Τέλος στα σενάρια περί δημιουργίας Gigafactory μπαταριών λιθίου σε άλλη χώρα εκτός της Ελλάδας βάζει η Sunlight Group. Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, το φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο του ομίλου, ύψους 1,2 δισ. ευρώ, φαίνεται να «παγώνει» οριστικά, παρά το γεγονός ότι ο CEO, κ. Λάμπρος Μπίσαλας, είχε αναφερθεί προ μηνών σε εκτεταμένες διαπραγματεύσεις με τη γαλλική κυβέρνηση για την παροχή κινήτρων ύψους 700 εκατ. ευρώ, με στόχο την υλοποίηση του έργου στη Γαλλία.

«Το έργο είχε δρομολογηθεί πριν από έξι χρόνια, σε μια περίοδο κατά την οποία οι συνθήκες ήταν διαφορετικές και η αγορά παρουσίαζε διαφορετική δυναμική», επισημαίνουν πηγές του ομίλου. Και συμπληρώνουν πως το επενδυτικό πλάνο της Sunlight παραμένει σε εξέλιξη, ωστόσο οι ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και ο ανταγωνισμός από την Κίνα διαμορφώνουν ένα δυσμενές πλαίσιο για τη λήψη μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων». Η είδηση αυτή αποτελεί ένα ακόμα μελανό σημείο στις προσπάθειες που καταβάλλει η Ευρώπη για την οικοδόμηση της δικής της αλυσίδας εφοδιασμού μπαταριών.

Βέβαια, αν το έργο είχε δρομολογηθεί “πριν από έξι χρόνια” γιατί μέχρι την τελευταία στιγμή δόθηκε μάχη για την εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Ταμείο Καινοτομίας (Innovation Fund) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Γιατί το 2023 είχε ενημερωθεί το πρωθυπουργικό γραφείο για τη μεγάλη επένδυση που τελικά δεν υλοποιήθηκε; Γιατί ζητήθηκε πέρυσι από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας υποστηρικτική επιστολή κατά τη διεκδίκηση της χρηματοδότησης από το Ταμείο Καινοτομίας; Σημειώνεται πως δεν υπήρξε επίσημη ανακοίνωση από πλευράς του ομίλου Olympia που ελέγχει την Sunlight, παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί, τις επαφές με ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια και τις κατά καιρούς δηλώσεις στελεχών για το δίλλημα, που αποδείχθηκε πως δεν υπάρχει, για το αν το εργοστάσιο θα κατασκευαστεί στην Ελλάδα ή στη Γαλλία.

Μαζί με το σχέδιο του gigafactory της Δυτικής Μακεδονίας, που ψάχνει επενδύσεις με το σταγονόμετρο, ξεθωριάζει και το όραμα για μπαταρίες «made in Europe», ενισχύοντας τις ανησυχίες σχετικά με την ικανότητά της Ευρώπης να ανταγωνιστεί τις παγκόσμιες δυνάμεις στον κρίσιμο αυτόν τομέα. Τα εργοστάσια μπαταριών της Γηραιάς Ηπείρου έχουν μετατραπεί σε μια «ιστορία ύβρεως», συμβολίζοντας την αδυναμία των «27» να ανταγωνιστούν την κυριαρχία των Κινέζων και των Αμερικανών, όπως επισημαίνει δημοσίευμα των Financial Times.

Οι τίτλοι τέλους του μεγάλου έργου επιβεβαιώνονται και επίσημα πλέον από την αποχώρηση του κ. Νίκου Μαντζούφα από τον Όμιλο Sunlight, όπως ανακοίνωσε ο ίδιος μέσω ανάρτησής του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο κ. Μαντζούφας, πρώην επικεφαλής της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης, είχε αναλάβει πριν από ένα χρόνο τη διεύθυνση χρηματοδοτήσεων και δημοσίων υποθέσεων του ομίλου, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του σχεδίου για τη δημιουργία του Gigafactory.

Παρά τα αρχικά σχέδια, η θέση του καταργήθηκε, επισφραγίζοντας τη διακοπή του project. Το πρώτο σαφές σήμα ότι η επένδυση ενδέχεται να μην προχωρήσει έδωσε πριν από δύο μήνες ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Olympia, βασικού μετόχου της Sunlight Group, κ. Ανδρέας Αθανασόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή.

Η νέα εγκατάσταση στην Κοζάνη θα είχε ετήσια παραγωγική δυναμικότητα 17 GWh, υποστηρίζοντας τη δημιουργία μιας καθετοποιημένης αλυσίδας αξίας στις μπαταρίες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η λειτουργία της μονάδας θα μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 68% στη φάση παραγωγής, ενώ το κόστος κύκλου ζωής των προϊόντων αναμένεται να μειωθεί κατά τουλάχιστον 20% σε σύγκριση με τις τρέχουσες τεχνολογίες. Η ολοκλήρωση της μονάδας είχε προγραμματιστεί για το 2029, με την πλήρη λειτουργία να ξεκινά το 2030.

