Η φιλόδοξη ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, καθώς οι επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και στις τεχνολογίες αποθήκευσης αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια βιωσιμότητας. Παρά το αισιόδοξο αφήγημα που συνοδεύει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η πραγματικότητα της αγοράς δείχνει ότι η απουσία σταθερών μηχανισμών χρηματοδότησης και η αβεβαιότητα στις τιμές ενέργειας ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους της ενεργειακής μετάβασης. Οι τεχνολογίες αποθήκευσης, αν και απολύτως απαραίτητες για τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος, δυσκολεύονται να καταστούν οικονομικά βιώσιμες, ενώ η υπερανάπτυξη των φωτοβολταϊκών μπορεί να οδηγήσει σε πλεονάζουσα παραγωγή και πιέσεις στις τιμές.

Σε πρόσφατη εκδήλωση με τίτλο «Προκλήσεις στη χρηματοδότηση των ΑΠΕ και της αποθήκευσης στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας» της εταιρείας RICARDO παρουσιάστηκαν τα ευρήματα από το Electricity Market Outlook Modelling. Υπό την καθοδήγηση του Α. Μακρυσόπουλου, επικεφαλής του τμήματος ενεργειακών μοντέλων, και της Μ. Κανναβού, Διευθύντριας ανάλυσης ενεργειακών συστημάτων ήρθαν στο φως οι οικονομικές προκλήσεις των επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Σταθερότητα τιμών έως το 2035 και το ρίσκο του ETS

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η μέση τιμή εκκαθάρισης της αγοράς επόμενης ημέρας παραμένει σχετικά σταθερή με πτωτική τάση έως το 2035, λόγω της αυξημένης διείσδυσης των ΑΠΕ. Ωστόσο, η τάση αυτή αντιστρέφεται μετά το 2035, με τις τιμές να εμφανίζουν άνοδο εξαιτίας της αύξησης του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών (ETS). Η εξέλιξη αυτή εγείρει ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της αγοράς, αλλά και για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή.

Η ανάπτυξη των ΑΠΕ σε συνδυασμό με τις τεχνολογίες αποθήκευσης θεωρείται κρίσιμη για την περιορισμό του φαινομένου “duck curve”, το οποίο προκαλεί αυξημένη μεταβλητότητα στην παραγωγή και απαιτεί περικοπές ενέργειας (curtailments). Παράλληλα, τόσο τα φωτοβολταϊκά όσο και η χερσαία αιολική ενέργεια εμφανίζουν ικανοποιητικό εσωτερικό δείκτη απόδοσης (IRR) μεταξύ 12-15%, καθιστώντας τις επενδύσεις αυτές ιδιαίτερα ελκυστικές. Αντίθετα, η υπεράκτια αιολική ενέργεια αντιμετωπίζει αρχικά μειωμένες οικονομικές επιδόσεις, λόγω υψηλού κόστους επένδυσης, αν και στη συνέχεια οι αποδόσεις της συγκλίνουν με εκείνες των υπόλοιπων ΑΠΕ.

Οι προκλήσεις της αποθήκευσης και η επίδραση στο ενεργειακό σύστημα

Η αποθήκευση ενέργειας αποτελεί βασικό εργαλείο για την εξισορρόπηση της ηλεκτροπαραγωγής, ωστόσο, οι οικονομικές προοπτικές της παραμένουν προβληματικές. Σύμφωνα με τις παρουσιάσεις, η έλλειψη κρατικών εγγυήσεων και η απροθυμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν έργα χωρίς εγγυημένα έσοδα, καθιστούν δύσκολη τη βιωσιμότητα των σχετικών επενδύσεων. Το χρηματοδοτικό κενό, όπως επισημάνθηκε, προκαλείται από τη μεγάλη εξάρτηση των έργων αποθήκευσης από τα έσοδα της αγοράς εξισορρόπησης και της προημερήσιας αγοράς, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή μεταβλητότητα. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι η απόδοση των έργων αποθήκευσης (IRR) είναι χαμηλότερη από 5%, συγκριτικά με τις ΑΠΕ που προσφέρουν πιο αποδοτικά επίπεδα.

Στο αποκλίνον σενάριο του ΕΣΕΚ, η ανεπαρκής αποθηκευτική ικανότητα οδηγεί σε αυξημένες περικοπές παραγωγής, με τα φωτοβολταϊκά να καταγράφουν ποσοστά curtailment 15%-25% έως το 2030, έναντι μόλις 4% στο βασικό σενάριο. Αντίστοιχα, τα χερσαία αιολικά εμφανίζουν περικοπές έως 9%, από μόλις 2% στο κεντρικό σενάριο. Οι αναλυτές τόνισαν ότι οι περικοπές αυτές αυξάνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν η παραγωγή από φωτοβολταϊκά είναι υψηλή, και μειώνονται μετά το 2030, όταν αναμένεται να βελτιωθεί η αποθηκευτική ικανότητα. Παράλληλα, η ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών πάρκων επιβραδύνεται λόγω υψηλών κεφαλαιουχικών δαπανών και αβεβαιότητας.

Η οικονομική απόδοση της αποθήκευσης και οι προοπτικές κερδοφορίας

Παρά τα αρχικά προβλήματα, η έλλειψη αποθήκευσης δημιουργεί υψηλότερα περιθώρια κέρδους για τις υπάρχουσες υποδομές. Σύμφωνα με την ανάλυση, η αγορά εξισορρόπησης (balancing market) και οι εφεδρείες (reserves) αποφέρουν σημαντικά έσοδα στις τεχνολογίες αποθήκευσης. Επιπλέον, η αύξηση της διαφοράς μεταξύ των τιμών φόρτισης και εκφόρτισης ευνοεί τη συνολική κερδοφορία.

