη της WindEurope, που εκπονήθηκε σε συνεργασία με την VaasaETT, αναδεικνύει με χειρουργική ακρίβεια την ανάγκη να αναμορφωθούν ριζικά οι λογαριασμοί ρεύματος στην Ευρώπη, με στόχο τη διασφάλιση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας και την επιτάχυνση της ηλεκτροδότησης μέσω ΑΠΕ.

Η μελέτη της WindEurope επισημαίνει το γεγονός πως η Ευρώπη επιδιώκει τον πλήρη εξηλεκτρισμό της οικονομίας της μέσω ΑΠΕ, ωστόσο φορτώνει το κόστος της μετάβασης – μέσω ρυθμιζόμενων τελών, επιδοτήσεων, φορολογίας και κρυφών χρεώσεων – σχεδόν αποκλειστικά στον τελικό καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το ρεύμα στην Ευρώπη να είναι 15 φορές ακριβότερο για τα νοικοκυριά και 4 φορές ακριβότερο για τις βιομηχανίες, συγκριτικά με την Κίνα, σύμφωνα με τους πίνακες τιμών της έκθεσης (μέσος όρος Γαλλίας, Γερμανίας, Ισπανίας, Πολωνίας έναντι Πεκίνου, Νατόνγκ, Σανγκάης και Ζανγκτζιακού).

Στην Ελλάδα, το ζήτημα του ενεργειακού κόστους έχει τεθεί στην εμπροσθοφυλακή της ενεργειακής πολιτικής του υπουργείου. Πηγές του ΥΠΕΝ, έχουν αναφέρει πως μαγικές λύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, αλλά χρειάζεται να τεθούν στόχοι μετριασμού του ενεργειακού κόστους. Η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ γνωρίζει ότι η αγορά ηλεκτρισμού -με την πολυπλοκότητα που την χαρακτηρίζει- δεν αναμένεται να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Και ο στόχος που τίθεται είναι μετρημένος: Ούτε αμελητέα μείωση κόστους της τάξης του 1%-2%, αλλά ούτε και εξωπραγματική. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει αισθητή στους τελικούς καταναλωτές.

Ιδιαίτερη βαρύτητα θα δώσει το ΥΠΕΝ το επόμενο διάστημα και στις χρεώσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία της Αγοράς Εξισορρόπησης, τις απώλειες του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.α. Το θέμα της επιβάρυνσης που προκύπτει από τους εν λόγους λογαριασμούς ανέδειξε πρόσφατα ο σύνδεσμος των ενεργοβόρων βιομηχανιών (ΕΒΙΚΕΝ) που εκπόνησε σχετική έρευνα και στη βάση των συμπερασμάτων ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση του πώς διαμορφώνεται ο συγκεκριμένος λογαριασμός από τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) και από τον ΑΔΜΗΕ. Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα η ετήσια επιβάρυνση ανέρχεται σε περίπου 500 εκατ. ευρώ

Πέραν όμως από την τιμολογιακή σύγκριση αυτό που τονίζει η Wind Europe είναι πως η ενεργειακή τιμή στην Ευρώπη δεν είναι πια μόνο οικονομικό ζήτημα· έχει μετατραπεί σε γεωπολιτική αδυναμία. Όταν η Κίνα και οι ΗΠΑ προσφέρουν στις βιομηχανίες τους ενεργειακό κόστος χαμηλό και σταθερό, συχνά επιδοτούμενο ή μερικώς απαλλαγμένο από τέλη μετάβασης, ενώ η Ευρώπη προσπαθεί να χρηματοδοτήσει το σύνολο της πράσινης μετάβασης μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο: βιομηχανική αποχώρηση, αποεπένδυση και αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας, όπου ήδη από το 2022 καταγράφηκε κύμα ανησυχίας για μεταφορά παραγωγικής δραστηριότητας εκτός ΕΕ λόγω του ενεργειακού κόστους. Ο ίδιος κίνδυνος επικρέμαται και για τις νότιες χώρες – όπως η Ισπανία και η Πολωνία – των οποίων η βιομηχανική βάση (αλουμίνιο, χημικά, χαρτί) είναι άκρως ενεργοβόρα και πλήττεται από το υψηλό κόστος ανά MWh.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της μελέτης είναι πως οι βιομηχανίες που έχουν τη δυνατότητα απαλλαγών από ρυθμιζόμενες χρεώσεις (λόγω ενεργειακής έντασης), συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες με δυσκίνητα και γραφειοκρατικά σχήματα. Οι απαλλαγές, είτε εφαρμόζονται με καθυστέρηση, είτε απαιτούν εξειδικευμένες δηλώσεις, είτε κρίνονται βάσει κριτηρίων που διαφέρουν ανά χώρα, οδηγώντας σε αβεβαιότητα και υποτίμηση των πλεονεκτημάτων.

