Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, με επιπτώσεις που επηρεάζουν κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Από τις αυξανόμενες φυσικές καταστροφές μέχρι τις μεταβολές στην παραγωγή τροφίμων και τις οικονομικές ανισότητες, η ανάγκη για δράση είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η ανθεκτικότητα απέναντι σε αυτές τις επιπτώσεις δεν είναι πλέον πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα. Ωστόσο, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια παραμένει η χρηματοδότηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων.

Πώς θα επιτευχθεί η κλιματική ανθεκτικότητα

Η μετάβαση προς ένα βιώσιμο και ανθεκτικό μοντέλο απαιτεί σημαντικούς οικονομικούς πόρους, οι οποίοι δεν μπορούν να προέλθουν αποκλειστικά από δημόσιες πηγές. Η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η κλιματική ανθεκτικότητα, καθώς οι κυβερνήσεις αδυνατούν να καλύψουν το τεράστιο χρηματοδοτικό κενό που υπάρχει για την προσαρμογή στις νέες κλιματικές συνθήκες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς πρωτοβουλίες, οι νέες μορφές επενδύσεων και η αγορά πράσινων ομολόγων έρχονται στο προσκήνιο ως εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να ενισχύσουν την κλιματική ανθεκτικότητα και να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.

Στο πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE-IP AdaptInGR, ειδικοί από όλο τον κόσμο συζήτησαν τις στρατηγικές για τη χρηματοδότηση της κλιματικής ανθεκτικότητας. Η βασική διαπίστωση ήταν μία: οι κρατικοί προϋπολογισμοί από μόνοι τους δεν επαρκούν. Η σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα και η δημιουργία νέων επενδυτικών εργαλείων είναι απολύτως αναγκαίες, εάν η ανθρωπότητα θέλει να προλάβει τις εξελίξεις και όχι απλώς να αντιδρά σε καταστροφές.

Ο Γιώργος Πρωτόπαπας, εκπροσωπώντας το Πράσινο Ταμείο, τόνισε ότι η διαχείριση αυτής της πρόκλησης δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά σε κρατικούς προϋπολογισμούς και επιδοτήσεις. Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων, η δημιουργία νέων μηχανισμών επενδύσεων και η ανάπτυξη σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων είναι καθοριστικής σημασίας για τη μετάβαση σε ένα πιο ανθεκτικό οικονομικό μοντέλο.

Σύμφωνα με τον κ. Πρωτόπαπα, ένας από τους βασικούς μηχανισμούς που μπορούν να κινητοποιήσουν τις αναγκαίες επενδύσεις είναι οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Σε αυτό το μοντέλο, το κράτος μπορεί να διασφαλίσει το ρυθμιστικό πλαίσιο και να παρέχει εγγυήσεις, ενώ ο ιδιωτικός τομέας φέρνει την τεχνογνωσία, την καινοτομία και την απαιτούμενη ρευστότητα. Ο κ. Πρωτόπαπας επεσήμανε ότι τέτοιες συνέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε ταχύτερη υλοποίηση έργων, χαμηλότερο κόστος και καλύτερα αποτελέσματα σε όρους βιωσιμότητας.

Ένα βασικό εργαλείο που έχει ήδη δοκιμαστεί σε άλλες χώρες είναι οι εγγυήσεις κινδύνου (risk guarantees), οι οποίες μειώνουν την αβεβαιότητα για τους ιδιώτες επενδυτές και καθιστούν τις επενδύσεις στην κλιματική ανθεκτικότητα πιο ελκυστικές. Αυτές οι εγγυήσεις, που μπορούν να παρασχεθούν, είτε από το κράτος, είτε από διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), προστατεύουν τους επενδυτές από ακραίες ζημίες που μπορεί να προκύψουν λόγω κλιματικών φαινομένων ή άλλων αστάθμητων παραγόντων.

Το χρηματοδοτικό κενό και η αναγκαιότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η τοποθέτηση του Gary Power, ο οποίος εκπροσώπησε το UNEP-FI (United Nations Environment Programme Finance Initiative). Σύμφωνα με τον Gary Power, το χρηματοδοτικό κενό για την κλιματική ανθεκτικότητα ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι κυβερνήσεις καλύπτουν περίπου το 66% των αναγκών, αλλά το υπόλοιπο 33% πρέπει να προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα.

Η πρόκληση, σύμφωνα με τον Gary Power, δεν είναι απλώς να εξασφαλιστούν οι πόροι, αλλά να διοχετευθούν αποτελεσματικά σε δράσεις που προσφέρουν συστημικά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι επενδύσεις στην ανθεκτικότητα δεν είναι απλώς ένα κόστος. Είναι μια τεράστια ευκαιρία ανάπτυξης και καινοτομίας».

Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να είναι διστακτικός όταν πρόκειται για επενδύσεις σε έργα ανθεκτικότητας, κυρίως λόγω της δυσκολίας μέτρησης των αποδόσεων, του αυξημένου επενδυτικού κινδύνου και της έλλειψης σαφούς ρυθμιστικού πλαισίου. Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, ο Gary Power παρουσίασε τρεις βασικές στρατηγικές που μπορούν να συμβάλουν στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων για την κλιματική ανθεκτικότητα:

Νέες μορφές πράσινης χρηματοδότησης

Η ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στις εκδόσεις πράσινων και βιώσιμων ομολόγων θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα ρεύματα χρηματοδότησης. Ήδη, το Resilience Challenge, μια νέα πρωτοβουλία που βρίσκεται σε εξέλιξη, στοχεύει στη δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου επενδύσεων στην ανθεκτικότητα, ενοποιώντας διάφορες πρωτοβουλίες και ενισχύοντας την πρόσβαση ιδιωτών επενδυτών σε μεγάλα έργα προσαρμογής.

Ενίσχυση της διαφάνειας και της πληροφόρησης

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές είναι η έλλειψη σαφούς και αξιόπιστης πληροφόρησης σχετικά με τους κλιματικούς κινδύνους και τις οικονομικές επιπτώσεις της ανθεκτικότητας. Το PAIL (Climate Adaptation Information and Learning Project), το οποίο αναπτύσσει το UNEP-FI, στοχεύει ακριβώς σε αυτό: στη δημιουργία ενός συστήματος δεδομένων και δεικτών, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να αξιολογήσουν πιο αποτελεσματικά τις επενδύσεις τους.

Δημιουργία κατάλληλων κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα

Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν να διαμορφώσουν φορολογικά κίνητρα, να μειώσουν τους κινδύνους των επενδύσεων μέσω κρατικών εγγυήσεων και να δημιουργήσουν κανονιστικά πλαίσια που διευκολύνουν τη χρηματοδότηση έργων ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) ήδη εργάζεται πάνω σε ένα σχέδιο για την ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στα κριτήρια επιλεξιμότητας των πράσινων επενδύσεων, κάτι που θα ενισχύσει τη ροή κεφαλαίων προς βιώσιμα έργα.

«Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά την ανθεκτικότητα, αλλά αν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά να μην επενδύσουμε σε αυτή», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Τα 5,5 τρισ. ξεπερνούν τα πράσινα ομόλογα

Η χρηματοδότηση της κλιματικής ανθεκτικότητας βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομικής ατζέντας, με τα πράσινα και βιώσιμα ομόλογα να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο Sean Kidney, ιδρυτής και CEO του Climate Bonds Initiative, ανέδειξε στο συνέδριο τη δυναμική των πράσινων ομολόγων ως βασικό μηχανισμό άντλησης κεφαλαίων για έργα ανθεκτικότητας. Με την παγκόσμια αγορά πράσινων ομολόγων να ξεπερνά πλέον τα 5,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, η αξιοποίησή τους για δράσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία – αλλά ταυτόχρονα και μια πρόκληση.

Σύμφωνα με τον Kidney, μόνο το 18% των πράσινων ομολόγων χρηματοδοτεί σήμερα δράσεις ανθεκτικότητας και προσαρμογής, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες ανά τον κόσμο υφίστανται ήδη τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Αυτό το ποσοστό πρέπει να αυξηθεί δραματικά τα επόμενα χρόνια, καθώς τα υφιστάμενα έργα ανθεκτικότητας δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τη ραγδαία αύξηση των κλιματικών κινδύνων.

Η ανάγκη για σαφείς κανόνες και Taxonomy Resilience

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εμποδίζουν την ευρεία υιοθέτηση πράσινων ομολόγων για δράσεις ανθεκτικότητας είναι η έλλειψη ενός ξεκάθαρου πλαισίου ταξινόμησης των επενδύσεων αυτών. Για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, απαιτείται ένα σύστημα που θα καθορίζει ποια έργα θεωρούνται επιλέξιμα για χρηματοδότηση μέσω πράσινων ομολόγων.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Kidney παρουσίασε την πρωτοβουλία “Taxonomy Resilience”, ένα νέο πλαίσιο κατηγοριοποίησης επενδύσεων ανθεκτικότητας, που θα επιτρέπει στους επενδυτές να εντοπίζουν έργα με σαφή κριτήρια βιωσιμότητας και μετρήσιμο αντίκτυπο. Ο στόχος είναι η ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά και η προσέλκυση περισσότερων κεφαλαίων σε έργα που συμβάλλουν στην προσαρμογή και ανθεκτικότητα των οικονομιών.

