«Χωρίς ένα ολοκληρωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο να περιλαμβάνει δευτερογενείς κανονιστικές ρυθμίσεις, η ανάπτυξη της αγοράς πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει», δήλωσε στο energygame.gr ο Γιώργος Λάσκαρης, πρόεδρος του Deon Policy Institute και πυρηνικός φυσικός με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ελπίδες της ελληνικής αγοράς έχουν στραφεί κατά κύριο λόγο γύρω τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (Small Modular Reactors – SMRs), οι οποίοι υπόσχονται να βάλουν την Ελλάδα στην πυρηνική κούρσα κερδίζοντας το χαμένο έδαφος.
Η διχαστική αυτή μορφή ενέργειας πλέον συζητείται ανοιχτά, όταν πριν χρόνια κάτι τέτοιο έμοιαζε αδιανόητο. Ωστόσο, «είναι ιδιαίτερα δύσκολο για έναν επενδυτή να δεσμεύσει κεφάλαια ύψους εκατομμυρίων σε ένα έργο με ορίζοντα υλοποίησης που μπορεί να εκτείνεται έως και δύο δεκαετίες, ενώ παράλληλα ενδέχεται να απαιτηθούν επιπλέον χρηματοδοτικοί πόροι κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του», αναφέρει άνθρωποι που γνωρίζουν την αγορά.
Η πλειονότητα της ενεργειακής αγοράς φαίνεται πως έχει πειστεί ότι η ανάπτυξη μικρών πυρηνικών μονάδων στη χώρα μας θα έπρεπε ήδη να έχει δρομολογηθεί. «Ενεργειακοί όμιλοι έχουν ανοιχτά τα ραντάρ τους», αναφέρουν πηγές. Άλλωστε, από γεωπολιτική σκοπιά, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια «πυρηνική γειτονιά», καθώς χώρες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ιταλία διαθέτουν ή προγραμματίζουν πυρηνικές εγκαταστάσεις. Ωστόσο, θεσμικοί παράγοντες (και όχι μόνο) εκτιμούν ότι η χώρα απέχει παρασάγγας από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Υπενθυμίζεται ότι ο Νίκος Τσάφος, ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα ενέργειας, είχε εκφράσει, πριν από λίγους μήνες, έντονο σκεπτικισμό σχετικά με την πυρηνική ενέργεια, επικαλούμενος στοιχεία που καταδεικνύουν σημαντικές αποκλίσεις των χρονοδιαγραμμάτων και των προϋπολογισμών των πυρηνικών προγραμμάτων με SMRs (Small Modular Reactors) από τους αρχικούς σχεδιασμούς. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεδομένου ότι «δεν έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής επιτυχημένα παραδείγματα εφαρμογής σε διεθνές επίπεδο», η Ελλάδα οφείλει να αναμένει τις εξελίξεις από τις χώρες που έχουν αποφασίσει να ενσωματώσουν την πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό τους μείγμα. «Η κυβέρνηση παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, διατηρώντας ανοιχτούς διαύλους πληροφόρησης, αλλά καθοδηγείται από τα πραγματικά δεδομένα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμμαχος για τον πυρηνικό μέλλον της Ελλάδας, δεν φαίνεται να είναι για την ώρα και η κοινή γνώμη. «Ο κόσμος παραμένει επιφυλακτικός απέναντι στην πυρηνική ενέργεια, επηρεασμένη από τις ιστορικές της μνήμες και το αρνητικό φορτίο που αυτή συνεπάγεται», σημειώνουν άνθρωποι που παρακολουθούν την αγορά.
«Ο βηματισμός είναι αργός», επισημαίνουν άνθρωποι που γνωρίζουν την αγορά, υπογραμμίζοντας ότι η ένταξη της πυρηνικής ενέργειας στο ελληνικό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής δεν αποτελεί αποκλειστικά πολιτική απόφαση, αλλά συναρτάται με μια σειρά από κρίσιμους παράγοντες. Ένας από τους παράγοντες που δημιουργούν δεύτερες σκέψεις, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι το υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο που συνοδεύει τις επενδύσεις στην πυρηνική τεχνολογία, δεδομένων των σημαντικών κεφαλαιουχικών απαιτήσεων, των αβέβαιων χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης και της ανάγκης για ένα σαφές και σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, η όποια συζήτηση για την ανάπτυξη πυρηνικών μονάδων στην Ελλάδα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την πολιτική βούληση, αλλά και τις οικονομικές και επενδυτικές προκλήσεις που τη συνοδεύουν.
Επιπλέον, ένα κρίσιμο ζήτημα που επηρεάζει την επενδυτική απόφαση είναι ο χρόνος απόσβεσης των κεφαλαίων. Σε αντίθεση με τεχνολογίες όπως τα φωτοβολταϊκά, τα οποία μπορούν να αποδώσουν σχετικά γρήγορα την αρχική επένδυση, οι πυρηνικές εγκαταστάσεις – ακόμα και οι SMRs – «θέλουν χρόνο», γεγονός που ενισχύει τον χρηματοοικονομικό προβληματισμό των επενδυτών. Η πολυπλοκότητα της αδειοδότησης, το υψηλό αρχικό κόστος και οι απαιτήσεις για αυστηρή ρυθμιστική συμμόρφωση καθιστούν το εγχείρημα ακόμη πιο απαιτητικό, επηρεάζοντας τόσο τη βιωσιμότητα όσο και την ελκυστικότητα τέτοιων επενδύσεων. «Έχουμε πολλές δεκαετίες μπροστά μας», λένε πηγές.
