Την ώρα που οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη δίνουν μάχη με τον χρόνο για να περιορίσουν τις εκπομπές τους, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε μία από τις πιο εντυπωσιακές πρωταγωνίστριες της πράσινης στροφής, λόγω της εκρηκτικής της πορείας στην ηλιακή ενέργεια. Όπως αποκαλύπτει η νέα ετήσια έκθεση του Ember για την παγκόσμια ηλεκτροπαραγωγή, η χώρα συγκαταλέγεται πλέον στις κορυφαίες «ηλιακές υπερδυνάμεις» του 2024, με την παραγωγή από φωτοβολταϊκά να ξεπερνά το 25% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής.
Η Ελλάδα δεν είναι απλώς μία από τις 21 χώρες που ξεπέρασαν το όριο του 15% ηλιακής διείσδυσης. Είναι στην τριάδα της Ευρώπης και στην παγκόσμια πεντάδα με βάση το ποσοστό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά το 2024, σύμφωνα με το think tank Ember. Πιο συγκεκριμένα, η συμμετοχή της ηλιακής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας έφτασε το 22%, επίδοση που την τοποθετεί ισόπαλα με τη Χιλή στη δεύτερη θέση παγκοσμίως – πίσω μόνο από την Ουγγαρία (25%) και μπροστά από την Ισπανία (21%), την Αυστραλία (17,8%) και την Ολλανδία (17,7%).
Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα παράγει από τον ήλιο περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια, αναλογικά με το σύνολο του μείγματός της, από κάθε άλλη χώρα της Ε.Ε. πλην της Ουγγαρίας. Το φωτοβολταϊκό αποτύπωμα της χώρας έχει ξεπεράσει ακόμη και οικονομίες με μακρά εμπειρία στις ΑΠΕ, όπως η Γερμανία (14,9%) ή η Πορτογαλία (14,5%). Σύμφωνα με τον ίδιο πίνακα της Ember, η κατά κεφαλήν ηλιακή παραγωγή στην Ελλάδα έφτασε το 2024 τις 1.228 kWh, τοποθετώντας τη στην 3η θέση παγκοσμίως, πίσω μόνο από την Αυστραλία (1.866 kWh) και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (1.292 kWh). Είναι αξιοσημείωτο ότι η χώρα ξεπερνά σε απόλυτα μεγέθη την Ισπανία, την Ολλανδία, τη Γερμανία, ακόμη και τις ΗΠΑ.
Η αναλύτρια της Ember, Beatriz Santos, σχολίασε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης ότι η επιτυχία της Ελλάδας δεν είναι απλώς αποτέλεσμα ηλιοφάνειας. «Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες που κατάφεραν να μετατρέψουν το φυσικό δυναμικό τους σε μετρήσιμο, ενταγμένο ποσοστό στο ενεργειακό τους μείγμα. Η απόδοσή της το 2024 δεν είναι συγκυριακή. Έχει πίσω της πέντε χρόνια σταθερής ανόδου, κάτι που δεν συναντάς εύκολα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο», δήλωσε. Όπως τόνισε, ο συνδυασμός οικιακών και εμπορικών εγκαταστάσεων, η προώθηση του net metering και η ύπαρξη ενεργειακών κοινοτήτων δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν αναπτύσσει απλώς εγκατεστημένη ισχύ, αλλά ένα ολοκληρωμένο νέο ενεργειακό μοντέλο.
Το επόμενο βήμα, τόνισε η Sonia Dunlop, είναι η Ελλάδα να εδραιώσει την ηλιακή της επιτυχία με επενδύσεις σε αποθήκευση, ευφυή δίκτυα και διασυνδέσεις, ώστε να αυξήσει περαιτέρω την απορροφητικότητα των φωτοβολταϊκών. «Η ηλιακή ενέργεια στην Ελλάδα δεν είναι πια μια μελλοντική δυνατότητα – είναι η βάση του συστήματος. Και αυτό δημιουργεί υποχρέωση για ένα δεύτερο κύμα επενδύσεων που θα στηρίξει τη σταθερότητά της», είπε χαρακτηριστικά.
