Τουλάχιστον 1,64 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2040 καλείται να επενδύσει η Ελλάδα για την ανάπτυξη των ενεργειακών της υποδομών, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι επενδύσεις αυτές κρίνονται απαραίτητες, ώστε η χώρα να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης, να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του ενεργειακού της συστήματος και να διαμορφώσει ένα βιώσιμο και ανταγωνιστικό ενεργειακό τοπίο.

Η πρόκληση είναι ιδιαίτερα απαιτητική, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι το συγκεκριμένο ποσό δεν περιλαμβάνει επενδύσεις σε έργα φυσικού αερίου, αλλά εστιάζει στην αναβάθμιση και επέκταση των δικτύων και των διασυνδέσεων, στην ενίσχυση της αποθήκευσης ενέργειας μέσω αντλησιοταμίευσης και συστημάτων μπαταριών, καθώς και στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών για την προώθηση της οικονομίας του υδρογόνου. Με δεδομένο τον φιλόδοξο αυτό στόχο, καθίσταται σαφές ότι απαιτείται συστηματική και στρατηγική κινητοποίηση κεφαλαίων, τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου η Ελλάδα να θωρακίσει το ενεργειακό της μέλλον και να παραμείνει στην πρωτοπορία της πράσινης μετάβασης.

Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων επικεντρώνεται στο δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο εκτιμάται ότι θα απαιτήσει ετήσιες δαπάνες ύψους 600 εκατ. ευρώ. Η επένδυση αυτή κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ενσωμάτωση της αυξανόμενης διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) καθώς και η ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης. Αντίθετα, οι επενδύσεις στον τομέα των δικτύων μεταφοράς και των διεθνών διασυνδέσεων (TSO Investments) εκτιμώνται σε 6,86 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2040, και αφορούν έργα υψηλής τάσης, όπως οι διασυνδέσεις των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα και η ενίσχυση των διεθνών ενεργειακών ροών με γειτονικές χώρες.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως προς το μήκος των νέων γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest – PCI) και Έργων Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (Projects of Mutual Interest – PMI). Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η κατανομή των επενδύσεων τόσο σε χρονικό όσο και σε γεωγραφικό επίπεδο χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιμέρους περιοχών είναι σημαντικές, ενώ σε αρκετές αγορές καταγράφεται έλλειψη διαθέσιμων δεδομένων, γεγονός που καθιστά δυσχερή τον ακριβή προγραμματισμό και την υλοποίηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων.

Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις λόγω της υποεπένδυσης στο δίκτυο μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα απορρόφησης νέων έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Όπως επισημαίνει η έκθεση, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στην οποία ανήκει και η Ελλάδα, καταγράφει τη χαμηλότερη επενδυτική δραστηριότητα στον τομέα της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, με τον συνολικό προγραμματισμό επενδύσεων να ανέρχεται μόλις στα 12 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Η περιορισμένη αυτή επενδυτική δυναμική δημιουργεί πρόσθετους περιορισμούς στην ενεργειακή μετάβαση και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των δικτύων. Ο ΑΔΜΗΕ έχει δρομολογήσει επενδύσεις ύψους 4,3 δισ. ευρώ με στόχο την ενίσχυση της μεταφορικής ικανότητας του συστήματος και τη διασύνδεση των νησιωτικών περιοχών. Η Κομισιόν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής, προϋπολογισμού 1,1 δισ. ευρώ, η οποία αποτελεί όπως αναφέρει «στρατηγική προτεραιότητα», ενώ προγραμματίζονται επιπλέον διεθνείς διασυνδέσεις με τα Βαλκάνια και την Ιταλία.

