Καθώς η Ελλάδα γυρίζει σελίδα στον ενεργειακό της χάρτη, επιτυγχάνοντας για πρώτη φορά μετά από 2,5 δεκαετίες να παράγει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από όση καταναλώνει και εξάγοντας το ενεργειακό της πλεόνασμα, το αφήγημα της επιτυχίας των ηλεκτρικών διασυνδέσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση από ορισμένες σκανδιναβικές χώρες. Η προοπτική μιας ενιαίας και διασυνδεδεμένης ενεργειακής Ευρώπης φαίνεται να μην βρίσκει καθολική αποδοχή, καθώς οι διακυμάνσεις στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας επανακαθορίζουν τις στρατηγικές προσεγγίσεις ακόμα και των πιο ένθερμων υποστηρικτών των πράσινων ενεργειακών λεωφόρων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, η Ελλάδα αναδείχθηκε καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας, με το εμπορικό ισοζύγιο να καταγράφει πλεόνασμα ύψους 61 εκατ. ευρώ έως τον Νοέμβριο. Το 2024, η χώρα κατέλαβε για πρώτη φορά από το 2000 τη θέση του καθαρού εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή. Το θετικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών υπέρ των εξαγωγών αποτελεί σαφή ένδειξη της σημαντικής προόδου που έχει επιτευχθεί στον τομέα της ενέργειας, ενισχύοντας την ενεργειακή αυτονομία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αν και το πλεόνασμα παραμένει περιορισμένο σε απόλυτους αριθμούς, αντανακλά μια σημαντική μεταβολή σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε στο τέλος του 2023. Ωστόσο, το παράδοξο ότι μια εξέλιξη, η οποία θεωρητικά ευνοεί την ελληνική οικονομία, μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες για τους τελικούς καταναλωτές, ανέδειξε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τον εβδομαδιαίο απολογισμό του κυβερνητικού έργου, την Κυριακή.
«Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας εντός της Ελλάδας, αφού πλέον εξάγουμε και δεν εισάγουμε; Ένα εύλογο ερώτημα που ίσως να έχουν πολλοί. Το γεγονός ότι η χώρα μας εξάγει ηλεκτρική ενέργεια δεν σημαίνει αυτόματα και χαμηλότερες τιμές, και αυτό γιατί το ευρωπαϊκό σύστημα, όπως έχω πει πολλές φορές, έχει δυσλειτουργίες που επηρεάζουν ιδιαίτερα την αγορά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Είναι κάτι που έχω επισημάνει και στις δυο επιστολές μου προς την πρόεδρο της Κομισιόν και αγωνιζόμαστε να αλλάξει. Να προσθέσω, ωστόσο, ότι αν εξακολουθούσαμε να είμαστε “εισαγωγικοί”, οι τιμές μας θα ήταν αρκετά ψηλότερες. Αν, για παράδειγμα, οι εισαγωγές μας είχαν μείνει στις 10 τεραβατώρες (όπως το 2019) με τις τιμές του 2024, αυτό θα μας στοίχιζε 1 δισ. ευρώ. Το γεγονός ότι πλέον εξάγουμε αποδεικνύει πως η Ελλάδα έχει αποκτήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην ενέργεια. Και πάνω σε αυτά θα συνεχίσουμε να χτίζουμε το ενεργειακό μας μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Ευρώπη διαθέτει το μεγαλύτερο διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό δίκτυο στον κόσμο, εξυπηρετώντας σχεδόν 600 εκατομμύρια πολίτες, σύμφωνα με το ενεργειακό think tank Ember. Το σύστημα αυτό εκφράζει τη λογική της αλληλεγγύης και της κατανομής των ενεργειακών πόρων μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Ωστόσο, η άνοδος πολιτικών δυνάμεων με έμφαση στην εθνική αυτάρκεια διαταράσσει αυτήν τη συνεργασία.
Την ώρα που η Ελλάδα αναγνωρίζει τη διττή φύση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς και συχνά «τιμωρείται» από τις στρεβλώσεις της – όπως έχει επισημάνει και ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης – συνεχίζει να επενδύει στρατηγικά στις διασυνδέσεις, ενισχύοντας τη θέση της ως περιφερειακός ενεργειακός κόμβος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Αντίθετα, η Νορβηγία επιλέγει να αποστασιοποιηθεί από το ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο, εστιάζοντας στη σταθεροποίηση των εγχώριων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και στην προστασία των δικών της καταναλωτών.
