Η διείσδυση των αντλιών θερμότητας στην ελληνική αγορά παραμένει χαμηλή συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντικατοπτρίζοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στον τομέα της ενεργειακής αναβάθμισης. Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και η αργή υιοθέτηση νέων τεχνολογιών αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που επιβραδύνουν την ανάπτυξη της αγοράς. Παράλληλα, η αυξανόμενη ανάγκη για ενεργειακή εξοικονόμηση και μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος έχει οδηγήσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) στη δημιουργία νέων προγραμμάτων ενίσχυσης, τα οποία αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή στις αρχές του νέου έτους.

Στις 8 Ιανουαρίου ενεργοποιείται η πλατφόρμα του προγράμματος «Αλλάζω Σύστημα Θέρμανσης και Θερμοσίφωνα», με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και συνολικό προϋπολογισμό 223,2 εκατομμυρίων ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Στόχος του προγράμματος είναι η εγκατάσταση 171.700 ηλιακών συστημάτων θέρμανσης νερού και αντλιών θερμότητας από οικιακούς καταναλωτές, εκ των οποίων τα 34.000 προορίζονται για ενεργειακά ευάλωτα νοικοκυριά. Η συγκεκριμένη δράση εντάσσεται στις προσπάθειες του κράτους να ενισχύσει την ενεργειακή αναβάθμιση και να προωθήσει τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, ενώ δίνει έμφαση στη στήριξη των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων.

Το πρόγραμμα θα παραμείνει ανοιχτό μέχρι τις 31 Μαρτίου για την υποβολή αιτήσεων, οι οποίες θα αξιολογηθούν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Στην περίπτωση της επιδότησης για ηλιακούς θερμοσίφωνες, προτεραιότητα θα δοθεί στους 35.000 επιλαχόντες του προηγούμενου κύκλου του «Αλλάζω Θερμοσίφωνα». Παράλληλα, εάν ένα μέρος των κονδυλίων μείνει ανεξάντλητο σε κάποια από τις δύο κατηγορίες συσκευών, θα υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς του υπολοίπου στην άλλη κατηγορία, διασφαλίζοντας τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων.

Αντλίες θερμότητας: Στόχοι και προκλήσεις στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την έκθεση του Eurofound, η Ελλάδα έχει θέσει έναν φιλόδοξο στόχο: το 17% των κατοικιών να καλύπτει τις θερμικές ανάγκες του με αντλίες θερμότητας έως το 2030, με κυρίαρχη τεχνολογία τις αντλίες «αέρος-νερού». Η υλοποίηση αυτών των στόχων έχει ενταχθεί σε προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, όπως το «Εξοικονομώ», ενώ προβλέπεται σημαντική αύξηση του ποσοστού ανακαινίσεων κτηρίων από το τρέχον 0,8% σε 1,7% έως το 2050. Το 2023, αυτό μεταφράστηκε σε περίπου 47.000 ανακαινίσεις κατοικιών, αριθμός που παραμένει χαμηλός σε σχέση με τις απαιτήσεις για την επίτευξη των κλιματικών στόχων.

Η στρατηγική της χώρας για τις αντλίες θερμότητας περιλαμβάνει τη συνδυαστική τους χρήση με άλλες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως φωτοβολταϊκά συστήματα και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών και εθνικών χρηματοδοτικών εργαλείων για την υποστήριξη των εγκαταστάσεων, καθώς και στη δημιουργία σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου που θα ενθαρρύνει την υιοθέτηση της τεχνολογίας.

Ωστόσο, η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Η εργασία στον τομέα εγκατάστασης αντλιών θερμότητας παραμένει υποανάπτυκτη. Στην Ελλάδα απασχολούνται περίπου 162.000 εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό τομέα, αλλά οι ειδικευμένοι εγκαταστάτες για αντλίες θερμότητας είναι ελάχιστοι. Η εκπαίδευση και η επανεκπαίδευση προσωπικού αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, καθώς η ζήτηση για εξειδικευμένους τεχνίτες αυξάνεται, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν επαρκή προγράμματα κατάρτισης. Η έλλειψη πιστοποιημένων εγκαταστατών επιβραδύνει την ανάπτυξη της αγοράς, ενώ η ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης αποτελεί προτεραιότητα.