Και βέβαια, το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι το φυσικό αέριο – που είναι ορυκτό καύσιμο – τιμολογείται συχνά ευνοϊκότερα από το ρεύμα, λόγω χαμηλότερων ρυθμιζόμενων χρεώσεων. Στην Ισπανία το 2024, όπως αναφέρει η έκθεση, οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις στο ρεύμα ήταν 19 φορές υψηλότερες από εκείνες στο φυσικό αέριο. Πρόκειται για μια καθαρή τιμολογιακή στρέβλωση που λειτουργεί αντικίνητρο για την εξηλεκτρισμένη οικονομία.

Τελικά, αυτό που προκύπτει δεν είναι μόνο μια τεχνική αστοχία πολιτικής αλλά μια στρατηγική αποτυχία. Αν η Ευρώπη δεν διαχωρίσει τη χρηματοδότηση της μετάβασης από τον λογαριασμό του ρεύματος – δηλαδή αν δεν περάσει σταδιακά αυτά τα κόστη στον κρατικό προϋπολογισμό – κινδυνεύει να ακυρώσει τις ίδιες της τις κλιματικές δεσμεύσεις, οδηγώντας τις κοινωνίες σε αποξένωση και τις βιομηχανίες σε έξοδο.

Τέσσερις χώρες, τέσσερις όψεις του ίδιου τιμολογιακού γρίφου

Η συγκριτική αποτύπωση της τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας σε Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Πολωνία αποκαλύπτει τη βαθιά ανομοιογένεια του ευρωπαϊκού ενεργειακού μοντέλου και την αδυναμία του να στηρίξει συλλογικά τους στόχους της πράσινης μετάβασης. Η μελέτη της WindEurope φέρνει στο φως όχι μόνο τις διαφορές στον τελικό λογαριασμό, αλλά κυρίως τις αιτίες που τον καθορίζουν: από το ύψος και τη φύση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, μέχρι τη δυνατότητα απαλλαγής των βιομηχανιών και τον βαθμό διαφάνειας των τελών. Σε κάθε περίπτωση, η ενεργειακή τιμολόγηση εξελίσσεται σε καθοριστικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα, τη βιομηχανική στρατηγική και την κοινωνική συνοχή των κρατών.

Η Γερμανία εμφανίζεται ως η πιο προβληματική περίπτωση, με τα οικιακά τιμολόγια να φτάνουν στα 40 c€/kWh το 2024, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στην Ευρώπη. Αν και η κατάργηση του τέλους EEG αποτέλεσε εμβληματικό βήμα στην προσπάθεια ανακούφισης των καταναλωτών, η πραγματικότητα δείχνει πως η πίεση μεταφέρθηκε αλλού. Οι επενδύσεις στο δίκτυο, η μεγάλη γεωγραφική διασπορά των παρόχων και οι αυξημένες ανάγκες για υπηρεσίες ευελιξίας, όπως ανακατανομές φορτίου και αντιμετώπιση συμφορήσεων, εκτόξευσαν τις δικτυακές χρεώσεις. Επιπλέον, η απολιγνιτοποίηση και το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών αύξησαν την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, εντείνοντας την έκθεση σε τιμές χονδρεμπορικής. Για τη βιομηχανία, η εικόνα διαφοροποιείται ανάλογα με τις εκπτώσεις: οι τιμές κινούνται μεταξύ 12,2 και 16,2 c€/kWh, αλλά η πρόσβαση σε εκπτώσεις είναι γραφειοκρατικά σύνθετη και συχνά χορηγείται εκ των υστέρων, αποδυναμώνοντας τον προγραμματισμό κόστους.

