Αλυσιδωτές αναταράξεις στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη προκαλεί η επιθετική δασμολογική στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία ανατρέπει παγιωμένες εμπορικές ισορροπίες και θέτει υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Στόχος του Αμερικανού προέδρου είναι να ενισχύσει την εγχώρια προστιθέμενη αξία, αποσυνδέοντας κρίσιμες βιομηχανίες από την παραγωγική ισχύ της Κίνας και αποδυναμώνοντας τους υπεργολάβους της Ασίας. Όμως, η προσπάθεια επαναπατρισμού της παραγωγής – αν και πολιτικά ελκυστική – προσκρούει στις τιμές, στην αποδοτικότητα και στη συστημική πολυπλοκότητα που χαρακτήρισε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία των τελευταίων δεκαετιών. Την ίδια στιγμή, η ενέργεια αναδεικνύεται σε κομβικό παράγοντα πίεσης και διαπραγμάτευσης, καθώς οι εμπορικοί πόλεμοι διευρύνονται και η γεωοικονομία επιστρέφει στο προσκήνιο με όρους σύγκρουσης.

Με μία ανακοίνωση που αιφνιδίασε ακόμη και έμπειρους αναλυτές, ο Αμερικανός πρόεδρος επέβαλε νέους δασμούς ύψους 34% στις κινεζικές εισαγωγές, προσθέτοντας τους σε προϋπάρχουσες επιβαρύνσεις και ανεβάζοντας το μέσο δασμολογικό βάρος σε περίπου 70%. Όπως μεταδίδει η Wall Street Journal, η αλλαγή αυτή αφορά εμπορεύματα αξίας σχεδόν 400 δισ. δολαρίων, ενώ πυροδοτεί φόβους για ανακατεύθυνση τεράστιου όγκου κινεζικών προϊόντων προς την Ευρώπη και άλλες τρίτες αγορές. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύει τις ανησυχίες για ένα δεύτερο «China shock», αυτή τη φορά όχι μέσω επενδύσεων, αλλά μέσω της απορρόφησης φθηνών εξαγωγών.

Η άμεση εφαρμογή του νέου δασμού 20% που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στα ευρωπαϊκά προϊόντα έχει ήδη προκαλέσει έντονη ανησυχία για τη βιωσιμότητα των βιομηχανιών της ΕΕ, οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με διαδοχικά πλήγματα. Πολλές από αυτές έχουν ήδη επιβαρυνθεί από τους προηγούμενους αμερικανικούς δασμούς σε αυτοκίνητα, χάλυβα και εξαρτήματα. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τις Βρυξέλλες προέρχεται από την ένταση των μέτρων που εφαρμόζει ο Τραμπ απέναντι σε χώρες όπως η Κίνα και το Βιετνάμ. Ευρωπαϊκές υπηρεσίες εμπορίου εκτιμούν ότι μεγάλο μέρος των ασιατικών εξαγωγών —ιδίως ηλεκτρικές συσκευές, εξοπλισμός, και βιομηχανικά υλικά— ενδέχεται να στραφεί προς την ευρωπαϊκή αγορά, ασκώντας πρόσθετη πίεση στις τοπικές επιχειρήσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει ήδη την ενεργοποίηση μηχανισμών έκτακτης προστασίας, όπως η επιβολή προσωρινών δασμών ή ποσοστώσεων. Παράλληλα, έχει ενισχύσει τους ελέγχους και την επιτήρηση των εισαγωγικών ροών, θέτοντας στο μικροσκόπιο προϊόντα με ύποπτα χαμηλό κόστος και πιθανή κρατική επιδότηση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε βρεθεί σε αντίστοιχη θέση και το 2018, κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα που υπερέβαιναν συγκεκριμένα ποσοτικά όρια. Ο στόχος τότε ήταν να περιοριστεί η διοχέτευση ασιατικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά, μέσω τρίτων χωρών, και να ανακοπεί η υπερεπάρκεια που προκλήθηκε από την εμπορική σύγκρουση με την Κίνα.

