Ήταν ίσως μία από τις πιο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων δεκαετιών στη Γερμανία. Το αποτέλεσμα δεν θα καθορίσει μόνο το μέλλον της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, αλλά και τις προοπτικές για ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, η οποία παλεύει με υπαρξιακά ζητήματα σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες στέλνει ηχηρά μηνύματα πως η αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα δεν είναι δεδομένη για πάντα, αφήνοντας τους Ευρωπαίους να αναμετρηθούν με την ενεργειακή τους ασφάλεια και τη στρατηγική τους αυτονομία. Στο εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU/CSU) του Φρίντριχ Μερτς αναδείχθηκε νικήτρια με 28,52% των ψήφων, επιστρέφοντας δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο.

Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί μια στροφή στη γερμανική πολιτική, μακριά από την περιβαλλοντικά φιλόδοξη, αλλά πολιτικά ασταθή διακυβέρνηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και των Πρασίνων. Η νίκη της CDU/CSU φέρνει στο προσκήνιο μια νέα ενεργειακή στρατηγική, η οποία θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την πυρηνική ενέργεια, το φυσικό αέριο και τις παραδοσιακές υποδομές. Με τη συντηρητική παράταξη να αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας, οι επιπτώσεις θα είναι βαθιές, ειδικά στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, τόσο στη Γερμανία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Μερτς αγκαλιάζει το φυσικό αέριο ως στρατηγικό καύσιμο για τα επόμενα χρόνια

Η εκλογική νίκη της CDU/CSU σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή στην ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας, με το φυσικό αέριο να αναδεικνύεται εκ νέου ως βασικό στοιχείο του ενεργειακού της μείγματος. Η νέα κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς δεν θεωρεί το αέριο «καύσιμο γέφυρα», αλλά ως στρατηγική επιλογή για την ενεργειακή σταθερότητα της χώρας. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, έρχεται σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να απαλλαγεί από τον εθισμό της στα καύσιμα που χρηματοδοτούν το πολεμικό ταμείο του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου (IfW Kiel), η ΕΕ αγόρασε ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο αξίας 21,9 δισ. κατά το τρίτο έτος του πολέμου. Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από τα 18,7 δισ. ευρώ που διέθεσε η ΕΕ στην Ουκρανία ως οικονομική βοήθεια το 2024, σύμφωνα το IfW Kiel.

Ενώ η απερχόμενη κυβέρνηση Σολτς αντιμετώπισε τις εισαγωγές LNG ως «αναγκαίο κακό» μετά την κρίση του 2022, η CDU δεν δείχνει τον ίδιο δισταγμό. Σύμφωνα με το Bloomberg, o Μερτς έχει δηλώσει ότι η χώρα χρειάζεται 50 νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα του ηλεκτρικού της δικτύου. Η στρατηγική αυτή διαφοροποιείται από τη ρητορική της απερχόμενης κυβέρνησης Σολτς, η οποία προσπαθούσε να μειώσει σταδιακά την εξάρτηση της χώρας από το αέριο, βλέποντας τις εισαγωγές LNG ως «αναγκαίο κακό». Αντίθετα, η CDU αντιμετωπίζει το αέριο ως δομικό στοιχείο της ενεργειακής της στρατηγικής και δεν δείχνει πρόθυμη να απομακρυνθεί από αυτό, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

Σύμφωνα με το Montel, η CDU έχει εκφράσει τη στήριξή της στη δημιουργία νέων τερματικών σταθμών LNG, ακολουθώντας τη στρατηγική που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς με την κατασκευή τερματικών σταθμών στη Βόρεια Θάλασσα. Ωστόσο, ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση έβλεπε αυτή την κίνηση ως προσωρινή λύση για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, η CDU φαίνεται να προσεγγίζει το LNG ως μια μακροπρόθεσμη στρατηγική επένδυση για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.

Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία ενδέχεται να προχωρήσει σε νέες συμφωνίες προμήθειας φυσικού αερίου με χώρες όπως το Κατάρ, οι ΗΠΑ και η Νορβηγία, πέρα από τις ήδη υπάρχουσες συμφωνίες που είχε συνάψει η κυβέρνηση Σολτς. Ταυτόχρονα, το Βερολίνο αναμένεται να στηρίξει τις ευρωπαϊκές επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου, όπως αγωγούς και υπόγειες αποθήκες, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη συνολική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ενεργειακό μέλλον της ηπείρου.