Από την αρνητική εξίσωση δεν λείπει η υψηλή αναλογία τιμής ηλεκτρικής ενέργειας προς φυσικό αέριο, η οποία συνεχίζει να αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την ευρύτερη υιοθέτηση των αντλιών θερμότητας. Επιπλέον, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες των καταναλωτών, δημιουργώντας πρόσθετα εμπόδια στη διείσδυση της τεχνολογίας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η πρόκληση, είναι απαραίτητο να υπάρξουν σταθερές και προβλέψιμες πολιτικές επιδοτήσεων, οι οποίες θα μειώσουν το υψηλό αρχικό κόστος εγκατάστασης, ειδικά για νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα.

Επιπλέον, η έλλειψη συγκεντρωτικών δεδομένων σχετικά με τον αριθμό εγκαταστάσεων και την απόδοση των αντλιών θερμότητας καθιστά δυσχερή την παρακολούθηση της προόδου. Η ανάπτυξη ενός συνεκτικού συστήματος παρακολούθησης και αξιολόγησης θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή των πολιτικών.

Τέλος, η ενσωμάτωση αντλιών θερμότητας στις αγροτικές και νησιωτικές περιοχές αποτελεί μια ανεκμετάλλευτη ευκαιρία. Οι περιοχές αυτές, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε φυσικό αέριο, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη χρήση της τεχνολογίας, αξιοποιώντας την αφθονία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως ηλιακή και γεωθερμική ενέργεια. Με κατάλληλη στρατηγική, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε πρότυπο για την απανθρακοποίηση του κτιριακού τομέα στην Ευρώπη.

Η εικόνα στην Ευρώπη

Η αγορά αντλιών θερμότητας στην Ευρώπη συνεχίζει να σημειώνει σταθερή ανάπτυξη, με την έκθεση του Eurofound να καταγράφει αξιοσημείωτα στοιχεία. Το 2022, οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 39%, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό εγκατεστημένων αντλιών στις 20 εκατομμύρια μονάδες σε ολόκληρη την ΕΕ. Ωστόσο, το 2023 παρατηρήθηκε επιβράδυνση, με τις πωλήσεις να φτάνουν τις 2,64 εκατομμύρια αντλίες θερμότητας, ελαφρώς χαμηλότερες από τις 2,77 εκατομμύρια το προηγούμενο έτος. Η πτώση αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου και στις αλλαγές στις εθνικές πολιτικές επιδοτήσεων.

Οι χώρες που οδηγούν την κούρσα

Οι βόρειες χώρες πρωτοστατούν στη διείσδυση της τεχνολογίας:

  • Στη Φινλανδία, υπήρξαν 67,3 εγκαταστάσεις ανά 1.000 κατοικίες το 2023, και στη Νορβηγία 56,9 ανά 1.000.

  • Στη Σουηδία, το 95% των νέων κτηρίων θερμαίνεται με αντλίες θερμότητας, ενώ πάνω από το 50% των μονοκατοικιών διαθέτει ήδη τέτοια συστήματα, με σημαντικό ποσοστό αυτών να αφορά γεωθερμικές αντλίες.

  • Στη Δανία, σημειώθηκε οκταπλάσια αύξηση στις εγκαταστάσεις από το 2011, με περίπου 200.000 αντλίες θερμότητας να εγκαθίστανται το 2023.

Οι αντλίες τύπου «αέρος-αέρος» και «αέρος-νερού» κυριαρχούν στην αγορά, αποτελώντας περίπου το 85% των πωλήσεων. Το χαμηλότερο κόστος εγκατάστασης αυτών των τεχνολογιών τις καθιστά πιο προσιτές σε σχέση με τις γεωθερμικές αντλίες, οι οποίες παραμένουν δημοφιλείς σε χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία, που μαζί κατέχουν το 50% της αγοράς γεωθερμικών αντλιών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει στην εγκατάσταση 50-60 εκατομμυρίων νέων αντλιών θερμότητας έως το 2030, αξιοποιώντας πρωτοβουλίες όπως το REPowerEU και το Renovation Wave. Στη Γερμανία, προβλέπεται αύξηση του αριθμού εγκαταστάσεων από 500.000 ετησίως το 2024 σε συνολικά 6 εκατομμύρια έως το 2030. Στη Γαλλία, σημειώθηκε μείωση των πωλήσεων το 2023, ενώ στην Πολωνία η αγορά υποχώρησε από 200.000 πωλήσεις το 2022 σε 125.000 το 2023, λόγω περικοπών στις επιδοτήσεις.

