Η Ελλάδα έχει καταφέρει κάτι που πριν από λίγα χρόνια έμοιαζε αδιανόητο: η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές καλύπτει πλέον το 60% της συνολικής κατανάλωσης, με στόχο το ποσοστό αυτό να ξεπεράσει το 80% έως το 2030. Όμως, ένα νέο ερώτημα προκύπτει: πού θα καταναλωθεί όλη αυτή η «πράσινη» ενέργεια; Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αιολικά και φωτοβολταϊκά αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς, αλλά η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας δεν ακολουθεί την ίδια τροχιά. «Ακούμε πολλά για την ευελιξία και την αποθήκευση, αλλά υπάρχει ένα όριο. Αυτό μεταφράζεται σε ανάγκη για περισσότερη ζήτηση», δήλωσε, ο Αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, Ιωάννης Μάργαρης τονίζοντας ότι χωρίς νέους μεγάλους καταναλωτές ενέργειας, η δυναμική της ενεργειακής μετάβασης μπορεί να πατήσει φρένο απότομα.

Η λύση στην εξίσωση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια δεν είναι απλή όπως έγινε αντιληπτό στο πλαίσιο της ειδικής ημερίδας που συνδιοργάνωσαν η ευρωπαϊκή ένωση αιολικής ενέργειας WindEurope και η ΕΛΕΤΑΕΝ, με τίτλο: «Πρόσβαση στο Δίκτυο για Αιολικά Πάρκα: Περικοπές – Ευέλικτοι Όροι Σύνδεσης – Αδειοδότηση Σύνδεσης».

Σύμφωνα με τον κ. Μάργαρη δύο τομείς εμφανίζονται ως οι βασικοί υποψήφιοι για την απορρόφηση της πλεονάζουσας ενέργειας: τα data centers και η ηλεκτροκίνηση. Τα data centers αποτελούν μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες βιομηχανίες παγκοσμίως και ήδη αρκετοί επενδυτές εξετάζουν την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. «Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για νέα data centers, αλλά η πρόκληση είναι να βρούμε τις σωστές τοποθεσίες, όπου το δίκτυο μπορεί να στηρίξει τη λειτουργία τους», εξηγεί ο Μάργαρης.

Η ηλεκτροκίνηση αναμένεται επίσης να αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση ρεύματος, ειδικά με την ανάπτυξη των ταχυφορτιστών και των εταιρικών στόλων ηλεκτρικών οχημάτων. Αν και η υιοθέτηση της ηλεκτροκίνησης παραμένει σε πρώιμο στάδιο, η κυβέρνηση και η αγορά ποντάρουν στη ραγδαία άνοδο της την επόμενη δεκαετία.

Η ενεργειακή «παγίδα» στην οποία δεν πρέπει να πέσει η Ελλάδα

Την αλληλεπίδραση μεταξύ της διείσδυσης των ΑΠΕ και της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια ανέδειξε ο Νίκος Τσάφος, σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας. Η μέση ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα ανέρχεται στα 5,5 GW, αριθμός που παραμένει σχετικά σταθερός. «Η Ελλάδα έχει μια μέση ζήτηση περίπου 5,5 GW. Το 10% του χρόνου η ζήτηση ξεπερνά τα 7 GW, ενώ στο 3,5% των περιπτώσεων φτάνει πάνω από 8,5 GW. Στις πιο ακραίες καταστάσεις, σε συνθήκες καύσωνα όπου λειτουργούν όλα τα κλιματιστικά, η ζήτηση μπορεί να αγγίξει σχεδόν τα 11 GW», τόνισε.

Συνεπώς ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες, το ελληνικό σύστημα δεν ξεπερνά τα 11 GW ζήτησης, γεγονός που δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με το πώς θα διαχειριστεί το δίκτυο το πλήθος των νέων ΑΠΕ που βρίσκονται υπό ανάπτυξη. Ο κ. Τσάφος προειδοποιεί ότι αν δεν υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός, η Ελλάδα θα βρεθεί μπροστά σε μια ενεργειακή «παγίδα», με πλεονάζουσα παραγωγή που δεν θα μπορεί να απορροφηθεί. Και παρά τα καμπανάκια που χτυπά η αγορά για την πράσινη συμφόρηση που δημιουργείται στο δίκτυο, η όρεξη για επενδύσεις δεν φαίνεται να μειώνεται. Η ουρά των έργων που περιμένουν όρους σύνδεσης στο δίκτυο φτάνει τα 50 GW, ενώ η πραγματική διαθέσιμη χωρητικότητα δεν ξεπερνά τα 15-20 GW.