Στην Ισπανία, η τιμολόγηση χαρακτηρίζεται από συγκρατημένο κόστος για τα νοικοκυριά, με τιμές κοντά στα 30 c€/kWh, εν μέρει λόγω των χαμηλών χρεώσεων δικτύου που παραμένουν οι χαμηλότερες μεταξύ των χωρών της μελέτης. Ωστόσο, πίσω από αυτή την εικόνα κρύβεται ένα βαθιά προβληματικό και αδιαφανές σύστημα. Πολλά κόστη, όπως οι εισφορές για την υποστήριξη των ΑΠΕ (RECORE), την αντιστάθμιση των ελλειμμάτων του παρελθόντος (déficit tarifario), και την επιδότηση των μη διασυνδεδεμένων περιοχών (TNP), ενσωματώνονται στο λεγόμενο «ενεργειακό σκέλος» χωρίς να εμφανίζονται ξεκάθαρα στον λογαριασμό.

Η Γαλλία προβάλλει ως το παράδειγμα σχετικής ισορροπίας. Παρά την αύξηση του κόστους προμήθειας λόγω λήξης πολλών προστατευμένων συμβολαίων μετά το 2023, το κράτος διατηρεί τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Οι βιομηχανίες πλήρους απαλλαγής πληρώνουν μόλις 0,14 c€/kWh για χρήση δικτύου, ενώ οι οικιακοί καταναλωτές, παρότι αντιμετωπίζουν αυξήσεις στις χρεώσεις δικτύου (από 6,31 σε 8,36 c€/kWh), παραμένουν σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα στη Γερμανία ή την Πολωνία. Αξιοσημείωτο είναι πως η Γαλλία ενσωματώνει κάποιες κοινωνικές πολιτικές, όπως η CTA (που χρηματοδοτεί συντάξεις εργαζομένων στον ενεργειακό τομέα), απευθείας στους λογαριασμούς, χωρίς να τις κρύβει στις χρεώσεις προμήθειας. Παρά τις επιφυλάξεις για ορισμένα στοιχεία (όπως τα certificates ευστάθειας και ενεργειακής αποδοτικότητας), η Γαλλία παρουσιάζει μεγαλύτερη συνέπεια μεταξύ κόστους, διαφάνειας και πολιτικής στόχευσης.

Η Πολωνία, τέλος, αντιμετωπίζει τη βαριά κληρονομιά ενός άνθρακα-κεντρικού συστήματος παραγωγής. Οι ενεργειακές χρεώσεις παραμένουν ψηλές, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά, ενώ το 2024 καταγράφηκαν τιμές πάνω από 25 c€/kWh. Οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις, αν και παραδοσιακά χαμηλές, αυξήθηκαν προσωρινά το διάστημα 2021–2023 λόγω ενεργειακής κρίσης και μειώθηκαν και πάλι το 2024, όμως η γενική εικόνα παραμένει επισφαλής. Για τις βιομηχανίες, η σταθερότητα των τιμολογίων έρχεται μόνο μέσω κρατικών επιδοτήσεων ή απαλλαγών που δεν έχουν πάντα διάρκεια.