Η Ιρλανδία έχει θέσει στόχο τις 400.000 εγκαταστάσεις σε υφιστάμενες κατοικίες έως το 2030, ενώ η Δανία εστιάζει στη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα, ενισχύοντας παράλληλα τα δίκτυα τηλεθέρμανσης. Σε χώρες όπως η Σλοβενία και η Φινλανδία, επενδύσεις σε επιδοτήσεις και προγράμματα ανακαίνισης έχουν φέρει θετικά αποτελέσματα. Η Σλοβενία δαπάνησε περίπου 29 εκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις το 2023, ενώ η Φινλανδία επικεντρώνεται στη σταδιακή κατάργηση του πετρελαίου θέρμανσης, ενισχύοντας τις αντλίες θερμότητας και τα δίκτυα τηλεθέρμανσης.

«Αγκάθι» η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού

Η μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει η έλλειψη εξειδικευμένων τεχνιτών. Υπολογίζεται ότι η ΕΕ θα χρειαστεί 500.000 ειδικευμένους εγκαταστάτες έως το 2030, ενώ το 2022 υπήρχαν μόλις 117.000. Στην Ισπανία, ο μέσος όρος ηλικίας των τεχνιτών είναι πάνω από 50 έτη, με το 30% αυτών να αποσύρεται μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Στη Σουηδία, απαιτούνται 1.000 νέοι εγκαταστάτες για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης.

Η Γερμανία πρωτοστατεί στην εκπαίδευση, παρέχοντας επιδοτούμενα προγράμματα που καλύπτουν έως και το 90% των εξόδων επιμόρφωσης, ενώ παράλληλα προσφέρει οικονομικά κίνητρα για εργοδότες. Στην Ιρλανδία, το πρόγραμμα SOLAS Green Skills Action προωθεί την αναβάθμιση δεξιοτήτων στους τομείς των πράσινων τεχνολογιών, ενώ η Ολλανδία εστιάζει στη μείωση του χρόνου εγκατάστασης από 32 σε 16 ώρες, μέσω επιταχυνόμενων προγραμμάτων κατάρτισης.

Η συνολική εικόνα στην Ευρώπη δείχνει ότι, παρά τις προκλήσεις, οι αντλίες θερμότητας αποτελούν βασικό πυλώνα της στρατηγικής απανθρακοποίησης. Οι συντονισμένες δράσεις, η επένδυση στην εκπαίδευση και οι σταθερές πολιτικές επιδοτήσεων μπορούν να διασφαλίσουν την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της ΕΕ.

Ενεργειακή απόδοση

Η τρέχουσα αναλογία τιμών ηλεκτρικής ενέργειας προς φυσικό αέριο, που σε πολλές χώρες ξεπερνά το 2,5:1, περιορίζει την οικονομική βιωσιμότητα των αντλιών θερμότητας, καθώς οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας εξουδετερώνουν τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την υψηλή ενεργειακή απόδοση της τεχνολογίας. Η έκθεση του Eurofound υπογραμμίζει ότι για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των αντλιών θερμότητας, η αναλογία τιμών πρέπει να μειωθεί κάτω από το 2,5. Η μείωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να μειωθούν οι φόροι και οι επιβαρύνσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, ενισχύοντας παράλληλα τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παράλληλα, προτείνεται η σταθεροποίηση της τιμολόγησης του φυσικού αερίου, ώστε να αποφευχθούν υπερβολικά χαμηλές τιμές που δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά. Επιπλέον, η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης των επιδοτήσεων, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, ώστε να μειωθεί το αρχικό κόστος εγκατάστασης και να γίνει η τεχνολογία πιο προσιτή. Η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση των αντλιών θερμότητας. Παράλληλα, η αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να συμβάλει στη μακροπρόθεσμη μείωση του κόστους λειτουργίας των αντλιών θερμότητας, ενισχύοντας τα οικονομικά και περιβαλλοντικά τους οφέλη.

Η ανάπτυξη της αγοράς αντλιών θερμότητας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επίτευξη των στόχων απανθρακοποίησης στην Ευρώπη, καθώς η τεχνολογία αυτή συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση των εκπομπών και στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται σε μια φάση δυναμικής ενεργειακής μετάβασης, οι αντλίες θερμότητας προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες τόσο για τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα όσο και για την τόνωση της οικονομίας μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και της ανάπτυξης του κατασκευαστικού και ενεργειακού τομέα.

Διαβάστε ακόμη