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν από τη συζήτηση είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος, αλλά η περιορισμένη προσφορά επιλέξιμων έργων. Οι επενδυτές είναι έτοιμοι να διοχετεύσουν κεφάλαια σε ανθεκτικές υποδομές, ωστόσο τα διαθέσιμα έργα παραμένουν λίγα, δημιουργώντας ένα σοβαρό χρηματοδοτικό κενό.

Ένας από τους βασικούς λόγους που συμβαίνει αυτό είναι η έλλειψη ώριμων επενδυτικών έργων. Τα έργα ανθεκτικότητας απαιτούν μακροχρόνιο σχεδιασμό και πολυετείς διαδικασίες αδειοδότησης, γεγονός που καθυστερεί την εισαγωγή τους στην αγορά. Οι επενδυτές αναζητούν έργα με σαφείς αποδόσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα, όμως πολλές χώρες, ιδίως οι αναπτυσσόμενες, δεν διαθέτουν ακόμα την επαρκή θεσμική και τεχνική υποστήριξη για την ανάπτυξή τους. Το ζήτημα αυτό εντείνεται λόγω της πολυπλοκότητας των διαδικασιών και της έλλειψης εξειδικευμένων χρηματοδοτικών μηχανισμών που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την υλοποίηση τέτοιων έργων.

Οι προκλήσεις

Μια ακόμη σημαντική πρόκληση είναι η δυσκολία μέτρησης του επενδυτικού ρίσκου. Τα έργα ανθεκτικότητας έχουν ασαφή χρονοδιαγράμματα απόδοσης, καθώς τα οφέλη τους γίνονται συνήθως εμφανή σε περιόδους κρίσης, όπως μετά από φυσικές καταστροφές. Οι επενδυτές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτίμηση αυτών των έργων, αφού η αξία τους δεν είναι πάντα άμεσα μετρήσιμη. Αυτή η αβεβαιότητα λειτουργεί αποτρεπτικά, καθώς οι επενδυτές προτιμούν έργα με ξεκάθαρες και γρήγορες αποδόσεις.

Ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας είναι η έλλειψη κυβερνητικών πολιτικών που να ενισχύουν την αγορά ανθεκτικών ομολόγων. Σε πολλές χώρες, η χρηματοδότηση υποδομών προσαρμογής εξακολουθεί να βασίζεται σε κρατικούς πόρους και επιδοτήσεις, χωρίς να υπάρχει ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που να προσελκύει ιδιωτικά κεφάλαια. Η απουσία ενός ολοκληρωμένου ρυθμιστικού πλαισίου και σαφών κινήτρων για τις ιδιωτικές επενδύσεις καθυστερεί τη δημιουργία μιας σταθερής αγοράς ανθεκτικών χρηματοδοτικών προϊόντων, περιορίζοντας τη δυναμική ανάπτυξης του τομέα.

Το σύνολο αυτών των παραγόντων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου η ζήτηση για επενδύσεις στην ανθεκτικότητα είναι υψηλή, αλλά η έλλειψη ώριμων έργων, η δυσκολία αξιολόγησης του ρίσκου και η απουσία κυβερνητικής στήριξης αποτρέπουν τη μαζική κινητοποίηση κεφαλαίων. Αν δεν αλλάξει αυτό το πλαίσιο, η ανθεκτικότητα θα παραμείνει ένα θεωρητικό ζητούμενο αντί να γίνει μια ουσιαστική επενδυτική πραγματικότητα.

Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν να διαμορφώσουν φορολογικά κίνητρα, να μειώσουν τους κινδύνους των επενδύσεων μέσω κρατικών εγγυήσεων και να δημιουργήσουν κανονιστικά πλαίσια που διευκολύνουν τη χρηματοδότηση έργων ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) ήδη εργάζεται πάνω σε ένα σχέδιο για την ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στα κριτήρια επιλεξιμότητας των πράσινων επενδύσεων, κάτι που θα ενισχύσει τη ροή κεφαλαίων προς βιώσιμα έργα.

Η μετάβαση προς μια ανθεκτική οικονομία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία. Τα πράσινα ομόλογα, τα ανθεκτικά ομόλογα και η γενικότερη αναμόρφωση της αγοράς βιώσιμων χρηματοδοτήσεων αποτελούν μονόδρομο για την κινητοποίηση των απαιτούμενων κεφαλαίων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Kidney: «Αν δεν ενσωματώσουμε την ανθεκτικότητα στις χρηματοδοτικές μας πρακτικές σήμερα, οι επενδύσεις του αύριο θα είναι ανεπανόρθωτα ευάλωτες». Το ερώτημα πλέον είναι αν οι κυβερνήσεις, οι ρυθμιστικές αρχές και οι επενδυτές θα δράσουν έγκαιρα – ή αν θα περιμένουν μέχρι οι οικονομίες να βιώσουν ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές, πριν υιοθετήσουν ένα νέο χρηματοδοτικό μοντέλο για την ανθεκτικότητα.

Διαβάστε ακόμη