Ember: Πώς θα είναι το ενεργειακό σύστημα του μέλλοντος
Η Ember προειδοποιεί ότι από το 2025 έως το 2030, ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο που η αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού δεν θα είναι πια σταδιακή, αλλά εκρηκτική. Ο λόγος είναι η ταυτόχρονη ενεργοποίηση νέων, ενεργοβόρων τομέων της οικονομίας, που προστίθενται στη βασική κατανάλωση και δεν μπορούν να καλυφθούν από τις υφιστάμενες δομές παραγωγής.
Η μεγαλύτερη απειλή αλλά και πρόκληση για τα συστήματα ηλεκτροπαραγωγής είναι αυτό που η έκθεση ονομάζει “emerging demand drivers” – οι ανερχόμενες δυνάμεις της κατανάλωσης. Πρόκειται για τέσσερις παράγοντες που αλλάζουν ριζικά τον ενεργειακό χάρτη:
- Data centers & AI: Ήδη από το 2024, η κατανάλωση ρεύματος από data centers και εξόρυξη κρυπτονομισμάτων έφτασε τις 111 TWh, εκ των οποίων το 40% αφορά αποκλειστικά την εξόρυξη crypto. Η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης (AI) προϋποθέτει αδιάλειπτη ισχύ σε τεράστια clusters υπολογιστών. Η Ember προειδοποιεί ότι ως το 2030, η κατανάλωση μόνο από data centers μπορεί να τριπλασιαστεί, φτάνοντας τα 350–500 TWh ετησίως, καθιστώντας τα ισοδύναμα με ολόκληρες εθνικές αγορές (π.χ. της Βρετανίας ή της Γαλλίας).
- Ηλεκτροκίνηση (EVs): Τα ηλεκτρικά οχήματα προσέθεσαν +62 TWh στη ζήτηση το 2024, αριθμός που προβλέπεται να πολλαπλασιαστεί επί 5 έως το 2030. Με την υιοθέτηση των EVs να επιταχύνεται – και πολλές χώρες να θέτουν απαγορεύσεις πώλησης συμβατικών οχημάτων από το 2030 – το βάρος θα μεταφερθεί από τα καύσιμα στον ηλεκτρισμό. Η IEA εκτιμά ότι τα EVs θα καταναλώνουν τουλάχιστον 500 TWh έως τα τέλη της δεκαετίας.
- Αντλίες θερμότητας: Ο τομέας της θέρμανσης αλλάζει θεαματικά. Το 2024, οι αντλίες θερμότητας προσέθεσαν 22 TWh στο παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο. Καθώς αντικαθιστούν τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο στη θέρμανση κατοικιών, κυρίως στην Ευρώπη και την Κίνα, ο αριθμός αυτός θα φτάσει τις 100–120 TWh ως το 2030, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ember και της IEA.
- Κλιματική προσαρμογή (ψύξη): Η έκθεση σημειώνει ότι το 2024, οι καύσωνες αύξησαν τη ζήτηση ρεύματος για ψύξη κατά 208 TWh, αριθμός που ισοδυναμεί με το 100% της ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού της Ισπανίας. Αν οι θερμοκρασίες συνεχίσουν να ανεβαίνουν με τον τρέχοντα ρυθμό, η ζήτηση για ψύξη θα είναι ο πιο απρόβλεπτος και ταχύτερα αυξανόμενος παράγοντας στην κατανάλωση.
Συνολικά, η Ember προβλέπει ότι για να καλυφθεί αυτή η νέα ζήτηση χωρίς αύξηση παραγωγής από ορυκτά καύσιμα, η παγκόσμια καθαρή παραγωγή πρέπει να αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό τουλάχιστον 9%. Πρόκειται για πολλαπλάσια ταχύτητα από αυτή των προηγούμενων ετών – και ταυτόχρονα ένα στοίχημα τεχνολογικής και πολιτικής ετοιμότητας.