Ωστόσο, οι πολλαπλές συνέπειες της περιορισμένης επενδυτικής δραστηριότητας στο δίκτυο μεταφοράς επιβαρύνουν τη λειτουργία του συστήματος και περιορίζουν τις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξής του. Το θετικό «momentum» της Ελλάδας στον τομέα των ΑΠΕ είναι αδιαμφισβήτητο. Εντούτοις, η έλλειψη επαρκών επενδύσεων στο δίκτυο μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργεί προσκόμματα στην υλοποίηση νέων ενεργειακών έργων και επενδύσεων. Η υφιστάμενη εικόνα της ελληνικής αγοράς δείχνει να έχει προσεγγίσει τα όρια της, μη αφήνοντας σημαντικό περιθώριο για πρόσθετες κινήσεις.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τα υπεράκτια αιολικά

Η ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών πάρκων αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της ενεργειακής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο την απανθρακοποίηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στην Ευρώπη, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς υπεράκτιας αιολικής ενέργειας ανήλθε το 2023 σε 19,4 GW, με τα κράτη-μέλη να έχουν δεσμευτεί να αυξήσουν τη δυναμικότητα στα 111 GW έως το 2030 και στα 317 GW έως το 2050. Η Ελλάδα, αν και διαθέτει σημαντικό δυναμικό, βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης στον τομέα αυτό, αντιμετωπίζοντας θεσμικά και τεχνικά εμπόδια που καθυστερούν τις επενδύσεις.

Η έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών στη χώρα. Παρότι υπάρχουν φιλόδοξοι στόχοι, η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη έναν σαφή μηχανισμό επιμερισμού κόστους για τις σχετικές υποδομές, γεγονός που καθιστά τις επενδύσεις λιγότερο ελκυστικές. Σε αντίθεση με χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε συγκεκριμένες στρατηγικές θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και χρηματοδοτικά εργαλεία που διευκολύνουν την υλοποίηση έργων, η Ελλάδα παραμένει στάσιμη σε επίπεδο θεσμικής προετοιμασίας.

Ο επενδυτικός σχεδιασμός για τα υπεράκτια αιολικά της Ελλάδας εντάσσεται στο πλαίσιο των στόχων της ΕΕ, ωστόσο η πρόοδος είναι αργή. Το θεσμικό πλαίσιο που αναμένεται να καθορίσει τις διαδικασίες αδειοδότησης και τα επιχειρηματικά μοντέλα για τις επενδύσεις βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση. Η έλλειψη διαγωνιστικών διαδικασιών, η αβεβαιότητα γύρω από τη χρηματοδότηση και οι χρονοβόρες αδειοδοτικές διαδικασίες έχουν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της έναρξης μεγάλων έργων.

Ένα από τα σημαντικά τεχνικά ζητήματα που απασχολούν τους επενδυτές είναι η επιλογή των κατάλληλων τεχνολογιών. Στη Βόρεια Θάλασσα, όπου τα θαλάσσια βάθη είναι σχετικά μικρά, η κυρίαρχη τεχνολογία αφορά σταθερές πλατφόρμες (fixed-bottom). Αντίθετα, στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος του υπεράκτιου δυναμικού εντοπίζεται σε βαθιά νερά, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη χρήση πλωτών ανεμογεννητριών (floating wind). Παρότι η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε φάση εμπορικής ανάπτυξης, εξακολουθεί να έχει σημαντικά υψηλότερο κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας σε σύγκριση με τις συμβατικές λύσεις. Σύμφωνα με μελέτες, το επιπλέον κόστος των πλωτών υποσταθμών μπορεί να φτάσει το 50-150%, ενώ τα δυναμικά καλώδια αυξάνουν το κόστος κατά 15-20%.

Η διασύνδεση των υπεράκτιων αιολικών πάρκων με το ηλεκτρικό σύστημα αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει την επενδυτική βιωσιμότητα των έργων. Οι υπεράκτιες εγκαταστάσεις απαιτούν νέες ή αναβαθμισμένες υποδομές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και σύνθετα καλωδιακά δίκτυα υψηλής τάσης. Η Κομισιόν εκτιμά ότι η μέση επενδυτική δαπάνη για τις υποδομές μεταφοράς υπεράκτιας αιολικής ενέργειας θα κυμαίνεται μεταξύ 16 και 24 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως έως το 2050.