Ως εκ τούτου, το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα βρίσκεται υπό πίεση, καθώς τα κράτη μέλη αγωνίζονται να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες των εθνικών τους αγορών, προσπαθώντας να ισορροπήσουν μεταξύ ενεργειακής ασφάλειας, οικονομικής ανταγωνιστικότητας και προστασίας των καταναλωτών. Σε αυτό το κλίμα, η στάση ορισμένων χωρών σκληραίνει, με τις αδυναμίες και τις προκλήσεις των διασυνδέσεων να γίνονται το βασικό τους επιχείρημα για την επαναξιολόγηση της συμμετοχής τους στο κοινό ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο. Οι σκιές που ρίχνει η ασταθής φύση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η ανισομερής κατανομή των τιμών ενισχύουν τις φωνές που αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του τρέχοντος μοντέλου, φέρνοντας στο προσκήνιο τη σκοτεινή πλευρά της ενεργειακής ενοποίησης.
Η Νορβηγία λέει όχι στις διασυνδέσεις έως το 2029
Η πρόσφατη κατάρρευση της κυβέρνησης της Νορβηγίας έφερε στο προσκήνιο τον ρόλο των ηλεκτρικών διασυνδέσεων στην Ευρώπη και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μετατρέπονται σε πολιτικά εργαλεία. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου, ότι θα απορρίψει οποιαδήποτε πρόταση για νέες ενεργειακές διασυνδέσεις έως το 2029. Παράλληλα, προανήγγειλε την εισαγωγή σταθερής τιμολόγησης ύψους 400 NOK/MWh (34 EUR/MWh) για τα νοικοκυριά, ως μέτρο για την αντιμετώπιση της αυξημένης μεταβλητότητας στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Παρά το γεγονός ότι η Νορβηγία συγκαταλέγεται στις χώρες με τις χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, η κοινωνική δυσαρέσκεια έχει αυξηθεί, ιδίως στις νότιες περιοχές της χώρας, όπου οι τιμές παραμένουν αισθητά υψηλότερες σε σύγκριση με τις βόρειες ζώνες. Από το 2021, μετά την έναρξη λειτουργίας νέων διασυνδετικών γραμμών με τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ζώνη NO2 της νότιας Νορβηγίας καταγράφει μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης των 66,17 EUR/MWh. Αντιθέτως, στη βόρεια ζώνη NO4 οι αντίστοιχες τιμές διαμορφώνονται σε μόλις 9,28 EUR/MWh, αναδεικνύοντας την έντονη γεωγραφική διαφοροποίηση στο κόστος ηλεκτροδότησης.
Όπως σχολιάζει το Bloomberg, οι νορβηγικές εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία έχουν αυξηθεί σημαντικά, προκαλώντας πολιτικές εντάσεις στο Όσλο. Ο Πρωθυπουργός της Νορβηγίας, Γιόνας Γκαρ Στόρε, υπογράμμισε: «Θα έχουμε εθνικό έλεγχο», τονίζοντας ότι «η νορβηγική δημοκρατία είναι αυτή που θα αποφασίζει για τους ενεργειακούς πόρους της χώρας».
Αν και η Νορβηγία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμμετέχει στην ενιαία ενεργειακή αγορά, η οποία απαγορεύει τον περιορισμό των ροών ηλεκτρικής ενέργειας προς γειτονικές χώρες για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα. Οι ενεργειακές διασυνδέσεις λειτουργούν με βάση τις αγοραίες τιμές, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια ρέει προς τις αγορές όπου η τιμή είναι υψηλότερη, αυξάνοντας την προσφορά και μειώνοντας το κόστος για τους καταναλωτές. Η διασύνδεση είναι πιο αποδοτική μεταξύ κρατών με διαφορετικό ενεργειακό μείγμα, όπως η Γαλλία με τον εκτεταμένο πυρηνικό της στόλο και το Ηνωμένο Βασίλειο με την αυξημένη παραγωγή αιολικής ενέργειας.
Ωστόσο, η αυξανόμενη διείσδυση διαλείπουσας παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) ανέδειξε τις αδυναμίες του υφιστάμενου συστήματος. Ένα ενεργειακό έλλειμμα σε μία χώρα μπορεί να προκαλέσει απότομη αύξηση των τιμών στην επόμενη, θέτοντας σε δοκιμασία τη σταθερότητα της αγοράς. Στη Νορβηγία, η άνοδος των τιμών στη βορειοδυτική Ευρώπη έχει εντείνει τη δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού, ιδίως στις νότιες περιοχές, όπου οι τιμές είναι αισθητά υψηλότερες.Το ευρωπαϊκό ενεργειακό πλαίσιο δοκιμάστηκε στη διάρκεια της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης, όταν τέθηκε το ερώτημα αν οι χώρες θα εξακολουθούσαν να εξάγουν ηλεκτρική ενέργεια, παρά το κόστος για τους εγχώριους καταναλωτές. Παρόλο που το σύστημα άντεξε, η νορβηγική κυβέρνηση εξετάζει πλέον την εφαρμογή μηχανισμού ελέγχου των εξαγωγών.