Παρ’ όλα αυτά, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν πλέον ότι η αντιμετώπιση της κρατικά επιδοτούμενης βιομηχανικής υπερπαραγωγής της Κίνας αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον κλάδο του χάλυβα αναμένεται να αυξηθεί από 602 εκατομμύρια τόνους το 2024 σε 721 εκατομμύρια έως το 2027 — ποσότητα που αντιστοιχεί σε πάνω από πέντε φορές τη συνολική παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Clemens Fuest, πρόεδρος του γερμανικού Ifo Institute, υπογράμμισε ότι οι δασμοί Τραμπ αποτελούν διπλό πλήγμα για τη γερμανική βιομηχανία. Από τη μία, οι κινεζικές εταιρείες θα στραφούν σε αγορές όπως η Ευρώπη, ασκώντας πρόσθετη πίεση στις γερμανικές επιχειρήσεις, και από την άλλη, η ίδια η Κίνα θα μειώσει τις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων, λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης στο εσωτερικό της.

Η Ιταλία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αντέδρασε θεσμικά. Όπως δήλωσε ο υπουργός Βιομηχανίας Αντόλφο Ούρσο σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Montel, η Ρώμη προτίθεται να ζητήσει την άμεση αναστολή εφαρμογής των κανόνων του Green Deal, καταλογίζοντάς τους ευθύνη για την κατάρρευση της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση RAI, χαρακτήρισε την ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης «ζήτημα ανταγωνιστικότητας» και επανέφερε το αίτημα για αναθεώρηση των όρων του μετασχηματισμού. Παρότι η Μελόνι απέφυγε να μιλήσει για συνολική αναστολή του Green Deal, η τοποθέτησή της καταγράφεται ως η πρώτη ευθεία αμφισβήτηση από κράτος-μέλος.

Η παρέμβαση αυτή ανοίγει επικίνδυνα παράθυρα αμφισβήτησης σε μια περίοδο όπου η ΕΕ δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα στην ενεργειακή και βιομηχανική της στρατηγική. Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού παραγωγού, οι συνεχιζόμενες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης του 2022, η αβεβαιότητα στις αγορές πρώτων υλών και η εξάρτηση από γεωπολιτικά ασταθείς εταίρους καθιστούν τον πράσινο μετασχηματισμό εύκολο στόχο εσωτερικής πολιτικής εκμετάλλευσης. Το γεγονός ότι αυτή η αμφισβήτηση ενισχύεται από εξωτερική δασμολογική πίεση φανερώνει τα όρια της «στρατηγικής αυτονομίας» που επαγγέλλεται η Κομισιόν. Εντούτοις, αναλυτές σχολιάζουν στο Montel πως το πάγωμα έστω και πρόσκαιρα του Green Deal είναι «ανέφικτο», αλλά θα ήταν γόνιμη «μία εις βάθος αναθεώρηση».

Παράλληλα, οι χρηματιστηριακές αγορές ενέργειας κατέγραψαν έντονες διακυμάνσεις. Την επομένη της ανακοίνωσης Τραμπ, η τιμή του φυσικού αερίου στην Ολλανδία (TTF) υποχώρησε κατά 5,3%, φτάνοντας στα 39,20 ευρώ ανά μεγαβατώρα, σύμφωνα με στοιχεία του Montel. Παράλληλα, τα δικαιώματα εκπομπών άνθρακα (EUA Δεκ. 2025) μειώθηκαν κατά 3,8%, φτάνοντας σε χαμηλό τετραμήνου στα 66,66 ευρώ ανά τόνο. Οι επενδυτές προεξοφλούν μείωση της ζήτησης, αλλά και πιθανή επιβράδυνση στην εφαρμογή πράσινων πολιτικών, ως αποτέλεσμα των νέων γεωοικονομικών δεδομένων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με αναλυτές της Sustainable Development Foundation στη Ρώμη, η απόπειρα παγώματος του Green Deal από την Ιταλία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσωτερική διάσπαση της ΕΕ, με χώρες του Βορρά και του Νότου να διαφωνούν ριζικά ως προς τις προτεραιότητες μεταξύ πράσινης ανάπτυξης και βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας.

