Σε μια εποχή που η ενεργειακή πολιτική καθορίζει όχι μόνο την οικονομία, αλλά και τη γεωπολιτική ισορροπία, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο στοίχημα: να μειώσει το ενεργειακό κόστος, να διασφαλίσει την αυτάρκειά της και να παραμείνει πιστή στους κλιματικούς της στόχους. Η πρόκληση δεν είναι μόνο τεχνολογική ή οικονομική. Είναι βαθιά πολιτική. Ο Επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, Νταν Γιόργκενσεν, μιλώντας πρόσφατα στο άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας στις Βρυξέλλες, έδωσε το στίγμα μιας νέας στρατηγικής που επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανάγκες των καταναλωτών, τις πιέσεις των βιομηχανιών και τις δεσμεύσεις για πράσινη μετάβαση.

Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μια δυσκολία, αλλά μια υπαρξιακή απειλή για τη βιομηχανία της. Ο Νταν Γιόργκενσεν υπογράμμισε κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του πως «η βιομηχανία μας πληρώνει δύο έως τρεις φορές ακριβότερη ενέργεια από τους ανταγωνιστές της στις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτό δεν είναι απλώς πρόβλημα – είναι καταστροφή. Δεν μπορεί να συνεχιστεί». Η θέση του είναι σαφής: η Ευρώπη πρέπει να μειώσει τις τιμές της ενέργειας αν θέλει να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της. Και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι να παράγει περισσότερη φθηνή ενέργεια η ίδια. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για μια δυνατή, ανεξάρτητη Ευρώπη αν συνεχίζουμε να εξαρτόμαστε από εισαγωγές ακριβής ενέργειας», υπογράμμισε.

Οι 3 δρόμοι για να δούμε φθηνές τιμές ρεύματος

Ο Επίτροπος Ενέργειας βλέπει τρεις δρόμους για τη μείωση του κόστους: περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μεγαλύτερη ενεργειακή αποδοτικότητα και καλύτερη διαχείριση των ενεργειακών διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών-μελών. «Αν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, μπορούμε να εξοικονομήσουμε 45 δισ. ευρώ φέτος. Μέχρι το 2030, οι εξοικονομήσεις μπορεί να φτάσουν τα 130 δισ. ευρώ ετησίως και το 2040 να αγγίξουν τα 260 δισ. ευρώ. Συνολικά, η Ευρώπη μπορεί να γλιτώσει 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα 15 χρόνια», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, η άσκηση αυτή είναι για δυνατούς λύτες. Ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια της αγοράς ενέργειας είναι η σύνδεση της τιμής του ηλεκτρισμού με το φυσικό αέριο, κάτι που οδηγεί σε ακραίες διακυμάνσεις. Ο Επίτροπος αναγνώρισε το πρόβλημα, αλλά ξεκαθάρισε πως δεν υποστηρίζει την πλήρη αποσύνδεση. «Στη χονδρεμπορική αγορά, αυτή η σύνδεση είναι απαραίτητη για την ασφάλεια εφοδιασμού. Αλλά στη λιανική; Εκεί βλέπουμε ανεξέλεγκτες αυξήσεις που πλήττουν καταναλωτές και επιχειρήσεις. Πρέπει να δράσουμε».

Και αυτή η δράση περιλαμβάνει νέα εργαλεία σταθεροποίησης, όπως τα PPAs – μακροχρόνια συμβόλαια με σταθερές τιμές, τα οποία, σύμφωνα με τον Γιόργκενσεν, μπορούν να προστατεύσουν τους πολίτες από τις ακραίες διακυμάνσεις. «Αυτή τη στιγμή, 46 εκατομμύρια Ευρωπαίοι δεν μπορούν να ζεστάνουν τα σπίτια τους. Αυτό είναι αδιανόητο. Γι’ αυτό συνεργαζόμαστε με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για να δημιουργήσουμε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα μειώσουν το ρίσκο και θα εξασφαλίσουν σταθερότερες τιμές», εξήγησε.

