Το ενεργειακό τοπίο στην Ελλάδα έχει αλλάξει άρδην – και η εποχή της φθηνής ενέργειας αποτελεί παρελθόν. Οι τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου παραμένουν υψηλές, η φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα αυξάνεται, και η στροφή στις ΑΠΕ, όσο αναγκαία κι αν είναι, δεν θα φέρει άμεσα φθηνότερο ρεύμα χωρίς παράλληλη επένδυση σε ισχυρές υποδομές αποθήκευσης.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για τις τιμές ενέργειας στην Ε.Ε. («Study on energy prices and costs – 2024 edition»), το κόστος της ενέργειας δεν είναι πλέον μια προσωρινή κρίση, αλλά μια νέα πραγματικότητα. Για τα ελληνικά νοικοκυριά και τη βιομηχανία, το ζητούμενο δεν είναι πια πώς θα ξεπεράσουν την κρίση, αλλά πώς θα επιβιώσουν και θα παραμείνουν ανταγωνιστικά σε ένα περιβάλλον στο οποίο η ενέργεια δεν είναι απλώς ένας λογαριασμός – αλλά το θεμέλιο της οικονομικής βιωσιμότητας.

Η Ε.Ε. προειδοποιεί: το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου παραμένει κατά 40-50% υψηλότερο σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση, και οι διακυμάνσεις της αγοράς δεν δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης. Η βιομηχανία δέχεται τεράστιες πιέσεις από τις υψηλές τιμές, ενώ τα νοικοκυριά βλέπουν το ενεργειακό κόστος να απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους. Και η εικόνα αυτή θα μας συνοδεύει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η ενεργειακή μετάβαση προχωρά, αλλά δεν φέρνει (ακόμα) φθηνότερη ενέργεια. Αντίθετα, οι επιδοτήσεις αποσύρονται, οι αγορές σταδιακά εξομαλύνονται σε ένα νέο – και ακριβότερο – επίπεδο, και οι επενδύσεις σε αποθήκευση και δικτυακές υποδομές καθορίζουν ποιος θα αντέξει και ποιος όχι.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, για τη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού, η Ελλάδα παρουσιάζει παραδοσιακά υψηλότερες τιμές από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ακολουθώντας την Ιταλία. Αυτό αποδίδεται στη μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο, το οποίο μέχρι το 2022 προερχόταν κατά 40% από τη Ρωσία. Η αναφορά επισημαίνει ότι οι τιμές χονδρικής στην Ελλάδα παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ηλεκτρικής Ζώνης (EPB) κατά 20%-60%, γεγονός που δείχνει ότι παραμένουμε από τις ακριβότερες αγορές.

Ως προς τη χονδρική τιμή ρεύματος στην Ελλάδα, για σήμερα η μέση τιμή βρίσκεται στα 107 ευρώ ανά MWh, σημειώνοντας πτώση 10,95% σε σχέση με την Πέμπτη, όπου βρισκόταν στα 121 ευρώ ανά MWh. Πράγματι, από την 1η Μαρτίου έχει σημειωθεί πτώση στο χονδρικό κόστος που έχει το ρεύμα στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, στις 28 Φεβρουαρίου η μέση χονδρική τιμή βρισκόταν στα 150,50 ευρώ ανά MWh. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, μπορεί οι τιμές να έχουν υποχωρήσει από τα ακραία επίπεδα των 200 ευρώ/MWh που είδαμε κατά τη διάρκεια του φαινομένου Dunkelflaute, ή ακόμα και των 300 ευρώ/MWh στις πιο έντονες φάσεις της ενεργειακής κρίσης, αλλά η τάση παραμένει σταθερά ανοδική. Οι διακυμάνσεις της αγοράς μπορεί να έχουν ομαλοποιηθεί σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, όμως το κόστος της ενέργειας εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα, χωρίς να διαφαίνεται ουσιαστική αποκλιμάκωση στον ορίζοντα.

Η χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη έχει σταθεροποιηθεί σε 85 ευρώ ανά μεγαβατώρα, επίπεδο πολύ υψηλότερο από τον ιστορικό μέσο όρο των 56 ευρώ κατά την περίοδο 2008-2020. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξημένες τιμές δεν ήταν μια προσωρινή διαταραχή, αλλά μια νέα πραγματικότητα. Παράλληλα, η αγορά ηλεκτρισμού στην ΕΕ παραμένει ακριβότερη από ανταγωνιστικές αγορές όπως οι ΗΠΑ (59 ευρώ/MWh το 2023) και η Ιαπωνία (81 ευρώ/MWh), γεγονός που επιβαρύνει τη βιομηχανία και τους καταναλωτές.