Ναι μεν, αλλά …

Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα και στη γραμμή που θα κρατήσει η ατμομηχανή της Ευρώπης συμπαρασύροντας και δημιουργώντας μία νέα τάξη πραγμάτων. Όπως έγραψε το Politico o ίδιος ο Μερτς, λίγες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης, έκανε μια ηχηρή δήλωση περί ανάγκης «θεμελιώδους ανανέωσης» των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων ασφαλείας, τονίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να επιτύχει την ανεξαρτησία της από τις ΗΠΑ. Τα σχόλιά του ήταν ιδιαίτερα σκληρά, υπογραμμίζοντας την «αδιαφορία» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη μοίρα της Ευρώπης και τη διστακτικότητα της Ουάσιγκτον να συνεχίσει να εγγυάται την ασφάλεια της ηπείρου.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή που ο Μερτς εμφανίζεται να θέλει μια πιο αυτόνομη Ευρώπη, η ΕΕ κινείται προς μια στρατηγική ενίσχυσης της ενεργειακής της εξάρτησης από τις ΗΠΑ, μέσω της απευθείας χρηματοδότησης αμερικανικών υποδομών LNG, με αντάλλαγμα μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου σε προνομιακές τιμές. Το σχέδιο αυτό, το οποίο αναμένεται να παρουσιαστεί στο «Action Plan for Affordable Energy» στις 26 Φεβρουαρίου, έχει ως στόχο να μειώσει το κόστος εισαγωγών LNG για την Ευρώπη, παρακάμπτοντας τους traders και τους ενδιάμεσους που εκτοξεύουν τις τιμές, όπως συμβαίνει σήμερα με το αμερικανικό αέριο που αγοράζεται στα 14 ευρώ/MWh στη Λουιζιάνα, αλλά φτάνει στην Ευρώπη με διπλάσιο κόστος λόγω των μηχανισμών της αγοράς.

Αυτή η στρατηγική της Κομισιόν ακολουθεί το ιαπωνικό μοντέλο, όπου η Ιαπωνία αγοράζει μετοχικά ποσοστά σε έργα LNG του εξωτερικού, εξασφαλίζοντας έτσι φθηνότερες εισαγωγές σε βάθος δεκαετιών. Ωστόσο, ενώ αυτό φαίνεται ως μια πρακτική λύση για τη μείωση του κόστους, στην πραγματικότητα σημαίνει μια βαθύτερη οικονομική και ενεργειακή σύνδεση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ. Αν και το σχέδιο δεν κατονομάζει συγκεκριμένους προμηθευτές, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ – ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG στην ΕΕ – θα είναι ο κύριος ωφελούμενος.

Η αντίφαση που προκύπτει είναι εμφανής. Από τη μία, ο Μερτς ζητά ενεργειακή και στρατηγική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ, υπονοώντας ότι η Γερμανία πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη αυτονομία στην εξωτερική της πολιτική. Από την άλλη, η δική του παράταξη – και η ευρωπαϊκή πολιτική συνολικά – κινείται προς μια στρατηγική που ενισχύει τη μακροπρόθεσμη εξάρτηση από τις ΗΠΑ μέσω της ενέργειας. Tο σχέδιο της ΕΕ για την αγορά LNG από τις ΗΠΑ δεν είναι μόνο ενεργειακή πολιτική, αλλά και μια προσπάθεια να αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος με τον Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει απειλήσει με νέους δασμούς στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, γεγονός που έχει προκαλέσει ανησυχία στις Βρυξέλλες. Με την ενίσχυση των εισαγωγών αμερικανικού LNG, οι Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι θα «χτίσουν γέφυρες» με την Ουάσιγκτον και θα αποφύγουν πιθανούς δασμούς, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίσουν πιο ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας για τη βιομηχανία τους.