Το ύψος της σχεδιαζόμενης επένδυσης ανερχόταν σε 1,2 δισ. ευρώ, με στόχο την παραγωγή προηγμένων μπαταριών λιθίου, κατάλληλων για εφαρμογές σε βαρέα βιομηχανικά οχήματα, ηλεκτροκίνηση πλοίων και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας συνδεδεμένα με το ηλεκτρικό δίκτυο. Η στρατηγική της Olympia στόχευε στη διεθνή πρωτοπορία στον κλάδο, μέσω της παραγωγής και των στοιχείων λιθίου (cells), μια τεχνολογία που αναπτύσσεται από ελάχιστες εταιρείες παγκοσμίως, ενισχύοντας την καινοτομία και τη διαφοροποίησή της στην παγκόσμια αγορά.

Ο Όμιλος επιβεβαίωσε στο energygame.gr πως τις προηγούμενες ημέρες, απέστειλε επίσημη επιστολή στο Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ, από το οποίο είχε εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους 245 εκατ. ευρώ για το Lith.OS. Στην επιστολή αυτή, γνωστοποίησε την απόφασή του να μην προχωρήσει στην υλοποίηση της επένδυσης, δηλώνοντας παράλληλα ότι δεν θα κάνει χρήση των εγκεκριμένων κεφαλαίων. Κάποιοι αναρωτιούνται ποια τύχη θα είχαν άλλες ελληνικές υποψηφιότητες για χρηματοδότηση από το Ταμείο Καινοτομίας που κόπηκαν από τη φετινή λίστα αν ο όμιλος Olympia είχε ξεκαθαρίσει λίγους μήνες νωρίτερα πως δεν πρόκειται να προχωρήσει στη μεγάλη επένδυση.

Εργοστάσια μπαταριών: Η αλληλουχία των σχεδίων που δεν ευοδώθηκαν

Η επιβράδυνση της ζήτησης, το υψηλό κόστος, οι τεχνικές προκλήσεις και η ταχύτατη κινεζική επέκταση έχουν καταστήσει την αγορά μπαταριών ανυπέρβλητη για πολλές δυτικές εταιρείες. Η Northvolt, με υποστηρικτές όπως η Volkswagen και η Siemens, αντιμετώπισε κρίση ρευστότητας και τελικά «κατέρρευσε». Η θυγατρική της, αρμόδια για την επέκταση του εργοστασίου στο Skellefteå, κήρυξε πτώχευση, αφήνοντας χρέη 58 εκατ. δολαρίων, ενώ 1.600 θέσεις εργασίας καταργήθηκαν.

Η ακύρωση πολλών φιλόδοξων έργων εργοστασίων μπαταριών στην Ευρώπη έχει επισκιάσει τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου. Αυτά τα έργα αντιμετώπισαν σοβαρές προκλήσεις, όπως χρηματοδοτικά εμπόδια, έντονο ανταγωνισμό από καθιερωμένους Ασιάτες κατασκευαστές και αβεβαιότητα σχετικά με τη ζήτηση της αγοράς και την κυβερνητική στήριξη.

Εταιρείες όπως οι CATL και BYD Co. έχουν τεχνολογικό προβάδισμα πολλών ετών και πωλούν μπαταρίες σε ασυναγώνιστες τιμές. Οι ευρωπαϊκοί ανταγωνιστές αγωνίζονται να αυξήσουν την παραγωγή τους, ενώ η αργή ζήτηση EV στην περιοχή έχει οδηγήσει τους πελάτες-κατασκευαστές να αναθεωρήσουν τα σχέδια ηλεκτροκίνησης και να ακυρώσουν παραγγελίες μπαταριών.

Ένα από τα πλέον εμβληματικά παραδείγματα είναι το έργο της Britishvolt στο Blyth της Βόρειας Αγγλίας, που σχεδιαζόταν για την παραγωγή 30 GWh μπαταριών με συνολική επένδυση 3,8 δισεκατομμυρίων λιρών. Ωστόσο, η Britishvolt αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, έλλειψη επαρκούς κρατικής στήριξης και δυσμενείς συνθήκες στην αγορά, οδηγώντας τελικά στην ακύρωση του έργου. Η τοποθεσία στο Blyth πωλήθηκε και αναμένεται να μετατραπεί σε πανεπιστημιούπολη κέντρου δεδομένων.

Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπισε και το έργο της Italvolt στο Scarmagno του Πιεμόντε, στην Ιταλία, με αρχικό στόχο την παραγωγή 45 GWh μπαταριών μέσω επένδυσης ύψους 3,2 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η Italvolt, υπό την ηγεσία του Lars Carlstrom, βρέθηκε αντιμέτωπη με γραφειοκρατικά εμπόδια και χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, που τελικά την ώθησαν να στραφεί σε νέο σχέδιο για την κατασκευή εργοστασίου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Με την επωνυμία Statevolt Emirates, η εταιρεία στοχεύει πλέον σε αγορές της Αφρικής, της Ινδίας και της Μέσης Ανατολής, ενώ η αρχική Italvolt θα περιοριστεί σε ρόλο πωλήσεων για την ευρωπαϊκή αγορά.

Αντίστοιχα, η κινεζική εταιρεία SVOLT Energy Technology είχε σχεδιάσει την κατασκευή δύο εργοστασίων στη Γερμανία, στο Saarland και το Brandenburg, με συνολική ετήσια παραγωγική δυναμικότητα 40 GWh και επενδύσεις που ξεπερνούσαν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, η αδύναμη απόδοση της αγοράς EV στην Ευρώπη, οι αβεβαιότητες για τις επιδοτήσεις και η ακύρωση σημαντικής σύμβασης με την BMW οδήγησαν την εταιρεία στην απόφαση να τερματίσει τις δραστηριότητές της στην Ευρώπη.

Σε τοίχο χτύπησαν και οι προσπάθειες της Farasis Energy, που σχεδίαζε την κατασκευή εργοστασίου στο Bitterfeld-Wolfen της Σαξονίας-Άνχαλτ, στη Γερμανία, με στόχο ετήσια παραγωγή 10 GWh. Η εταιρεία, όμως, αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στην αύξηση της παραγωγής της στην Κίνα, προσαρμοζόμενη στις δυναμικές αλλαγές της αγοράς, γεγονός που οδήγησε σε αναβολή του έργου στην Ευρώπη και την επανεξέταση εναλλακτικών επιλογών για την παραγωγή κυψελών.

Ενώ ορισμένα έργα έχουν ακυρωθεί πλήρως, άλλα έχουν αναβληθεί ή περιοριστεί, αντανακλώντας μια πιο συντηρητική προσέγγιση από τους επενδυτές και τους κατασκευαστές.

Ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα είναι το Πρόγραμμα Κατασκευής Μπαταριών της Volkswagen, το οποίο αρχικά σχεδιάστηκε για την κατασκευή έξι εργοστασίων με συνολική παραγωγική δυναμικότητα 240 GWh. Ωστόσο, η εταιρεία αντιμετώπισε βραδύτερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη της αγοράς EV στην Ευρώπη, οικονομικές προκλήσεις και την ανάγκη βελτιστοποίησης της αξιοποίησης των εγκαταστάσεων. Η Volkswagen αποφάσισε να προχωρήσει με τρία εργοστάσια, δύο στην Ευρώπη και ένα στη Βόρεια Αμερική, με την παραγωγή στο εργοστάσιο του Salzgitter να προγραμματίζεται να ξεκινήσει το 2025.

Παρόμοια προσαρμογές έγιναν και στο έργο της Automotive Cells Company (ACC), που περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις στο Kaiserslautern της Γερμανίας και στο Termoli της Ιταλίας, με στόχο την παραγωγή 40 GWh σε κάθε τοποθεσία. Η ACC, μια συνεργασία της Stellantis, της Mercedes-Benz και της TotalEnergies, βρέθηκε αντιμέτωπη με χαμηλότερη από την αναμενόμενη ζήτηση για EV, την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη οικονομικότερων τεχνολογιών μπαταριών, καθώς και προκλήσεις χρηματοδότησης, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Η εταιρεία εξετάζει το ενδεχόμενο να στραφεί σε μπαταρίες λιθίου-σιδήρου-φωσφορικού άλατος (LFP), με τα τελικά της σχέδια για το βιομηχανικό και κατασκευαστικό της χρονοδιάγραμμα να αναμένονται αργότερα.

Μια πρόσφατη έκθεση του BloombergNEF έδειξε ότι η αγορά διαθέτει υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα σε επίπεδο κατασκευής μπαταριών. Μέχρι το 2025, το BNEF εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα θα φτάσει τις 7,9 τεραβατώρες, ενώ η προβλεπόμενη ζήτηση θα είναι μόλις 1,6 TWh. Το 2023, η συνολική ζήτηση ανήλθε σε 950 γιγαβατώρες, η οποία θα μπορούσε να καλυφθεί εξ ολοκλήρου από την παραγωγή μπαταριών της Κίνας.

Διαβάστε ακόμη