Η λιανική τιμή του ηλεκτρισμού για τα νοικοκυριά σημείωσε αυξήσεις το 2022 και το 2023, καθώς η αύξηση των χονδρικών τιμών μετακυλίστηκε σταδιακά στους καταναλωτές. Το 2024, οι τιμές παραμένουν κοντά στα επίπεδα του 2023, χωρίς σημαντικές μειώσεις. Η διακύμανση των τιμών στην ΕΕ είναι μεγάλη, με την Ολλανδία να καταγράφει την υψηλότερη τιμή (401 ευρώ/MWh) και τη Βουλγαρία τη χαμηλότερη (116 ευρώ/MWh). Σε παγκόσμια κλίμακα, η ΕΕ εξακολουθεί να έχει σημαντικά υψηλότερες τιμές για τα νοικοκυριά σε σχέση με την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τη Βραζιλία (20%-50% χαμηλότερες τιμές), ενώ μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο έχει συγκρίσιμο κόστος.

Το κόστος ενέργειας στην Ευρώπη είναι έως και 4 φορές υψηλότερο από εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών και δύο φορές υψηλότερο από της Κίνας, με την αγορά να υποστηρίζει πως το Σχέδιο Δράσης της Κομισιόν για χαμηλότερο ενεργειακό κόστος (Affordable Energy Action Plan) δεν αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος. Όπως είχε γράψει το energygame.gr η Κομισιόν βλέπει μια ευκαιρία για άμεση μείωση του ενεργειακού κόστους στις χρεώσεις δικτύου, που αποτελούν μεγάλο αγκάθι για τους καταναλωτές, αφού επιβαρύνουν σημαντικά τους λογαριασμούς του ρεύματος. Όμως, το σχέδιο πέφτει πάνω σε αντιφάσεις.

Από τη μία, ζητά πιο ισχυρές διασυνδέσεις και νέες πράσινες ηλεκτρικές λεωφόρους για να επιταχυνθεί η διείσδυση των ΑΠΕ. Από την άλλη, όμως, καλεί τις κυβερνήσεις να κόψουν τα τέλη δικτύου για συγκεκριμένες κατηγορίες ενεργοβόρων καταναλωτών – κυρίως για βιομηχανίες που επενδύουν στον εξηλεκτρισμό τους ή μεταφέρουν την κατανάλωσή τους σε ώρες χαμηλής ζήτησης. Το ζήτημα όμως που προκύπτει είναι ποιος θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη των διασυνδέσεων και των δικτύων, δεδομένου ότι οι σχετικές χρεώσεις καλύπτονται σήμερα από τους καταναλωτές μέσω των τελών δικτύου. Εάν οι χρεώσεις αυτές μειωθούν για συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών, δημιουργείται ένα κενό στη χρηματοδότηση των νέων έργων. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η κάλυψη αυτού του κενού θα πρέπει να προέλθει από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, με τις κυβερνήσεις να αναλαμβάνουν το σχετικό κόστος.

Πληγές μετρά και η βιομηχανία λόγω του ενεργειακού κόστους

Η βιομηχανία έχει δεχθεί ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ το 2023 ήταν 97% υψηλότερες από τον μέσο όρο της περιόδου 2014-2020. Αυτό έχει επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών, καθώς οι τιμές στην Τουρκία (76 ευρώ/MWh), τις ΗΠΑ (74 ευρώ/MWh) και τον Καναδά (92 ευρώ/MWh) είναι σημαντικά χαμηλότερες. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μείωση της παραγωγής σε ενεργοβόρους κλάδους, όπως το πρωτογενές αλουμίνιο και τα κράματα σιδήρου, όπου η παραγωγή στην ΕΕ μειώθηκε κατά 43% μεταξύ 2019 και 2023. Οι αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος έχουν καταστήσει τη διατήρηση της παραγωγής δύσκολη για πολλούς τομείς, με αποτέλεσμα την αναστολή λειτουργίας ή το κλείσιμο μονάδων.

Η αύξηση του ενεργειακού κόστους συνιστά πλέον συστημικό κίνδυνο για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και ανταγωνιστικότητα. Με δεδομένο αυτό το δύσκολο τοπίο, δημοσιεύτηκε τον προηγούμενο μήνα η πολυαναμενόμενη «Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία» (Clean Industrial Deal). Η Eurometaux θα ήθελε να δει πολλά περισσότερα να γίνουν για να διασφαλίσει ότι μπορεί να παρασχεθεί ουσιαστική υποστήριξη στο λειτουργικό κόστος της βιομηχανίας έως ότου οι τιμές της ενέργειας επανέλθουν στα προ του 2022 επίπεδα. Ωστόσο, με βάση την έκθεση της Κομισιόν οι τιμές του 2022 φαίνεται να βρίσκονται πολύ μακριά από τη σημερινή πραγματικότητα.