Η πρόβλεψη για αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης κατά +3,3% ετησίως (ή ακόμη και +4,1% σε πιο ενεργοβόρα σενάρια) σημαίνει ότι το σύστημα χρειάζεται να προσθέτει περισσότερες από 1.000 TWh καθαρής ενέργειας κάθε χρόνο, δηλαδή σχεδόν την παραγωγή της Κίνας από φωτοβολταϊκά το 2024, επί δέκα.
Για την Ember, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η μετάβαση δεν μπορεί να «διατηρήσει την ταχύτητα» της τελευταίας δεκαετίας. Πρέπει να επιταχύνει. Και για να το κάνει αυτό, δεν αρκούν οι νέες εγκαταστάσεις – χρειάζονται ευφυή δίκτυα, ψηφιακή διαχείριση φορτίων, ευέλικτα συμβόλαια, αλλά και πολιτική συνέχεια. Όπως σημειώνει η αναλύτρια Sonia Dunlop, «αυτή η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι πια πολυτέλεια ή ιδεολογία – είναι η μόνη λύση για να κρατήσουμε τις μηχανές του κόσμου σε λειτουργία».
Η πρόκληση είναι μεγάλη, αλλά η συγκυρία μοναδική: η πτώση του κόστους τεχνολογιών, η κοινωνική αποδοχή των ΑΠΕ και η αναγκαιότητα ηλεκτροδότησης όλων των κρίσιμων τομέων της οικονομίας δημιουργούν ένα παράθυρο ευκαιρίας ιστορικών διαστάσεων. Αν η μετάβαση πετύχει, θα είναι το μεγαλύτερο τεχνολογικό και οικονομικό εγχείρημα του 21ου αιώνα. Αν αποτύχει, η επιστροφή στα ορυκτά θα είναι το λιγότερο από τα προβλήματα.
Πάντως, η μεγάλη εικόνα έδειξε πως το 2024 η χώρα ακολούθησε τη γενική τάση, συμπληρώνοντας το κομμάτι του παζλ. Το 2024 κατεγράφη ως μια ιστορική χρονιά για την παγκόσμια ηλεκτροπαραγωγή. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1940, η παραγωγή από καθαρές πηγές – δηλαδή ανανεώσιμες και πυρηνικά – ξεπέρασε το 40% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, φτάνοντας το 40,9%. Και ανάμεσα στις καθαρές τεχνολογίες, η ηλιακή ενέργεια είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στην αύξηση, με άλμα +29% (474 TWh), περισσότερο από κάθε άλλη μορφή.
Η συνολική ηλιακή παραγωγή έφτασε τις 2.131 TWh, αριθμός-ρεκόρ, ενώ η Ember υπολογίζει ότι χωρίς τη συμβολή της ηλιακής, οι παγκόσμιες εκπομπές από τον τομέα ηλεκτρισμού θα ήταν αυξημένες κατά 12%. Ή, για να το πούμε αλλιώς, η ηλιακή ενέργεια απέτρεψε το 2024 1.658 εκατομμύρια τόνους CO₂, ισοδύναμους με τις συνολικές εκπομπές των ΗΠΑ από ηλεκτρική παραγωγή. Η παγκόσμια μέση διείσδυση ηλιακής στο μείγμα έφτασε το 6,9% – και η Ελλάδα κινήθηκε πάνω από τρεις φορές υψηλότερα.
Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, ότι 99 χώρες διπλασίασαν την ηλιακή τους παραγωγή τα τελευταία πέντε χρόνια, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν πλέον πάνω από το 80% της παγκόσμιας ζήτησης και δείχνουν ότι η ηλιακή μετάβαση δεν είναι φαινόμενο των αναπτυγμένων χωρών μόνο, αλλά παγκόσμια πραγματικότητα. Το Βιετνάμ, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ελλάδα αναφέρονται ρητά ως παραδείγματα διαφορετικών γεωγραφικών και οικονομικών συνθηκών, όπου η ταχεία αύξηση της ηλιακής ενέργειας υπήρξε κρίσιμη για την ενεργειακή ασφάλεια, τη σταθερότητα τιμών και την αντιμετώπιση της κλιματικής πίεσης.
Διαβάστε ακόμη