Το κρίσιμο ζήτημα για το ελληνικό ενεργειακό σύστημα δεν είναι μόνο η σύνδεση των ΑΠΕ στο δίκτυο, αλλά το πώς αυτό θα λειτουργήσει συνολικά στο μέλλον. «Αν εστιάζουμε αποκλειστικά στους όρους σύνδεσης, χάνουμε τη μεγαλύτερη εικόνα. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς θα διαμορφωθεί η ενεργειακή ισορροπία της χώρας, με δεδομένη την ταχύτατη διείσδυση των ΑΠΕ», τόνισε ο κ. Τσάφος.

Ο ίδιος ανέδειξε την ανάγκη να εξεταστεί η ευελιξία στη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, περιγράφοντας ένα μελλοντικό σενάριο όπου το 30%-40% της συνολικής ζήτησης θα προσαρμόζεται δυναμικά, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και της παραγωγής. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι αυτή η προσέγγιση απέχει πολύ από την εφαρμογή στην πράξη. «Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να έχουμε ένα σύστημα όπου ένα μεγάλο μέρος των φορτίων ενεργοποιείται και απενεργοποιείται ανάλογα με τις ανάγκες του δικτύου. Όμως, αυτή τη στιγμή, κάτι τέτοιο μοιάζει περισσότερο με επιστημονική φαντασία παρά με ρεαλιστικό σχεδιασμό», σημείωσε.

Ο Νίκος Τσάφος έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα για την ανάγκη αναπροσαρμογής του ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας. «Το πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε δεν είναι μόνο οι όροι σύνδεσης των ΑΠΕ. Είναι το γεγονός ότι έχουμε τεράστια ζήτηση για νέες συνδέσεις, αλλά το σύστημα αδυνατεί να απορροφήσει όλη αυτή την ενέργεια. Αυτή είναι η εξίσωση που πρέπει να λύσουμε», τόνισε χαρακτηριστικά.

Με άλλα λόγια, η βιωσιμότητα της ενεργειακής μετάβασης δεν θα κριθεί μόνο από την προσθήκη περισσότερων ΑΠΕ στο σύστημα, αλλά από το πώς η ζήτηση θα καταστεί πιο ευέλικτη και ικανή να υποστηρίξει τη νέα ενεργειακή πραγματικότητα. Αυτό προϋποθέτει εκτεταμένες αλλαγές στις υποδομές, στη ρύθμιση της αγοράς και στις τεχνολογικές λύσεις που θα επιτρέψουν την πιο αποδοτική διαχείριση της ηλεκτρικής ενέργειας. Το ερώτημα πλέον είναι αν η αγορά θα καταφέρει να προσαρμοστεί γρήγορα, ώστε να διασφαλιστεί ότι η «πράσινη» ενέργεια θα έχει όχι μόνο παραγωγούς, αλλά και καταναλωτές.

Η πρόκληση των δικτύων και η ηλεκτρική ενέργεια

«Αγκάθι» για το ενεργειακό σύστημα της Ελλάδας αποτελεί το γεγονός πως η χωρητικότητα των υποδομών δεν μπορεί να υποστηρίξει τον όγκο των νέων συνδέσεων ΑΠΕ. Παρά τις επενδύσεις που έχουν δεκαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, το πρόβλημα της συμφόρησης στο δίκτυο παραμένει οξύ και δεν μπορεί να λυθεί άμεσα. Ο ΑΔΜΗΕ επενδύει πλέον 700 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για την ανάπτυξη του δικτύου μεταφοράς. Το 2017 το ποσό αυτό ήταν μόλις 70 εκατομμύρια ευρώ.