Το μήνυμα του Επιτρόπου ήταν ξεκάθαρο: η Ευρώπη δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να παραμείνει δέσμια της ενεργειακής αστάθειας. «Το ενεργειακό κόστος δεν είναι απλώς ένας αριθμός σε έναν ισολογισμό. Είναι το μέλλον της οικονομίας μας. Είναι το αν οι επιχειρήσεις μας θα μείνουν εδώ ή θα φύγουν. Είναι το αν οι πολίτες μας θα μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Και πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να το αλλάξουμε».

Η Ελλάδα θεωρεί «κλειδί» τις διασυνδέσεις: Στόχος η αποκλιμάκωση των τιμών να φανεί το 2025

Ο νέος Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, μόλις 48 ώρες μετά την ορκωμοσία του, συμμετέχει στο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της Ελλάδας να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Με τον Αναπληρωτή Υπουργό Ενέργειας, Νίκο Τσάφο, στο πλευρό του, εξέφρασε τη στήριξη της χώρας στο Σχέδιο Δράσης για Προσιτή Ενέργεια σχολιάζοντας πως η ελληνική κυβέρνηση τάσσεται υπέρ μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής για τη μείωση των τιμών ρεύματος, εστιάζοντας τόσο σε βραχυπρόθεσμα όσο και σε διαρθρωτικά μέτρα. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας υποστήριξε ότι η προσιτή ενέργεια είναι βασική προτεραιότητα, καθώς επηρεάζει άμεσα τόσο τα νοικοκυριά όσο και την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. «Οι χαμηλές τιμές ενέργειας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ποιότητα ζωής των πολιτών και τη βιωσιμότητα της οικονομίας», τόνισε, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που προκάλεσαν οι διακυμάνσεις των τιμών τα τελευταία χρόνια.

Η ελληνική πλευρά χαιρέτισε το Σχέδιο Δράσης για τις Προσιτές Τιμές Ενέργειας της ΕΕ, το οποίο ενσωματώνει αρκετές ελληνικές προτάσεις, όπως είχαν διατυπωθεί στην επιστολή του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Βασικός στόχος είναι η άμεση εφαρμογή μέτρων ώστε να υπάρχει ορατή αποκλιμάκωση των τιμών μέσα στο 2025. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα στηρίζει τη δημιουργία μηχανισμών που θα αποτρέπουν ακραίες διακυμάνσεις στις αγορές ενέργειας, ιδιαίτερα όταν αυτές δεν δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα.

Ένα από τα βασικά προβλήματα που ανέδειξε η ελληνική αντιπροσωπεία είναι οι στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, οι οποίες οδήγησαν σε αύξηση των τιμών κατά το 2024. Ο Υπουργός τόνισε ότι η στενότερη παρακολούθηση των χρηματιστηρίων φυσικού αερίου μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό ραγδαίων ανατιμήσεων και να δημιουργήσει ένα πιο σταθερό πλαίσιο τιμολόγησης.

Παράλληλα, η Ελλάδα θεωρεί ότι η ενίσχυση των διασυνδέσεων μεταξύ των χωρών-μελών είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση των τιμών, καθώς θα οδηγήσει σε καλύτερη κατανομή της διαθέσιμης ενέργειας και πιο ανταγωνιστική αγορά. «Η ενεργειακή μας στρατηγική πρέπει να βασίζεται σε έναν πραγματικά ενιαίο ευρωπαϊκό σχεδιασμό, που θα αναδεικνύει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει αξιοποίηση των ΑΠΕ και μεγαλύτερη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω ισχυρότερων διασυνδέσεων», εξήγησε ο κ. Παπασταύρου.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στη διάθεση της μέγιστης διασυνοριακής χωρητικότητας στις αγορές ενέργειας, κάτι που θα επιτρέψει καλύτερη ροή ηλεκτρικής ενέργειας και θα περιορίσει τις τιμές. «Πρέπει να πιέσουμε τους Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς ώστε να διασφαλίσουν ότι η μέγιστη διασυνοριακή χωρητικότητα είναι διαθέσιμη στην αγορά και να διενεργούν αυστηρά stress tests για τη σταθερότητα των δικτύων», υπογράμμισε.

