Μπορεί η πυρηνική ενέργεια να αποτελεί τελικά την απάντηση στις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και της ασφάλειας εφοδιασμού; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που διατρέχει το επεισόδιο του podcast “Plugged In” του ειδησεογραφικού δικτύου Montel, όπου ο δημοσιογράφος Richard Sverrisson συνομιλεί με τον Chris Eels, editor Γαλλίας και πυρηνικό αναλυτή του Montel, καθώς και με τον William D. Magwood IV, Γενικό Διευθυντή του Nuclear Energy Agency (NEA) του ΟΟΣΑ. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ένα φαινόμενο που επιστρέφει δριμύτερο: η αναγέννηση της πυρηνικής ενέργειας, σε μια περίοδο που οι γεωπολιτικές πιέσεις, η ανάγκη απανθρακοποίησης και οι απαιτήσεις ενεργειακής αυτάρκειας συγκλίνουν προς μια επαναξιολόγηση της τεχνολογίας.

Η «πυρηνική αναγέννηση» δεν είναι καινούργια. Αλλά είναι διαφορετική

«Έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν να μιλάμε για πυρηνική αναγέννηση – στις αρχές των 2000s, ξανά στη δεκαετία του 2010, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά τώρα η συζήτηση φαίνεται πιο στέρεη, πιο επείγουσα», σχολιάζει ο Chris Eels, αναφέροντας χαρακτηριστικά την επανέναρξη του σταθμού Three Mile Island στις ΗΠΑ –του ίδιου που υπήρξε εστία πυρηνικού ατυχήματος τη δεκαετία του ’70– με στόχο να τροφοδοτεί τα data centers της Microsoft.

Η Γαλλία, μέσω της κρατικής EDF, σχεδιάζει να παρουσιάσει νέο πλάνο ανάπτυξης πυρηνικών αντιδραστήρων έως το τέλος του έτους, ενώ η Πολωνία και η Ιταλία επιβεβαιώνουν εκ νέου την πρόθεση για νέες μονάδες. Πιο απροσδόκητη όμως είναι η εμπλοκή των τεχνολογικών κολοσσών – Google, Amazon, Meta – που στρέφονται πλέον ανοιχτά προς τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (SMRs), προκειμένου να διασφαλίσουν φθηνή και αξιόπιστη ενέργεια για τις ενεργοβόρες υποδομές Τεχνητής Νοημοσύνης.

Ο William D. Magwood IV, επικεφαλής της NEA, επιβεβαιώνει ότι η σημερινή στροφή είναι πιο ουσιαστική: «Η πραγματική αλλαγή ήρθε μετά τη COP26 στη Γλασκώβη, όταν ζητήθηκε από τις χώρες όχι απλώς να βάλουν στόχους, αλλά να εξηγήσουν πώς θα τους πετύχουν. Τότε πολλές αντιλήφθηκαν ότι το υπάρχον μονοπάτι δεν οδηγεί σε πραγματική μείωση εκπομπών CO₂. Η πυρηνική ενέργεια μπήκε ξανά σοβαρά στο τραπέζι». Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κρίση του ρωσικού φυσικού αερίου έφεραν ξανά το φάντασμα της ενεργειακής εξάρτησης: «Οι κυβερνήσεις έγιναν υπερβολικά ευαίσθητες στο θέμα της ενεργειακής ασφάλειας. Είναι πλέον στην κορυφή της ατζέντας», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Magwood.

Πρωτοφανές είναι το ενδιαφέρον των Big Tech εταιρειών όπως η Google, η Microsoft, η Meta και η Amazon για τους λεγόμενους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (Small Modular Reactors – SMRs). Οι τεχνολογίες αυτές, με ισχύ κάτω από 300 MW, υπόσχονται ευκολότερη εγκατάσταση, μεγαλύτερη ευελιξία, μικρότερο κόστος και –κυρίως– ταχύτερη κατασκευή, σε σύγκριση με τους παραδοσιακούς αντιδραστήρες γιγαβάτ.

Οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (με ισχύ κάτω των 300 MW) παρουσιάζονται ως λύση κομμένη και ραμμένη για τις ανάγκες μικρών χωρών ή δικτύων με περιορισμένη ευελιξία. Ο Magwood αναφέρει την περίπτωση της Εσθονίας και των Φιλιππίνων, που αν και δεν διαθέτουν πυρηνικές μονάδες σήμερα, μελετούν σοβαρά επενδύσεις σε SMRs.