Η συζήτηση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς στην Ευρώπη επανέρχεται η ιδέα της επαναλειτουργίας των ρωσικών αγωγών φυσικού αερίου. Σύμφωνα με πληροφορίες των Financial Times, η Γερμανία, μαζί με την Ουγγαρία και άλλες χώρες, φέρεται να έχει θέσει το θέμα, επιδιώκοντας μια πιο άμεση προσέγγιση στις ενεργειακές ροές, προκειμένου να μειώσει το κόστος. Εάν η Γερμανία δεχτεί να συνάψει νέες μακροπρόθεσμες συμφωνίες με τις ΗΠΑ για LNG, θα κλείσει ουσιαστικά την πόρτα σε οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη.

Σε τελική ανάλυση, η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας θα πρέπει να επιλέξει: Θα αποδεχθεί τη στρατηγική της ΕΕ για εμβάθυνση της ενεργειακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ρισκάροντας μεγαλύτερη εξάρτηση, ή θα επιδιώξει έναν πιο πολυδιάστατο ενεργειακό σχεδιασμό που θα ενισχύει την αυτονομία της Ευρώπης; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα διαμορφώσει τις ενεργειακές και γεωπολιτικές ισορροπίες της ηπείρου για τα επόμενα χρόνια.

Η επανεκκίνηση της πυρηνικής ενέργειας

Η νίκη της CDU επαναφέρει ζωηρά τη συζήτηση για την επανεκκίνηση της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία, σηματοδοτώντας μια πιθανή ρήξη με την πολιτική που είχε χαράξει η Άνγκελα Μέρκελ και συνέχισε η κυβέρνηση Σολτς. Η Γερμανία, η οποία έκλεισε τους τελευταίους πυρηνικούς αντιδραστήρες της τον Απρίλιο του 2023, φαίνεται ότι βρίσκεται πλέον σε ένα σημείο καμπής, με την επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας να γίνεται ξανά μέρος της πολιτικής ατζέντας.

Ο ίδιος ο Μερτς έχει καταστήσει σαφές ότι η πλήρης απομάκρυνση από την πυρηνική ενέργεια ήταν ένα λάθος και ότι η χώρα δεν μπορεί να αποκλείσει αυτό το τεχνολογικό εργαλείο από το ενεργειακό της μείγμα. Σύμφωνα με Μέρτς, η ενεργειακή στρατηγική της Γερμανίας πρέπει να βασίζεται στην ασφάλεια εφοδιασμού, τη μείωση του κόστους και τη μείωση των εκπομπών CO₂, και η πυρηνική ενέργεια πληροί και τα τρία αυτά κριτήρια.

Η συζήτηση για την επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση, αλλά επηρεάζει και τις ευρωπαϊκές πολιτικές ισορροπίες. Η χώρα είχε συγκρουστεί επανειλημμένα με τη Γαλλία για τον ρόλο της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη, καθώς το Παρίσι τη θεωρεί κεντρικό εργαλείο για την ενεργειακή αυτονομία και την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα. Το Βερολίνο, υπό την προηγούμενη κυβέρνηση, είχε ταχθεί κατά της αναγνώρισης της πυρηνικής ενέργειας ως “πράσινης” στην Ταξινομία της ΕΕ, προκαλώντας εντάσεις με χώρες που στηρίζουν την τεχνολογία, όπως η Φινλανδία και η Ουγγαρία.

Όπως αναφέρει το Montel, η CDU φαίνεται αποφασισμένη να αλλάξει αυτή τη στάση. Το κόμμα έχει ήδη δηλώσει ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας των πυρηνικών σταθμών που έκλεισαν πρόσφατα, γεγονός που αν συμβεί, θα σηματοδοτήσει μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές στην ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας τα τελευταία χρόνια. Η απόφαση αυτή δεν είναι απλή, καθώς η αποσυναρμολόγηση των σταθμών έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ η γερμανική βιομηχανία πυρηνικής τεχνολογίας έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Ωστόσο, αν η νέα κυβέρνηση το αποφασίσει, θα μπορούσε να συνεργαστεί με γαλλικές και άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες για την επανέναρξη της λειτουργίας ορισμένων αντιδραστήρων.