Το ελληνικό κάλεσμα

Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με την Κομισιόν και στηρίζει την ανάπτυξη νέων εργαλείων σταθεροποίησης των τιμών, όπως τα PPAs (Power Purchase Agreements), που μπορούν να διασφαλίσουν πιο προβλέψιμες και χαμηλότερες τιμές για μεγάλους καταναλωτές, επιχειρήσεις και ενεργοβόρες βιομηχανίες. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα καλεί την ΕΕ να προωθήσει πολιτικές που θα μειώσουν το επενδυτικό ρίσκο και θα καταστήσουν τα PPAs πιο προσιτά σε περισσότερους καταναλωτές, με στήριξη από ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Οι τιμές ανέδειξαν τη διάσταση απόψεων μεταξύ της ΕΕ

Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αποτέλεσαν ένα από τα βασικά σημεία διαφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις χώρες να διαμορφώνουν διαφορετικές στρατηγικές για τη σταθεροποίησή τους. Η Γερμανία υποστήριξε πως η κύρια αιτία των υψηλών τιμών είναι η εξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο και ότι η επιτάχυνση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποτελεί τη μόνη βιώσιμη λύση για να μειωθεί η ανάγκη χρήσης φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, αντιτάχθηκε σε ριζικές παρεμβάσεις στην αγορά, επιμένοντας πως η μακροπρόθεσμη λύση βρίσκεται στη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού ενεργειακού συστήματος χωρίς επιδοτήσεις.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

Σύμφωνα με έκθεση της ACER το 2024, η εξάρτηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλη την Ευρώπη, καθώς οι διαφορετικές στρατηγικές παραγωγής ηλεκτρισμού οδήγησαν σε διαφορετικά αποτελέσματα.

Στην Ιταλία, η σύνδεση μεταξύ τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου παρέμεινε ισχυρή, όπως και το 2022. Ο λόγος είναι η σημαντική συμμετοχή μονάδων φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή. Παρά την αυξανόμενη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών, οι μονάδες φυσικού αερίου εξακολουθούν να καλύπτουν τις διακυμάνσεις της ζήτησης και να διαμορφώνουν τις τιμές στις ώρες αιχμής. Αυτό σημαίνει ότι οι διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου μεταφέρονται άμεσα στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Στη Γερμανία, οι μακροπρόθεσμες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου παρέμειναν συνδεδεμένες, αλλά παρατηρήθηκε μείωση της επίδρασης του αερίου στις βραχυπρόθεσμες τιμές. Η ραγδαία αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, ιδίως αιολικών και φωτοβολταϊκών, μείωσε τον ρόλο των μονάδων φυσικού αερίου στη διαμόρφωση των τιμών σε ώρες με υψηλή παραγωγή ΑΠΕ. Παρόλα αυτά, τις βραδινές ώρες και σε περιόδους χαμηλής παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, οι σταθμοί φυσικού αερίου εξακολουθούν να έχουν κεντρικό ρόλο στην εξισορρόπηση της αγοράς, επηρεάζοντας έτσι τις διακυμάνσεις των τιμών.

Στη Γαλλία, η επιστροφή των πυρηνικών μονάδων στο σύστημα μείωσε δραματικά την εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Το 2022 και το 2023, όταν πολλές μονάδες πυρηνικής ενέργειας ήταν εκτός λειτουργίας λόγω εργασιών συντήρησης, η χώρα αναγκάστηκε να καλύψει το κενό μέσω εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και μεγαλύτερης χρήσης φυσικού αερίου. Το 2024, ωστόσο, η σταδιακή επαναλειτουργία των αντιδραστήρων της EDF αύξησε σημαντικά την εγχώρια παραγωγή, καθιστώντας τη Γαλλία καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα να αποσυνδεθεί σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές του φυσικού αερίου, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προερχόταν από πυρηνική ενέργεια και όχι από μονάδες αερίου.