Η ενεργειακή κρίση επηρέασε βαθιά και τα δημόσια οικονομικά. Το 2022, ο συνολικός λογαριασμός εισαγωγών ενέργειας της ΕΕ εκτινάχθηκε στα 550 δισεκατομμύρια ευρώ, πριν μειωθεί στα 377 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023, επίπεδο 44% υψηλότερο από τον μέσο όρο της περιόδου 2014-2022. Παράλληλα, τα φορολογικά έσοδα από την ενέργεια μειώθηκαν, καθώς οι κυβερνήσεις μείωσαν φόρους και επέβαλαν πλαφόν στις τιμές για να ανακουφίσουν τους καταναλωτές. Το 2022, τα φορολογικά έσοδα από την ενέργεια στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 12% σε σχέση με το 2019, ενώ οι κρατικές επιδοτήσεις αυξήθηκαν κατά 32 δισεκατομμύρια ευρώ.

Για την ελληνική βιομηχανία, το αυξημένο ενεργειακό κόστος έχει μειώσει την ανταγωνιστικότητα απέναντι σε τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία και η Κίνα, όπου το κόστος ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου είναι τουλάχιστον 20% χαμηλότερο. Σύμφωνα με την έκθεση, οι ευρωπαϊκές ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως η παραγωγή αλουμινίου, κράματος σιδήρου και υαλουργίας, έχουν καταγράψει πτώση παραγωγής έως και 43% μεταξύ 2019-2023, λόγω της ενεργειακής κρίσης. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου πολλές βιομηχανίες αναζητούν μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας (PPAs) από ΑΠΕ, ώστε να μειώσουν το κόστος τους.

Οι υψηλές ενεργειακές τιμές έχουν αναγκάσει πολλές εταιρείες να μετακυλήσουν το κόστος στους πελάτες τους, κάτι που όμως δεν είναι πάντα εφικτό λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού. Ειδικά στη μεταλλουργία και την υαλουργία, η αύξηση του ενεργειακού κόστους είναι ένας από τους βασικούς λόγους που πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν περιορίσει την παραγωγή τους ή ακόμα και κλείσει μονάδες.

Παράλληλα, η φορολογική επιβάρυνση της βιομηχανίας στην ΕΕ έχει αυξηθεί. Το 2023, οι φόροι και τα τέλη στη χρήση φυσικού αερίου για βιομηχανικές μονάδες αυξήθηκαν από 0,6 σε 1,7 ευρώ/MWh, με την Ελλάδα να είναι μεταξύ των χωρών που επέβαλαν αυξήσεις. Αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερο κόστος για τις βιομηχανίες, που ήδη δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις υψηλές τιμές ενέργειας.

Ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα

Η ενεργειακή φτώχεια παραμένει έντονο φαινόμενο στην Ελλάδα, καθώς η χώρα εξακολουθεί να έχει υψηλή εξάρτηση από πετρέλαιο θέρμανσης. Σύμφωνα με την έκθεση, το 20% των ελληνικών νοικοκυριών χρησιμοποιεί πετρέλαιο για τη θέρμανση, ποσοστό που βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με χώρες όπως το Βέλγιο και η Ιρλανδία. Παράλληλα, η έλλειψη εκτεταμένου δικτύου φυσικού αερίου σημαίνει ότι πολλά νοικοκυριά στη χώρα χρησιμοποιούν ακόμα υγρά καύσιμα και ξύλα, κάτι που αυξάνει το κόστος και επιτείνει την ενεργειακή ανασφάλεια.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις χώρες με τις υψηλότερες λιανικές τιμές καυσίμων στην Ευρώπη. Η βενζίνη στην Ελλάδα είναι 9-14% ακριβότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που επιβαρύνει σημαντικά τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα εκείνα με χαμηλότερα εισοδήματα.