Παράλληλα, η CDU δεν αποκλείει και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών πυρηνικής ενέργειας, όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), μια τεχνολογία που προωθείται από χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία. Αυτοί οι αντιδραστήρες είναι μικρότεροι, πιο ευέλικτοι και μπορούν να τοποθετηθούν κοντά σε βιομηχανικές περιοχές, παρέχοντας σταθερή και καθαρή ενέργεια με χαμηλότερο κόστος εγκατάστασης. Η Γερμανία, αν αποφασίσει να επιστρέψει στην πυρηνική ενέργεια, μπορεί να επιλέξει να επενδύσει σε αυτή τη νέα γενιά αντιδραστήρων αντί να επιχειρήσει την επανεκκίνηση παλαιότερων μονάδων. Οι Πράσινοι, αν και αποδυναμωμένοι, παραμένουν μια πολιτική δύναμη στη γερμανική κοινωνία, και οποιαδήποτε απόπειρα επαναφοράς της πυρηνικής ενέργειας θα συναντήσει αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα που είχαν πρωτοστατήσει στο κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η επιστροφή της Γερμανίας στην πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να ενισχύσει τη γαλλογερμανική συνεργασία στην ενεργειακή πολιτική. Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η Γαλλία θέλει να γίνει ηγέτης στην πυρηνική τεχνολογία, και μια πιθανή αλλαγή στάσης της Γερμανίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινά σχέδια ανάπτυξης πυρηνικών υποδομών, ενίσχυσης της έρευνας και παραγωγής καυσίμων για τους αντιδραστήρες της επόμενης γενιάς.

Την ίδια στιγμή, η στροφή αυτή της Γερμανίας θα επηρεάσει και τις ενεργειακές πολιτικές της ΕΕ. Η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει μια νέα οδηγία για την “καθαρή ενέργεια”, η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει την πυρηνική ενέργεια δίπλα στις ανανεώσιμες πηγές, αντί για την αποκλειστική στήριξη στις ΑΠΕ, κάτι που θα ικανοποιούσε τη νέα γερμανική κυβέρνηση. Ωστόσο, η επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια φέρνει μαζί της και προκλήσεις, τόσο οικονομικές όσο και τεχνικές. Το κόστος επαναλειτουργίας των κλειστών αντιδραστήρων ή της ανάπτυξης νέων είναι υψηλό, ενώ η διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων παραμένει ένα άλυτο ζήτημα που προκαλεί ανησυχίες στη γερμανική κοινωνία. Παράλληλα, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και τεχνογνωσίας στη χώρα μπορεί να καταστήσει δύσκολη την άμεση εφαρμογή ενός νέου προγράμματος πυρηνικής ενέργειας.

Η στροφή και οι ΑΠΕ

Η άνοδος του κεντροδεξιού κόμματος αναμένεται να σηματοδοτήσει μια στροφή στην ενεργειακή πολιτική, ακόμη και αν καταλήξει να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Η βαριά βιομηχανική οικονομία της Γερμανίας έχει επιβαρυνθεί για χρόνια από το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, και η ανάγκη για αλλαγή είναι επιτακτική.
Σύμφωνα με το Bloomberg, ο Μερτς, ο οποίος είναι έτοιμος να αναλάβει την καγκελαρία, δεσμεύτηκε να μειώσει το βάρος για τους καταναλωτές μειώνοντας τους φόρους, επενδύοντας στα δίκτυα και χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες τεχνολογίες για να διασφαλίσει επαρκείς ενεργειακές προμήθειες. Το κόμμα του είναι απίθανο να απορρίψει την επέκταση της υποδομής ορυκτών καυσίμων και επιθυμεί να επανεξετάσει την απόφαση εξόδου από την πυρηνική ενέργεια, παρά τη σκεπτικιστική στάση πολλών επιχειρηματικών παραγόντων.

Οι φιλοδοξίες της Γερμανίας για το κλίμα «θα μειωθούν κάπως» υπό τη νέα κυβέρνηση, εκτιμά ο Χανς Κένιγκ, γενικός διευθυντής Κεντρικής Ευρώπης του think tank Aurora Energy Research. Ο Μερτς έχει δώσει σήμα ότι θα δώσει μικρότερη προτεραιότητα στις ΑΠΕ σε σύγκριση με την απερχόμενη κυβέρνηση, εστιάζοντας περισσότερο στη διασφάλιση φθηνής και ασφαλούς ενέργειας.