Η Ισπανία ήταν από τις χώρες που ζήτησαν την ταχεία αποσύνδεση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο, επισημαίνοντας ότι η σημερινή κατάσταση αδικεί τα κράτη που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές. Σύμφωνα με την ισπανική αντιπροσωπεία, «δεν μπορούμε να έχουμε μια αγορά όπου οι τιμές καθορίζονται από τις διακυμάνσεις του φυσικού αερίου, ενώ μεγάλο μέρος της ενέργειας παράγεται από φθηνότερες πηγές».

Η Ιταλία τάχθηκε υπέρ συγκεκριμένων παρεμβάσεων για τη σταθεροποίηση των τιμών, προτείνοντας μια ευρωπαϊκή προσέγγιση στο μοντέλο της Ιβηρικής εξαίρεσης που εφαρμόζεται ήδη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Παράλληλα, συμ΄φωνησε με τη θέση της Ελλάδας και ζήτησε καλύτερη εποπτεία της αγοράς για να αποτραπεί η κερδοσκοπία, καθώς και ενίσχυση των διασυνδέσεων με τη Βόρεια Αφρική, ώστε να διασφαλιστούν φθηνότερες εισαγωγές ενέργειας. Στον αντίποδα, η Σουηδία εναντιώθηκε σε άμεσες παρεμβάσεις στην αγορά, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα προκαλέσει στρεβλώσεις. Για τη σουηδική πλευρά, η λύση βρίσκεται στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και στις επενδύσεις σε αποδοτικότερα δίκτυα, ώστε η μείωση του κόστους να επιτευχθεί σταδιακά και με φυσικό τρόπο μέσω της αγοράς.

Η Βουλγαρία ανέδειξε το ζήτημα των ανισοτήτων στις τιμές μεταξύ των κρατών-μελών, τονίζοντας ότι οι φτωχότερες χώρες επηρεάζονται δυσανάλογα από την ενεργειακή κρίση. Πρότεινε, έτσι, τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης για τα κράτη που πλήττονται περισσότερο από τις υψηλές τιμές, επισημαίνοντας πως η ενεργειακή πολιτική δεν πρέπει να επιβαρύνει αποκλειστικά τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Από την πλευρά της, η Κύπρος, η οποία παραμένει απομονωμένη από το ευρωπαϊκό δίκτυο, υποστήριξε ότι οι τιμές μπορούν να μειωθούν μόνο αν βελτιωθούν οι ενεργειακές διασυνδέσεις. Η κυπριακή αντιπροσωπεία ζήτησε επίσης πρόσθετη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τη μετάβαση σε φθηνότερες και καθαρότερες πηγές ενέργειας, υπογραμμίζοντας πως το κόστος της μετάβασης δεν μπορεί να βαρύνει μόνο τα κράτη-μέλη με μικρότερη ενεργειακή αυτονομία.

Η Λιθουανία έθεσε το ζήτημα των ακραίων διακυμάνσεων των τιμών στις περιφερειακές αγορές, οι οποίες, σύμφωνα με την αντιπροσωπεία της χώρας, δημιουργούν προβλήματα στον σχεδιασμό της ενεργειακής πολιτικής. Ζήτησε καλύτερο συντονισμό μεταξύ των χωρών της Βαλτικής και της υπόλοιπης ΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών και να αποφευχθούν ακραίες διαφοροποιήσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία της αγοράς.

ACER: Η εναρμόνιση των αγορών μπορεί να αποφέρει ως και 43 δισ. στην Ευρώπη

Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε ο διευθυντής της ACER, Christian Zinglersen η ενεργειακή ενοποίηση της Ευρώπης φαντάζει ως η πιο ρεαλιστική λύση για τον περιορισμό του κόστους. Η ACER εκτιμά ότι η περαιτέρω εναρμόνιση των αγορών και η βελτίωση της διασυνδεσιμότητας θα μπορούσαν να αποφέρουν οφέλη ύψους 40-43 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Επιπλέον, η περιφερειακή συνεργασία μεταξύ κρατών μπορεί να μειώσει την ανάγκη για επενδύσεις ευελιξίας έως 20%, καθώς η ορθολογική διαχείριση των ΑΠΕ και των υποδομών μπορεί να μετριάσει τη μεταβλητότητα των τιμών.

Διαβάστε ακόμη