Η Ευρώπη έχει υιοθετήσει μια νέα στρατηγική για τις υπεράκτιες διασυνδέσεις, εστιάζοντας στις υβριδικές υποδομές, οι οποίες επιτρέπουν τη διασύνδεση πολλαπλών χωρών και υπεράκτιων πάρκων σε ένα κοινό δίκτυο. Για την Ελλάδα, η υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου θα μπορούσε να ενισχύσει τη διασυνοριακή εμπορία ενέργειας, βελτιώνοντας την οικονομική βιωσιμότητα των έργων. Παρόλα αυτά, παραμένει άγνωστο πότε και πώς η χώρα θα ενταχθεί σε τέτοια σχέδια, καθώς απουσιάζουν οι αναγκαίες θεσμικές και τεχνικές προϋποθέσεις.

Συνολικά, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές δυνατότητες στον τομέα των υπεράκτιων αιολικών, όμως οι καθυστερήσεις στη ρυθμιστική προετοιμασία, το υψηλό κόστος τεχνολογίας και οι ελλείψεις σε χρηματοδοτικά εργαλεία περιορίζουν τις επενδυτικές προοπτικές. Η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, η δημιουργία κατάλληλου θεσμικού πλαισίου και η συμμετοχή σε διακρατικά ενεργειακά έργα κρίνονται απαραίτητες προϋποθέσεις για να αξιοποιήσει η χώρα το θαλάσσιο αιολικό της δυναμικό και να ενταχθεί ενεργά στον χάρτη της ευρωπαϊκής υπεράκτιας αιολικής ενέργειας.

Σωσίβια λέμβος η αποθήκευση ενέργειας

Η ενίσχυση της διείσδυσης των ΑΠΕ, με στόχο τη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, απαιτεί τη συνεχή ανάπτυξη και αναβάθμιση των ηλεκτρικών δικτύων. Ταυτόχρονα, η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος, εν μέσω των προκλήσεων που προκύπτουν από τη στοχαστικότητα των ΑΠΕ και τις αναγκαστικές περικοπές, καθιστά επιτακτική την υλοποίηση προηγμένων υποδομών αποθήκευσης ενέργειας. Οι υποδομές αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα, την ευελιξία και τη βιώσιμη ανάπτυξη του ενεργειακού δικτύου.

Παρόλο που στην ΕΕ προγραμματίζονται 38 έργα αποθήκευσης με συνολικό προϋπολογισμό 17,6 δισεκατομμύρια ευρώ, η Ελλάδα καταγράφει μόνο δύο έργα μπαταριών, γεγονός που δείχνει καθυστερήσεις στην προώθηση αυτής της τεχνολογίας. Οι κυριότερες επενδύσεις στον τομέα της αποθήκευσης στην Ελλάδα επικεντρώνονται σε αντλησιοταμιευτικά έργα, τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν την κυρίαρχη τεχνολογία στην Ευρώπη.

Στην έκθεση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις προσπάθειες της Ελλάδας γύρω από τη δέσμευση και αποθήκευση CO2. Η Ελλάδα θέλει να διεκδικήσει  ενεργό ρόλο στην ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά, με τους επόμενους μήνες να είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι για την ωρίμανση του έργου «Prinos CO2 Storage». Το έργο «Prinos CO2 Storage» έχει ενταχθεί στην 6η λίστα των ευρωπαϊκών Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος, με τον προϋπολογισμό του έργου να εκτιμάται πως θα κινηθεί κοντά στο 1 δισ. ευρώ (150 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης). Ο σχεδιασμός της Energean περιλαμβάνει την κατασκευή αποθήκης σε εξαντλημένο κοίτασμα του Πρίνου. Η επιβεβαιωμένη -μέχρι σήμερα- αποθηκευτική δυναμικότητα του project είναι 1 εκατ. τόνους CO2 ετησίως, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι σε πλήρη ανάπτυξη θα είναι σε θέση να φιλοξενήσει ποσότητες της τάξης των 3 εκατ. τόνων CO2 ετησίως.

Η αξιοποίηση του Πρίνου αναμένεται να μειώσει την εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές φυσικού αερίου, συμβάλλοντας στην ενεργειακή της αυτονομία. Πρόσφατα, η EnEarth, η θυγατρική της Energean που «τρέχει» το φιλόδοξο project αποθήκευσης CO₂ στον Πρίνο, εξασφάλισε χρηματοδότηση-ορόσημο ύψους 120 εκατ. ευρώ από το ευρωπαϊκό ταμείο Connecting Europe Facility. Μαζί με τα ήδη εξασφαλισμένα 150 εκατ. ευρώ από το ελληνικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η εταιρεία έχει πλέον τα μέσα να επιταχύνει την ανάπτυξη του έργου και να ξεκινήσει τα market tests.