Σε αντίθεση με την προσέγγιση των Πρασίνων και του SPD, που έβλεπαν τις ΑΠΕ ως βασικό μοχλό απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, η CDU δίνει έμφαση στην αξιοπιστία του ενεργειακού εφοδιασμού και στο πώς οι ΑΠΕ μπορούν να ενταχθούν με τρόπο που να μην αποσταθεροποιεί το ηλεκτρικό σύστημα. Ο Μερτς, μιλώντας για το θέμα, έχει επικρίνει την προσέγγιση της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία έθετε απόλυτους στόχους για τις ΑΠΕ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη σταθερότητα του δικτύου και το κόστος για τη βιομηχανία.

Ο Μερτς και η αποφυγή ενός νέου “deindustrialization”

Μια από τις κύριες ανησυχίες της CDU είναι να αποτραπεί το “deindustrialization” της Γερμανίας – δηλαδή η αποβιομηχάνιση της χώρας λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους και των αυστηρών περιβαλλοντικών πολιτικών. Τα τελευταία χρόνια, μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις όπως η BASF, η Volkswagen και η Siemens προειδοποίησαν ότι η υπερβολικά γρήγορη ενεργειακή μετάβαση αυξάνει το κόστος παραγωγής και καθιστά τις επενδύσεις στη Γερμανία λιγότερο ελκυστικές σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα.

Η νέα κυβέρνηση φαίνεται να προχωρά προς μια πιο επιχειρηματικά φιλική ενεργειακή πολιτική, που δεν θα επιβάλλει μεγάλες επιβαρύνσεις στη βιομηχανία, αλλά θα επιδιώξει μια πιο σταδιακή μετάβαση με φθηνότερες μορφές ενέργειας. Αυτή η στρατηγική συνάδει και με το πλάνο της CDU να μειώσει τη φορολογία άνθρακα, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σταδιακά.

Ωστόσο, αυτό ενδέχεται να έρθει σε σύγκρουση με τους ευρωπαϊκούς κλιματικούς στόχους, καθώς η Επιτροπή έχει θέσει ως προτεραιότητα τη δραστική μείωση των εκπομπών έως το 2040. Αν η Γερμανία επιβραδύνει τους ρυθμούς της ενεργειακής μετάβασης, θα μπορούσε να προκαλέσει εντάσεις στις Βρυξέλλες, ιδιαίτερα με χώρες όπως η Δανία και η Ισπανία, που πιέζουν για ταχεία απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα.

Και η βαριά βιομηχανία

Σύμφωνα με το Clean Energy Wire, o Μερτς έχει δεσμευτεί να υποστηρίξει τη βιομηχανία μειώνοντας το κόστος της ενέργειας. Η πολιτική της CDU περιλαμβάνει τη μείωση της φορολογίας στην ηλεκτρική ενέργεια, των τελών δικτύου και τη στήριξη του ενεργοβόρου βιομηχανικού τομέα με κρατικές επιδοτήσεις και μακροπρόθεσμα συμβόλαια σταθερών τιμών. Επίσης, φαίνεται να επανεξετάζει τη στρατηγική του πράσινου υδρογόνου, που προωθούσε η προηγούμενη κυβέρνηση ως αντικαταστάτη των ορυκτών καυσίμων, επισημαίνοντας ότι η στροφή προς το υδρογόνο μπορεί να γίνει μόνο αν είναι οικονομικά βιώσιμη και δεν αυξάνει υπερβολικά το κόστος για τις επιχειρήσεις.

Ένας ακόμη τομέας όπου η νέα κυβέρνηση μπορεί να διαφοροποιηθεί είναι η ταχύτητα της απολιγνιτοποίησης. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε θέσει ως στόχο το τέλος του άνθρακα το 2030, αλλά υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι η CDU θα επιτρέψει την παράταση της λειτουργίας των σταθμών άνθρακα για να διασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια. Αυτή η πολιτική είναι πιο κοντά στη στρατηγική της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ, όπου η ενεργειακή μετάβαση γίνεται σταδιακά και με επαρκή εφεδρική ισχύ, παρά σε ένα βίαιο μοντέλο πλήρους στροφής στις ΑΠΕ.

Οι αποφάσεις των επόμενων μηνών θα καθορίσουν αν η Γερμανία θα κινηθεί προς μια ενεργειακή ανεξαρτησία με πραγματικούς όρους ή αν θα συνεχίσει να εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, παρά τις διακηρύξεις της νέας ηγεσίας της.

Διαβάστε ακόμη