«Η τεχνολογία είναι ώριμη. Ορισμένα σχέδια μπορούν να ξεκινήσουν μέσα στην επόμενη τριετία, αν ληφθεί τελική επενδυτική απόφαση σήμερα», δηλώνει. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την κλίμακα, οι απαιτήσεις σε εφοδιαστικές αλυσίδες και ανθρώπινο δυναμικό παραμένουν υψηλές. «Το να χτίσεις έναν πυρηνικό σταθμό είναι δεξιότητα. Αν έχεις 20 χρόνια να το κάνεις, μην περιμένεις άριστο αποτέλεσμα από την πρώτη μέρα», τονίζει χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, η Νότια Κορέα, χάρη στη διαρκή εμπλοκή της, κατάφερε να μεταφέρει την τεχνογνωσία στα ΗΑΕ και να ολοκληρώσει το Barakah εντός χρονοδιαγράμματος και κόστους.

Όσο υποσχόμενα κι αν είναι τα SMRs, το ερώτημα του κόστους παραμένει. «Τα μεγάλα πυρηνικά έργα δεν είναι φτηνά. Αν δεν ελέγξουμε τις υπερβάσεις κόστους και χρόνου, δεν μπορούμε να πείσουμε επενδυτές», ξεκαθαρίζει ο Magwood.

Ο ίδιος προβλέπει ότι τα πρώτα έργα θα χρειαστούν κρατική στήριξη, είτε με εγγυήσεις είτε μέσω συμβολαίων διαφοράς (CfDs): «Ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να αναλάβει μόνος του τον κίνδυνο. Η ανάληψη ρίσκου πρέπει να μοιράζεται: άλλες ευθύνες στον κατασκευαστή, άλλες στο κράτος, άλλες στον επενδυτή».

Η πυρηνική ενέργεια στην εποχή των ΑΠΕ

Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα είναι το κατά πόσο οι SMRs μπορούν να συνεργαστούν λειτουργικά με τα ευμετάβλητα φορτία των ΑΠΕ. Ο Magwood διαβεβαιώνει πως «όλες οι νέες τεχνολογίες σχεδιάζονται με σκοπό τη γρήγορη αυξομείωση φορτίου και την πλήρη ενσωμάτωση σε σύγχρονα ενεργειακά συστήματα». Η NEA τεκμηριώνει ότι η συνύπαρξη πυρηνικών και ΑΠΕ ενισχύει τη σταθερότητα του δικτύου και συγκρατεί τις τιμές.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σουηδίας, όπου η προσθήκη ακόμη και ενός πυρηνικού σταθμού μειώνει σημαντικά το κόστος μετάβασης σε χαμηλές εκπομπές, παρότι η χώρα διαθέτει ήδη υδροηλεκτρική ισχύ και διασυνδέσεις.

Το ουράνιο, η ασφάλεια εφοδιασμού και τα ζητήματα ασφαλείας

Η ενεργειακή ανεξαρτησία είναι ένας από τους βασικούς λόγους επιστροφής στην πυρηνική τεχνολογία. Ωστόσο, η εξάρτηση από εμπλουτισμένο ουράνιο –που σε μεγάλο βαθμό παρέχεται από τη Ρωσία– εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Παρότι υπάρχουν σημαντικά αποθέματα ουρανίου σε Καναδά, Αυστραλία, Μογγολία και Αφρική, η παγκόσμια δυναμικότητα εμπλουτισμού είναι ανεπαρκής για ένα ενδεχόμενο πυρηνικό άλμα.

Το “Red Book” της NEA, που υπογράφτηκε μόλις πριν λίγες μέρες, δείχνει ότι υπάρχει επαρκής παγκόσμια διαθεσιμότητα ουρανίου, ωστόσο απαιτούνται επενδύσεις σε εμπλουτιστικές μονάδες, ιδίως σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ώστε να καλυφθούν οι μεσοπρόθεσμες ανάγκες.

Η αυξανόμενη γεωπολιτική αστάθεια αναγκάζει τον τομέα να ενσωματώνει όλο και περισσότερα πρωτόκολλα ασφάλειας – τόσο φυσικής όσο και κυβερνοασφάλειας. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι πυρηνικοί σταθμοί θωρακίστηκαν. Σήμερα, τα περισσότερα σχέδια SMRs προβλέπουν υπόγεια εγκατάσταση, ακριβώς για να περιορίσουν την τρωτότητα σε επιθέσεις. Παρόλα αυτά, όπως δηλώνει ο Magwood, «η εθνική ασφάλεια είναι υπόθεση των κυβερνήσεων και όχι μόνο των διαχειριστών μονάδων».

Πάντως, η πυρηνική ενέργεια δείχνει να επανέρχεται όχι ως επιλογή πολυτελείας αλλά ως αναγκαίο εργαλείο για την ενεργειακή αυτάρκεια, την απανθρακοποίηση και την ηλεκτροδότηση της ψηφιακής εποχής. Αν αυτή η “αναγέννηση” επιβιώσει των δομικών προκλήσεων, θα κριθεί από τη διαχειριστική επάρκεια, την πολιτική βούληση και τη διαφάνεια των αποφάσεων.

Διαβάστε ακόμη