Η ενεργειακή φτώχεια δεν αφορά μόνο την αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών θέρμανσης και ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και το γεγονός ότι το αυξημένο κόστος ενέργειας εξαναγκάζει νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα να περικόψουν δαπάνες σε άλλα βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα και υγειονομική περίθαλψη. Το χαμηλότερο εισοδηματικό 10% των νοικοκυριών στην ΕΕ δαπάνησε κατά μέσο όρο 1.250 ευρώ το 2022 για ενεργειακές ανάγκες, ποσό που αντιστοιχεί στο 7,5% του συνολικού τους εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενέργεια σε σχέση με τα μεσαία εισοδήματα, καθιστώντας τα πιο ευάλωτα σε αυξήσεις τιμών.

Οι κυβερνήσεις αντέδρασαν με μέτρα στήριξης, όπως επιδοτήσεις λογαριασμών, μειώσεις ΦΠΑ και ανώτατα όρια τιμών. Ωστόσο, το 2023, πολλές χώρες άρχισαν να αποσύρουν αυτά τα μέτρα, γεγονός που έχει ήδη αρχίσει να αυξάνει το βάρος για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Ποιες χώρες επηρεάζονται περισσότερο

Η ενεργειακή φτώχεια επηρεάζει διαφορετικά τα κράτη-μέλη της ΕΕ, με ορισμένες χώρες να βρίσκονται σε πιο δυσχερή θέση από άλλες.

Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Κροατία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία, πολλά νοικοκυριά εξαρτώνται ακόμα από στερεά καύσιμα, όπως ξύλο και άνθρακα. Το 2023, το 45% των νοικοκυριών στην Κροατία, το 32% στη Βουλγαρία και το 31% στην Ουγγαρία εξακολουθούσαν να βασίζονται σε αυτά τα καύσιμα, κάτι που συνδέεται άμεσα με την ενεργειακή φτώχεια. Σε αυτές τις χώρες, το υψηλό κόστος φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος αναγκάζει τους πολίτες να επιστρέφουν σε φθηνότερες και πιο ρυπογόνες μορφές ενέργειας.

Στη Νότια Ευρώπη, η κατάσταση είναι διαφορετική αλλά εξίσου προβληματική. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν ακόμα μεγάλη εξάρτηση από το πετρέλαιο θέρμανσης, γεγονός που διατηρεί υψηλό το κόστος διαβίωσης.

Στον Βορρά, χώρες όπως η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Δανία έχουν μεν υψηλότερα εισοδήματα, αλλά καταγράφουν τις υψηλότερες τιμές λιανικής ενέργειας στην ΕΕ. Το 2023, οι τιμές φυσικού αερίου στα νοικοκυριά έφτασαν τα 205 ευρώ/MWh στη Σουηδία και την Ολλανδία, διπλάσιες από τον μέσο όρο της ΕΕ, αναγκάζοντας πολλές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα στήριξης.

Στην εξίσωση της ακρίβειας το φυσικό αέριο

Στην αγορά φυσικού αερίου, η κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές στην Ευρώπη σε επίπεδα άνω των 100 ευρώ/MWh για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 2021-2022, με ανώτατο όριο τα 231 ευρώ/MWh τον Αύγουστο του 2022. Στο φυσικό αέριο, η έκθεση επιβεβαιώνει ότι οι τιμές έχουν μειωθεί από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2022, όταν είχαν φτάσει τα 231 ευρώ/MWh τον Αύγουστο, και πλέον έχουν σταθεροποιηθεί στα 30-40 ευρώ/MWh το 2023-2024.

Αυτή η νέα ισορροπία αντικατοπτρίζει τη μετάβαση από το φθηνό ρωσικό αέριο στους ακριβότερους εισαγωγείς LNG, με αποτέλεσμα την αυξημένη εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, που πλέον είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής LNG της ΕΕ. Το 2023, οι εισαγωγές LNG έφτασαν το 39% των συνολικών εισαγωγών αερίου, από 22% το 2021, ενώ το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών περιορίστηκε στο 8%.

Οι λιανικές τιμές φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατακόρυφα, φτάνοντας τα 125 ευρώ/MWh τον Αύγουστο του 2022, πριν μειωθούν στα 100 ευρώ/MWh το 2023, επίπεδο σχεδόν διπλάσιο από τα 60 ευρώ/MWh πριν την κρίση. Οι κρατικές παρεμβάσεις βοήθησαν να απορροφηθεί μέρος της αύξησης, αλλά σταδιακά αποσύρονται, δημιουργώντας νέες πιέσεις στους καταναλωτές. Οι υψηλότερες τιμές καταγράφηκαν στη Σουηδία και την Ολλανδία (205 ευρώ/MWh), ενώ οι χαμηλότερες σε Ρουμανία, Κροατία και Ουγγαρία (κάτω από 55 ευρώ/MWh).

Διαβάστε ακόμη