Πέρα από τα φανερά στοιχεία, η μελέτη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις «κρυφές χρεώσεις»: σε αρκετές περιπτώσεις, κόστη που σχετίζονται με την υποστήριξη των ΑΠΕ, τις επιδοτήσεις κοινωνικών τιμολογίων ή την ενεργειακή ασφάλεια δεν εμφανίζονται ως ξεχωριστές χρεώσεις στον λογαριασμό αλλά ενσωματώνονται στην τιμή της kWh που τιμολογείται ο καταναλωτής. Αυτή η προσέγγιση, αν και πολιτικά βολική, περιορίζει δραματικά τη διαφάνεια και διαστρεβλώνει το πραγματικό ενεργειακό κόστος. Το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο όταν οι επιβαρύνσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το φυσικό αέριο — με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ισπανία, όπου οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις στο ηλεκτρικό είναι 19 φορές υψηλότερες από εκείνες στο αέριο. Μια τέτοια ανισορροπία, εκτός από άδικη, υπονομεύει ευθέως τη στρατηγική για εξηλεκτρισμό της θέρμανσης, των μεταφορών και της βιομηχανίας.

Μια αναγκαία επανεκκίνηση της τιμολογιακής αρχιτεκτονικής

Η WindEurope προτείνει έξι συγκεκριμένα μέτρα, που στοχεύουν στην επανεκκίνηση της τιμολογιακής πολιτικής. Η πρώτη κατεύθυνση αφορά τη ριζική μείωση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, όχι μόνο στο ύψος τους, αλλά και στην πολυπλοκότητα και τη δομή τους. Η πολυπλοκότητα τροφοδοτεί τη γραφειοκρατία, περιορίζει την πρόσβαση σε εκπτώσεις και εν τέλει μετατρέπει την ενεργειακή πολιτική σε λαβύρινθο για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Η δεύτερη πρόταση αγγίζει ένα πολιτικά ευαίσθητο αλλά δομικά κρίσιμο σημείο: την αφαίρεση όλων των μη ενεργειακών χρεώσεων από τους λογαριασμούς ρεύματος. Χρεώσεις που χρηματοδοτούν συντάξεις, δημοτικά τέλη, κοινωνικά επιδόματα ή ακόμα και μη σχετιζόμενες δημόσιες πολιτικές, δεν θα πρέπει να επιβαρύνουν την κατανάλωση ενέργειας, αλλά να καλύπτονται μέσω γενικής φορολογίας.

Το τρίτο σημείο αφορά τη μεταφορά της χρηματοδότησης της μετάβασης και της ενεργειακής ασφάλειας από τους λογαριασμούς προς τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι μηχανισμοί ενίσχυσης των ΑΠΕ, οι αποζημιώσεις ισχύος (CRM), και τα μέτρα ενεργειακής αποδοτικότητας ωφελούν συνολικά την οικονομία και το περιβάλλον — άρα δεν πρέπει να βαραίνουν μονομερώς τους καταναλωτές ηλεκτρισμού.

Η τέταρτη παρέμβαση στοχεύει στις “ηλεκτροδοτήσιμες” βιομηχανίες, δηλαδή τους κλάδους που μπορούν εύκολα να στραφούν στην ηλεκτρική ενέργεια αντί για ορυκτά καύσιμα. Για να πετύχει η μετάβαση, αυτές οι βιομηχανίες πρέπει να επιβραβεύονται με ευνοϊκές τιμολογιακές συνθήκες, και όχι να τιμωρούνται λόγω των δομών που προορίζονταν για τις παραδοσιακές ενεργοβόρες δραστηριότητες.

Στην πέμπτη πρόταση διατυπώνεται η ανάγκη για διατήρηση του κόστους των δικτύων στους λογαριασμούς, ως μέσο ενίσχυσης της ορθολογικής κατανάλωσης και της ευελιξίας, αλλά με δίκαιη και διαφανή κατανομή του κόστους ανά επίπεδο τάσης και τύπο κατανάλωσης.

Τέλος, τίθεται ως προϋπόθεση η απόλυτη διαφάνεια στη χρέωση και κατανομή των πόρων. Κανένα κόστος δεν πρέπει να είναι κρυφό, καμία επιβάρυνση δεν μπορεί να προχωρά χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και σαφή τεκμηρίωση του κοινωνικού ή περιβαλλοντικού οφέλους που παράγει.

Διαβάστε ακόμη