Και τα SMRs έχουν προκλήσεις
Τα Small Modular Reactors (SMRs) συνιστούν μια καινοτόμο τεχνολογική λύση στην ενεργειακή μετάβαση, προσφέροντας μια σειρά από πλεονεκτήματα που τα διαφοροποιούν από τις συμβατικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Η ευελιξία στην εγκατάστασή τους, η μειωμένη εξάρτηση από εκτεταμένα ενεργειακά δίκτυα και τα προηγμένα παθητικά συστήματα ασφαλείας αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν την ελκυστικότητά τους.
Λόγω του συμπαγούς τους μεγέθους, τα SMRs θεωρούνται ιδιαίτερα κατάλληλα για περιοχές με περιορισμένες ή ανύπαρκτες ενεργειακές υποδομές. Επιπλέον, η αρθρωτή κατασκευή τους επιτρέπει τη συναρμολόγηση σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και την κατόπιν μεταφορά τους στην τελική τοποθεσία εγκατάστασης, μειώνοντας σημαντικά τόσο το κόστος όσο και τον χρόνο κατασκευής.
Ένα ακόμη κρίσιμο πλεονέκτημα των SMRs είναι η προσαρμοστικότητά τους σε πολλαπλές εφαρμογές, πέραν της ηλεκτροπαραγωγής. Η τεχνολογία αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί στην αφαλάτωση θαλασσινού νερού, στη θέρμανση για βιομηχανικές χρήσεις και σε άλλες ενεργοβόρες διαδικασίες, καθιστώντας τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες ένα πολύτιμο εργαλείο για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου ενεργειακού μέλλοντος.
Ωστόσο, η ανάπτυξη των SMRs συνοδεύεται και από σημαντικές προκλήσεις που απαιτούν προσεκτική διαχείριση. Σύμφωνα με μελέτη που είχε παρουσιάσει ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παντελής Μπίσκας στο 28ο Συνέδριο του ΙΕΝΕ τα SMRs προσφέρουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, όπως χαμηλό κόστος παραγόμενης ενέργειας, υψηλή ευελιξία, σχεδόν μηδενικές εκπομπές CO2 και υψηλό συντελεστή καθαρής χωρητικότητας (Capacity Factor). Παράλληλα, η συμμετοχή της τεχνολογίας στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα θα μπορούσε να επιφέρει ετήσια εξοικονόμηση δαπανών αγοράς φυσικού αερίου από 222 εκατ. ευρώ (σε σενάριο χαμηλής διείσδυσης) έως 657 εκατ. ευρώ (σε σενάριο υψηλής διείσδυσης). Αντίστοιχα, η μείωση των εκπομπών CO2 εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αποφέρει ετήσιο οικονομικό όφελος από 356 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ.
Το εσωτερικό ποσοστό απόδοσης (IRR) συναρτάται της εγκατεστημένης ισχύος, με τη βέλτιστη επιλογή να βρίσκεται στη μετρημένη διείσδυση των 340 MW. Σε αυτή την περίπτωση, το IRR διαμορφώνεται στο 12%, ποσοστό που θεωρείται κρίσιμο για τη βιωσιμότητα του έργου. Αντίθετα, σε σενάρια υψηλότερης διείσδυσης (650 MW και 1,5 GW), οι αποδόσεις υποχωρούν, καθιστώντας την επένδυση λιγότερο ελκυστική.
Παρά τα πλεονεκτήματα, η τεχνολογία των SMRs συνοδεύεται από προκλήσεις. Το υψηλό κόστος κεφαλαίου (CAPEX), που εκτιμάται μεταξύ 1,9 και 3,9 δισ. ευρώ, παραμένει βασικός αποτρεπτικός παράγοντας. Επίσης, τα γνωστά ρίσκα της πυρηνικής ενέργειας, η διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων και οι ρυθμιστικές προκλήσεις απαιτούν προσεκτική αντιμετώπιση προκειμένου να καταστεί εφικτή η υιοθέτηση της τεχνολογίας.
Η μελέτη επισημαίνει ότι οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες διαθέτουν σταθερό και χαμηλό μεταβλητό κόστος, αυξημένη αυτοματοποίηση που περιορίζει τον ανθρώπινο παράγοντα και ευελιξία στην εγκατάσταση, καθιστώντας τους ιδανικούς για περιοχές με περιορισμένες ενεργειακές υποδομές. Παράλληλα, το μικρότερο μέγεθός τους επιτρέπει την εγκατάστασή τους σε πολλαπλές τοποθεσίες, ενισχύοντας τη γεωγραφική αποκέντρωση της ενεργειακής παραγωγής. Η ενσωμάτωση SMRs στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική επιλογή με σαφή οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη, αρκεί να διασφαλιστεί η βιώσιμη χρηματοδότηση και η διαμόρφωση ενός σαφούς ρυθμιστικού πλαισίου, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επενδυτικοί κίνδυνοι.
Διαβάστε ακόμη