Σε ωριαία βάση, οι τιμές αγοράς κατά τις ώρες χαμηλής ζήτησης, όταν η αποθήκευση φορτίζεται, είναι ιδιαίτερα χαμηλές. Όταν η ενέργεια απελευθερώνεται στις ώρες αιχμής, καταγράφονται σημαντικά υψηλότερες τιμές. Αυτή η διαφορά ενισχύει τα περιθώρια κέρδους, με τις επενδύσεις στην αποθήκευση να αποκτούν IRR που ξεπερνά το 20% σε συγκεκριμένα σενάρια. Επιπλέον, οι τεχνολογίες αποθήκευσης επωφελούνται από τις αυξημένες ανάγκες εξισορρόπησης του συστήματος, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης μεταβλητότητας των ΑΠΕ.

Οι αναλυτές υπογράμμισαν ότι παρά τη δυναμική αυτή, η αποθήκευση χρειάζεται επιπλέον στήριξη, τόσο μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων όσο και μέσω πολιτικών κινήτρων, ώστε να μειωθεί η εξάρτησή της από τις αγορές εξισορρόπησης. Η εξάρτηση αυτή ενέχει ρίσκο, καθώς οι αγορές αυτές χαρακτηρίζονται από σημαντική μεταβλητότητα.

Η ευρωπαϊκή διάσταση και το φυσικό αέριο

Η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ (Green Deal) στοχεύει σε μηδενικές εκπομπές CO₂ έως το 2050, ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια. Οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της εξάρτησης από το φυσικό αέριο και η αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού CBAM (Carbon Border Adjustment Mechanism) δημιουργούν αβεβαιότητες. Το CBAM, αν και σχεδιάστηκε για να αποτρέψει τη μεταφορά εκπομπών CO₂ εκτός ΕΕ, αντιμετωπίζει προβλήματα εφαρμογής και ανισότητες μεταξύ κρατών-μελών. Επιπλέον, η έλλειψη κοινών ενεργειακών υποδομών σε διασυνοριακό επίπεδο δυσχεραίνει τη δημιουργία μιας ενιαίας ενεργειακής αγοράς, ενώ η απουσία ισχυρής βιομηχανικής στρατηγικής ενισχύει την εξάρτηση από εισαγωγές εξοπλισμού για ΑΠΕ και αποθήκευση.

Σύμφωνα με την ανάλυση το υψηλό κόστος του φυσικού αερίου επηρεάζει σημαντικά το ενεργειακό κόστος στην ΕΕ. Παρά τη συνεχιζόμενη μετάβαση στις ΑΠΕ, το φυσικό αέριο παραμένει βασική πηγή για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών σε περιόδους υψηλής ζήτησης, γεγονός που διατηρεί τις τιμές υψηλές. Το οριακό κόστος παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο, ενισχυμένο από την αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών (ETS), επιβαρύνει δυσανάλογα τις χώρες με μεγαλύτερη εξάρτηση από αυτή την πηγή. Αυτό οδηγεί σε ενεργειακή ανισότητα μεταξύ κρατών-μελών, καθώς οι χώρες με υψηλότερη εξάρτηση από φυσικό αέριο αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από την απουσία ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού σχεδίου για την αντικατάσταση των υποδομών φυσικού αερίου με καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις, όπως η χρήση υδρογόνου. Η ανάπτυξη τέτοιων υποδομών απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό και σημαντική χρηματοδοτική στήριξη, η οποία μέχρι στιγμής παραμένει ανεπαρκής.

Παράλληλα, η έλλειψη μακροπρόθεσμων χρηματοδοτικών εργαλείων για τις υποδομές καθαρής ενέργειας επιβραδύνει την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας. Οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη για ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής που θα προωθήσει την εγχώρια παραγωγή εξοπλισμού ΑΠΕ, την εναρμόνιση των δικτύων και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας

Προκλήσεις για το μέλλον

Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ θα απαιτήσει στοχευμένες πολιτικές και νέα ρυθμιστικά μέτρα. Οι τεχνολογίες αποθήκευσης, αν και κρίσιμες για τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος, πρέπει να καταστούν οικονομικά βιώσιμες μέσω έξυπνων χρηματοδοτικών σχημάτων. Η χώρα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: αν θα αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της ενεργειακής μετάβασης ή αν θα αντιμετωπίσει νέες οικονομικές και τεχνικές δυσκολίες, θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις που θα ληφθούν τα επόμενα χρόνια.

Οι επικεφαλής της έκθεσης επισημαίνουν πως η επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης εξαρτάται από την προσαρμογή των πολιτικών στήριξης και τη σωστή κατανομή των επενδύσεων. Το βασικό συμπέρασμα είναι πως, χωρίς την ανάπτυξη κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων και ρυθμιστικών παρεμβάσεων, η αποθήκευση δεν θα μπορέσει να αποδώσει οικονομικά, ενώ η υπερβολική εξάρτηση από τις ΑΠΕ χωρίς υποστήριξη αποθήκευσης μπορεί να οδηγήσει σε περικοπές ενέργειας και απώλειες κερδοφορίας. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η πολιτική για τις ΑΠΕ πρέπει να συνοδευτεί από ισχυρά κίνητρα για την αποθήκευση, ώστε να αποφευχθούν διαρθρωτικές αδυναμίες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Διαβάστε ακόμη