Ωστόσο, όλα παραμένουν σε αναμονή για την κρίσιμη Άδεια Αποθήκευσης από την ΕΔΕΥΕΠ, την οποία η EnEarth προσδοκά το συντομότερο δυνατόν, ώστε να κλείσει τις πρώτες δεσμευτικές συμφωνίες με βιομηχανικούς πελάτες. Με τη συνολική χρηματοδοτική στήριξη να αγγίζει τα 270 εκατ. ευρώ, το πρώτο εγκεκριμένο έργο αποθήκευσης CO₂ στην Ελλάδα μπαίνει σε τροχιά υλοποίησης, φέρνοντας τη χώρα στο προσκήνιο της ενεργειακής μετάβασης και των τεχνολογιών Carbon Capture & Storage (CCS) στην Ευρώπη.

Οι προσπάθειες στο υδρογόνο 

Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στον σχεδιασμό της ΕΕ για την ανάπτυξη υποδομών υδρογόνου, με συνολικές προγραμματισμένες επενδύσεις 4,8 δισ. ευρώ έως το 2034. Σύμφωνα με τον πίνακα της έκθεσης, οι επενδύσεις αυτές αφορούν 1.285 χλμ. νέων αγωγών υδρογόνου, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σχεδιασμός για ανακατασκευή υφιστάμενων αγωγών. Η χώρα παραμένει ακόμα σε πρώιμο στάδιο σχεδιασμού των έργων υδρογόνου, καθώς δεν έχουν προχωρήσει ουσιαστικά ρυθμιστικά πλαίσια ή δεσμευτικές επενδυτικές αποφάσεις, σημειώνει η Κομισιόν. Μάλιστα, η ελληνική αγορά παρακολουθεί με ενδιαφέρον και αναμονή το επικείμενο νομοσχέδιο για το υδρογόνο, το οποίο θα θέσει το θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση, τη λειτουργία και την ανάπτυξη αυτής της ανερχόμενης αγοράς. Το νομοσχέδιο αναμένεται να καθορίσει τις διαδικασίες έγκρισης έργων, τις τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και τα κίνητρα για επενδύσεις, διαμορφώνοντας έτσι το έδαφος για τη βιώσιμη ενσωμάτωση του υδρογόνου στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα.

Η Ελλάδα στρέφεται στα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία για να καλύψει το επενδυτικό κενό στον ενεργειακό τομέα. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) διαχειρίζεται ήδη κεφάλαια ύψους 450 εκατ. ευρώ, τα οποία κατευθύνονται προς ελληνικά έργα ΑΠΕ, ενεργειακής αποδοτικότητας και αναβάθμισης των δικτύων.

Παρά τα διαθέσιμα κονδύλια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η χρηματοδότηση δεν αρκεί και προτείνει μια πιο στρατηγική προσέγγιση. Βασική προτεραιότητα αποτελεί η ενίσχυση των εγγυητικών σχημάτων, ώστε να μειωθεί το επενδυτικό ρίσκο και να προσελκυθούν ιδιωτικά κεφάλαια. Παράλληλα, απαιτείται αύξηση των επενδύσεων σε υποδομές υδρογόνου, καθώς αυτές θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση. Εξίσου κρίσιμη είναι η βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα σταθερό και προβλέψιμο επενδυτικό περιβάλλον.
Η εικόνα στην Ευρώπη

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι συνολικές επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση έως το 2040 ξεπερνούν τα 1,4 τρισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο σχεδιασμός επικεντρώνεται στην ανακατανομή του ενεργειακού μείγματος, τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την ενίσχυση των υποδομών καθαρής ενέργειας. Από αυτό το ποσό, περίπου 730 δισεκατομμύρια ευρώ απαιτούνται για τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, ποσό που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των συνολικών επενδυτικών αναγκών. Η πλειονότητα των επενδύσεων συγκεντρώνεται στη Βορειοδυτική Ευρώπη, ενώ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη η επενδυτική δραστηριότητα είναι σημαντικά χαμηλότερη, με μόλις 12 δισεκατομμύρια ευρώ να έχουν αναφερθεί ως προγραμματισμένες επενδύσεις, γεγονός που αποδίδεται στην έλλειψη διαθέσιμων δεδομένων.