Σύμφωνα με τον κ. Μάργαρη, το ζήτημα δεν είναι μόνο τα χρήματα. Ο ρυθμός ανάπτυξης των δικτύων εξαρτάται από τρία κρίσιμα σημεία:

  • Τη χρονοβόρα διαδικασία αδειοδότησης για νέα έργα μεταφοράς
  • Την ικανότητα της αγοράς να παράγει και να παραδίδει εξοπλισμό (μετασχηματιστές, καλώδια, κτλ.)
  • Τη διαθεσιμότητα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού για την κατασκευή των έργων»

Παρά τις επενδύσεις, το βασικό εμπόδιο είναι ο χρόνος. Ο Μάργαρης σημείωσε ότι η ολοκλήρωση μεγάλων έργων υποδομών χρειάζεται χρόνια, ενώ η ζήτηση για συνδέσεις έχει ήδη εξαντλήσει τη χωρητικότητα του δικτύου μέχρι το 2032-2033. «Οι χρόνοι ανάπτυξης του δικτύου είναι καθοριστικοί. Αν δεν κινηθούμε πιο γρήγορα, η ενεργειακή μετάβαση κινδυνεύει να εκτροχιαστεί», προειδοποίησε, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Γερμανία. «Εκεί, χρειάστηκαν πάνω από 10 χρόνια για να ξεκινήσει το μεγάλο έργο μεταφοράς North-South Corridor. Δεν μπορούμε να έχουμε τέτοιες καθυστερήσεις αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας».

Για να αντιμετωπιστεί το αδιέξοδο, ο ΑΔΜΗΕ προωθεί ευέλικτους όρους σύνδεσης, όπου οι παραγωγοί θα λαμβάνουν άδειες με περιορισμούς στην ισχύ που μπορούν να εγχέουν στο δίκτυο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι αναβαθμίσεις. «Στόχος μας είναι να δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες σύνδεσης, αλλά με ρεαλιστικούς όρους. Δεν μπορούμε να υποσχεθούμε απεριόριστη χωρητικότητα από την αρχή», εξήγησε. Παράλληλα, επεσήμανε ότι η ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων και συστημάτων αποθήκευσης θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαχείριση της ισχύος, αλλά δεν αποτελεί άμεση λύση για το πρόβλημα της χωρητικότητας.

Την επιτακτική ανάγκη για ριζική αναβάθμιση των ηλεκτρικών δικτύων προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ υπογράμμισε και σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας. Όπως επεσήμανε, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη σύνδεση των νέων έργων στο δίκτυο, αλλά κυρίως την ικανότητα του συστήματος να απορροφήσει τις τεράστιες ποσότητες ενέργειας που θα παράγονται τα επόμενα χρόνια. Οι καθυστερήσεις στις επεκτάσεις των δικτύων, η περιορισμένη ζήτηση και οι τοπικές αντιδράσεις δυσχεραίνουν περαιτέρω την κατάσταση. «Η πραγματική πρόκληση είναι η ισορροπία του συστήματος. Δεν μπορούμε να έχουμε παραγωγή χωρίς δίκτυο να τη μεταφέρει. Το πρόβλημα είναι πώς θα το υλοποιήσουμε», τόνισε χαρακτηριστικά.

Για την αντιμετώπιση αυτής της ανισορροπίας, ο Τσάφος πρότεινε επιτάχυνση των επενδύσεων σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής, ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης όπως μπαταρίες και αντλησιοταμίευση, καθώς και βελτίωση της διαχείρισης της χωρητικότητας, ώστε να αξιοποιούνται πρώτα τα αποδοτικότερα έργα. «Η πολιτική απόφαση για την αναβάθμιση του ηλεκτρικού συστήματος είναι πλέον μονόδρομος», κατέληξε, προειδοποιώντας πως αν δεν λυθεί το πρόβλημα των δικτύων, η ενεργειακή μετάβαση της χώρας κινδυνεύει να παραμείνει ένα θεωρητικό σχέδιο χωρίς ουσιαστική εφαρμογή.

Διαβάστε ακόμη