Σύμφωνα με το Montel, ο Πρωθυπουργός Στόρε επεσήμανε ότι οι ενεργειακές αγορές της Ε.Ε. χαρακτηρίζονται από αστάθεια, ωστόσο, διαβεβαίωσε ότι η Νορβηγία επιθυμεί να συνεργαστεί με τις σκανδιναβικές χώρες για την αντιμετώπισή της, αλλά υπό όρους. «Αν κοιτάξουμε προς τη Βόρεια Θάλασσα, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των ΑΠΕ», ανέφερε χαρακτηριστικά. «Ωστόσο, κάθε χώρα πρέπει να καθορίσει το δικό της μερίδιο σε αυτήν την προοπτική, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο το εθνικό της συμφέρον».
Το τείχος που υψώνουν Νορβηγία – Σουηδία
Η σκοτεινή πλευρά των διασυνδέσεων δεν αναδεικνύεται πρώτη φορά. Χώρες όπως η Νορβηγία και η Σουηδία εκφράζουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για τον τρόπο με τον οποίο οι γερμανικές πολιτικές επιδρούν στις δικές τους τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Η ένταση κορυφώθηκε μετά το φαινόμενο Dunkelflaute, τις περιόδους δηλαδή που η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι εξαιρετικά χαμηλή λόγω έλλειψης ηλιοφάνειας και ανέμου, οδηγώντας σε απότομες αυξήσεις τιμών και εκτεταμένες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Η γερμανική ενεργειακή πολιτική, που βασίζεται στη σταδιακή κατάργηση των πυρηνικών σταθμών και την αντικατάστασή τους με ανανεώσιμες πηγές, έχει δημιουργήσει σοβαρές πιέσεις στο διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε περιόδους μειωμένης παραγωγής από ΑΠΕ, η Γερμανία στηρίζεται στις εισαγωγές από τους γείτονές της, ανεβάζοντας τις τιμές ενέργειας στις αγορές που συνδέονται μαζί της. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις τόσο από τη Νορβηγία όσο και από τη Σουηδία, χώρες που παραδοσιακά είχαν χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας χάρη στην υδροηλεκτρική τους παραγωγή
Η Σουηδία διαθέτει ένα σύστημα τεσσάρων ζωνών ηλεκτρικής ενέργειας, στο οποίο καταγράφονται σημαντικές διαφορές στις τιμές μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος της χώρας. Η νότια Σουηδία, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διασυνδέσεις με τη Γερμανία, αντιμετωπίζει αυξημένες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας λόγω των διακυμάνσεων στην προσφορά και τη ζήτηση που χαρακτηρίζουν τη γερμανική αγορά. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει τη Σουηδή Υπουργό Ενέργειας, Έμπα Μπους, να εκφράσει δημοσίως την αντίθεσή της προς τη γερμανική ενεργειακή πολιτική, επισημαίνοντας ότι δεν είναι δίκαιο οι Σουηδοί καταναλωτές να επιβαρύνονται με υψηλότερες τιμές ως συνέπεια αποφάσεων που λαμβάνονται στο Βερολίνο.
Η αντίδραση της Σουηδίας και της Νορβηγίας αντικατοπτρίζει έναν ευρύτερο προβληματισμό στην Ευρώπη σχετικά με το εάν η διασυνδεδεμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί προς όφελος όλων των χωρών ή αν κάποιες αγορές επωφελούνται εις βάρος άλλων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταστήσει σαφές ότι η δημιουργία διασυνοριακών ενεργειακών υποδομών αποτελεί κεντρικό άξονα της ενεργειακής στρατηγικής της ΕΕ, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές καυσίμων και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Το 2023, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτέλεσαν το 44,7% του συνολικού ενεργειακού μείγματος της ΕΕ, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικά και ορυκτά καύσιμα συνεχίζει να μειώνεται. Ωστόσο, το γεγονός ότι το 40% των ευρωπαϊκών δικτύων διανομής είναι άνω των 40 ετών καθιστά δύσκολη την εξισορρόπηση της αγοράς και την αποτροπή ακραίων αυξήσεων τιμών.
Η διαμάχη αυτή θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Από τη μία πλευρά, η στενότερη διασύνδεση των ενεργειακών αγορών είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας και τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Από την άλλη, η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει ότι χωρίς κατάλληλους μηχανισμούς εξισορρόπησης και προστασίας των εθνικών αγορών, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι δυσανάλογες για ορισμένες χώρες. Η απόφαση της Νορβηγίας να αποστασιοποιηθεί από το ευρωπαϊκό δίκτυο και η επιφυλακτική στάση της Σουηδίας αποτελούν προειδοποιητικά σημάδια για το αν το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποδοτικά για όλους. Πάντως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά τις εθνικές αντιδράσεις, εμμένει στην πολιτική εμβάθυνσης της ενεργειακής ολοκλήρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, θα διαθέσει σχεδόν 1,25 δισ. ευρώ μέσω του μηχανισμού «Connecting Europe Facility» για 41 έργα διασυνοριακών ενεργειακών υποδομών.
Διαβάστε ακόμη