Παρότι η αμερικανική κυβέρνηση εξήγγειλε ότι εξαιρεί από τους νέους δασμούς τα βασικά ενεργειακά προϊόντα – πετρέλαιο, φυσικό αέριο και διυλισμένα παράγωγα – η εξαίρεση αυτή έχει ξεκάθαρα τακτικό χαρακτήρα. Όπως αναφέρει το Reuters, η επιλογή αυτή έγινε ώστε να αποφευχθούν αυξήσεις στις εγχώριες τιμές καυσίμων, δεδομένου ότι ο Τραμπ έχει δεσμευτεί για μείωση του κόστους ενέργειας για τους καταναλωτές κατά 50% εντός των πρώτων 18 μηνών της θητείας του. Παράλληλα, πρόκειται για σαφές διαπραγματευτικό σήμα προς συμμάχους όπως η Ιαπωνία, η Ινδία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που εισάγουν τεράστιες ποσότητες αμερικανικού LNG.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times, πολλές χώρες, ιδίως η ΕΕ, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν εύκολα αυτές τις ροές. Ενδεικτικά, η Ευρώπη εισάγει πλέον πάνω από το 50% του LNG της από τις ΗΠΑ. Το ενδεχόμενο αντιποίνων εκ μέρους της ΕΕ στα αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα απορρίπτεται, τουλάχιστον προς το παρόν, όχι για πολιτικούς λόγους αλλά για λόγους καθαρής εξάρτησης. Αντιθέτως, ευρωπαϊκοί κύκλοι συζητούν την επιτάχυνση της δημιουργίας στρατηγικών αποθεμάτων και την ενίσχυση νέων διμερών συμφωνιών με χώρες όπως η Νορβηγία, το Κατάρ και η Αλγερία.

Ωστόσο, το κόστος των πρώτων υλών και των εξαρτημάτων ήδη βαραίνει όλο το ενεργειακό φάσμα. Όπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο Brad Plumer για τους New York Times, οι δασμοί 25% στον χάλυβα και τα μεταλλικά προϊόντα έχουν ανεβάσει κατακόρυφα το κόστος για τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων στις ΗΠΑ. Σε έρευνα που πραγματοποίησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Ντάλας, στελέχη εταιρειών εξόρυξης ανέφεραν ότι «η διοικητική ασάφεια είναι καταστροφική» και ότι «το “drill, baby, drill” είναι μύθος και λαϊκίστικο σύνθημα». Τα ίδια στελέχη προειδοποιούν ότι χωρίς μακροχρόνια σταθερότητα πολιτικής, οι επενδύσεις σε εξορυκτική υποδομή παγώνουν, ακόμη και σε συνθήκες υψηλής ζήτησης.

Ακόμα πιο σκληρό είναι το πλήγμα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Όπως αναφέρει ο Stanley Reed, επίσης στους New York Times, η κατασκευή ανεμογεννητριών στις ΗΠΑ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενα εξαρτήματα. Τα νέα δασμολογικά μέτρα – 20% για ευρωπαϊκά, 25% για μεξικανικά, 46% για βιετναμικά και 26% για ινδικά εξαρτήματα – εκτιμάται ότι θα αυξήσουν το συνολικό κόστος μιας τουρμπίνας κατά τουλάχιστον 10%. Στον τομέα των μπαταριών, οι επιπτώσεις είναι ακόμη πιο έντονες: σχεδόν το 70% των μπαταριών ιόντων λιθίου που εισήχθησαν στις ΗΠΑ το 2024 προήλθε από την Κίνα. Τώρα, θα επιβαρύνονται με δασμό 64,5%, ο οποίος θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο το 2026.

Μιλώντας στο ίδιο μέσο, ο Antoine Vagneur-Jones, αναλυτής της BloombergNEF, τονίζει: «Είναι πάντα δελεαστικό να πούμε πως οι δασμοί είναι καλοί για τα ορυκτά καύσιμα και κακοί για τις ΑΠΕ. Αλλά πιστεύω πως είναι κακοί για όλους». Η φράση του αποτυπώνει συνοπτικά τον κοινό παρανομαστή της κρίσης: την ασφυξία της επένδυσης, την παράλυση της στρατηγικής και την υπονόμευση του παγκόσμιου ενεργειακού σχεδιασμού, ανεξαρτήτως τεχνολογίας.

Καθώς οι οικονομίες αναπροσαρμόζονται, το μεγάλο ερώτημα είναι αν η Ευρώπη θα διατηρήσει την πορεία της προς την πράσινη μετάβαση ή αν θα υποκύψει σε μία νέα εποχή βιομηχανικού προστατευτισμού και εξαρτήσεων. Οι δασμοί Τραμπ, πέρα από το συμβολικό τους βάρος, λειτουργούν ως σκληρό τεστ στρατηγικής ετοιμότητας για το σύνολο του ενεργειακού οικοσυστήματος.

Διαβάστε ακόμη