Για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι επενδυτικές ανάγκες εκτιμώνται στα 472 δισεκατομμύρια ευρώ, με 130 δισεκατομμύρια να προορίζονται για διασυνοριακά έργα, υπεράκτιες διασυνδέσεις και αύξηση της ικανότητας των δικτύων. Η μεγαλύτερη επενδυτική συγκέντρωση καταγράφεται στην Κεντρική-Δυτική Ευρώπη, με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία να απορροφούν πάνω από το 53% των συνολικών ενεργειακών επενδύσεων έως το 2040. Συγκεκριμένα, η Γερμανία έχει συνολικά προγραμματισμένες επενδύσεις 204,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων 12,04 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως αφορούν το δίκτυο διανομής και 11,57 δισεκατομμύρια ευρώ το δίκτυο μεταφοράς. Η Γαλλία διαθέτει 54,75 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η Ολλανδία έχει επενδυτικό σχεδιασμό 60 δισεκατομμυρίων ευρώ για το δίκτυο μεταφοράς. Η Ιταλία εκτιμάται ότι θα επενδύσει 30 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το Βέλγιο έχει προγραμματίσει 26,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην Ισπανία, η μέση ετήσια δαπάνη για ενεργειακές υποδομές ανέρχεται σε 45,2 ευρώ ανά κάτοικο.

Στον τομέα του υδρογόνου, οι συνολικές επενδύσεις που απαιτούνται έως το 2040 ανέρχονται σε 170 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτό το ποσό, 105,2 δισεκατομμύρια ευρώ κατευθύνονται στην ανάπτυξη αγωγών υδρογόνου, με προγραμματισμένα 24.162 χιλιόμετρα νέων αγωγών και 14.039 χιλιόμετρα επαναχρησιμοποιημένων υποδομών. Επιπλέον, 27 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν την αποθήκευση, 20 δισεκατομμύρια ευρώ τους τερματικούς σταθμούς εισαγωγής και 16,3 δισεκατομμύρια ευρώ την ανάπτυξη ηλεκτρολυτών για την παραγωγή υδρογόνου. Παράλληλα, οι υποδομές μεταφοράς και αποθήκευσης CO2 απαιτούν επενδύσεις μεταξύ 13,6 και 19,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, με το κύριο μέρος να αφορά την ανάπτυξη αγωγών.

Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, καθώς οι ανισότητες στην κατανομή των επενδύσεων ενδέχεται να δημιουργήσουν νέες προκλήσεις για τη συνοχή της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς. Αν και έχουν δρομολογηθεί μεγάλες επενδύσεις, η διαφοροποίηση στην κατανομή κεφαλαίων και η αβεβαιότητα του ρυθμιστικού πλαισίου σε αρκετές χώρες ενδέχεται να επιβραδύνουν την πρόοδο. Για τον λόγο αυτόν, η Κομισιόν προτείνει μέτρα όπως η επέκταση των εγγυητικών σχημάτων, η αύξηση της χρηματοδότησης από την ΕΕ για ενεργειακές υποδομές και η υιοθέτηση νέων μηχανισμών μείωσης του επενδυτικού κινδύνου. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, διαχειριζόμενη 13 επενδυτικά ταμεία που χρηματοδοτούν ενεργειακά έργα σε έξι χώρες, με συνολικά κεφάλαια που ξεπερνούν τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Με τις αποφάσεις που θα ληφθούν τα επόμενα χρόνια να είναι καθοριστικές, η Ευρώπη καλείται να εξισορροπήσει τις επενδυτικές της προτεραιότητες, διασφαλίζοντας ότι η ενεργειακή μετάβαση θα είναι δίκαιη και αποτελεσματική για όλες τις χώρες της Ένωσης.

Διαβάστε ακόμη