Η γεωθερμία στην Ελλάδα παραμένει σε εμβρυακό στάδιο ανάπτυξης, στερούμενη ουσιαστικής προόδου παρά τις υποσχόμενες προοπτικές της για την ενεργειακή μετάβαση. Αν και οι πρώτες ερευνητικές προσπάθειες ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1970, η αξιοποίησή της έχει καθυστερήσει σημαντικά, με βασικά εμπόδια να αναδύονται σε θεσμικό, οικονομικό και τεχνικό επίπεδο. Η γεωθερμία αποτελεί μια πολύτιμη, αλλά υποεκμεταλλευόμενη επιλογή ενέργειας για τη χώρα η οποία χρήζει «γεωλογικής εύνοιας».

Η πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) αναδεικνύει την αναγκαιότητα άμεσων και στοχευμένων παρεμβάσεων, ώστε η χώρα να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τους γεωθερμικούς της πόρους. Παρά τις χρόνιες καθυστερήσεις και ελλείψεις στον σχεδιασμό και την υλοποίηση έργων, η γεωθερμία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση της Ελλάδας σε ένα βιώσιμο ενεργειακό μοντέλο. Προσφέροντας μοναδικά πλεονεκτήματα, όπως η παροχή συνεχούς ενέργειας και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, παραμένει μια αναξιοποίητη ευκαιρία που μπορεί να καλύψει ενεργειακές ανάγκες και να συμβάλει στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της χώρας.

Στην έκθεση με τίτλο «The Future of Geothermal Energy», ο IEA επισημαίνει ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και τα μοναδικά γεωλογικά της χαρακτηριστικά προσφέρουν σημαντικά γεωθερμικά πεδία, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30°C έως 90°C. Παρόλα αυτά, η αξιοποίησή τους παραμένει περιορισμένη, κυρίως σε εφαρμογές θερμικής ενέργειας. Τα γεωθερμικά πεδία υψηλής θερμοκρασίας (>90°C), που είναι απαραίτητα για την ηλεκτροπαραγωγή, παραμένουν ουσιαστικά ανεκμετάλλευτα. Ενδεικτικά, περιοχές όπως η Μήλος, η Νίσυρος και η Λέσβος διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες για ανάπτυξη γεωθερμικών έργων μεγάλης κλίμακας, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν αξιοποιηθεί στο βαθμό που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας.

Σύμφωνα με τον Δρ. Γεώργιο Τσιφουτίδη, επικεφαλής του Τμήματος Γεωθερμίας της Γενικής Διεύθυνσης Ορυκτών Πρώτων Υλών, η γεωθερμία αξιοποιείται κυρίως σε μικρές και μεσαίες θερμικές εφαρμογές, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30°C έως 90°C. Τα γεωθερμικά πεδία εντοπίζονται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη, την Κεντρική Μακεδονία και σε περιοχές όπως η Λέσβος. Ιδιαίτερη πρόοδος σημειώνεται στις αντλίες θερμότητας εδάφους (GSHPs), με εγκατεστημένη θερμική ισχύ 192 MW, οι οποίες προσφέρουν σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας σε οικιστικές και βιομηχανικές εφαρμογές. Ωστόσο, τα γεωθερμικά πεδία υψηλής θερμοκρασίας (>90°C), απαραίτητα για ηλεκτροπαραγωγή, παραμένουν ελάχιστα αξιοποιημένα, με μόλις δύο αναγνωρισμένα μέχρι σήμερα. Η Λέσβος αναδεικνύεται ως παράδειγμα αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για τη γεωθερμία, με πρόσφατες έρευνες στη Στύψη να αποκαλύπτουν νέο δυναμικό. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες κατέχει τέσσερις άδειες για έρευνα και εκμετάλλευση υψηλής θερμοκρασίας σε Μήλο, Νίσυρο, Μέθανα και Λέσβο, με σχέδια για την εγκατάσταση σταθμού ισχύος 8 MW στο νησί. Αυτές οι περιοχές αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της γεωθερμίας, ειδικά σε μη διασυνδεδεμένα νησιά, που αντιμετωπίζουν ενεργειακές προκλήσεις.

Ο «αργός βηματισμός» και τα αδειοδοτικά κωλύματα

Το στοίχημα της γεωθερμίας στην Ελλάδα εξελίσσεται σε μαραθώνιο με πολλά εμπόδια. Ένα από τα κύρια είναι το υψηλό ρίσκο στις αρχικές φάσεις ανάπτυξης, καθώς το 12-15% του συνολικού κόστους επένδυσης αφορά την αδειοδότηση και την εξερεύνηση, ενώ το κόστος γεωτρήσεων και ανάπτυξης πεδίων μπορεί να φτάσει έως και το 45%. Παράλληλα, η πιθανότητα μη εύρεσης επαρκών γεωθερμικών πόρων συχνά οδηγεί σε οικονομικές ζημίες. Το 80% του συνολικού κόστους της γεωθερμικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σχετίζεται με επενδύσεις σε γεωτρήσεις και εξοπλισμό, με το κόστος παραγωγής να κυμαίνεται από 40 έως 240 USD/MWh, συχνά υψηλότερο από τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική.

Επιπλέον, περιβαλλοντικοί περιορισμοί, όπως η διαχείριση παραπροϊόντων, και η κοινωνική αποδοχή δημιουργούν πρόσθετες προκλήσεις, κυρίως σε έργα μεγάλης κλίμακας ή κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Μια ακόμα δυσκολία είναι η έλλειψη πολιτικής στήριξης, καθώς μόνο 27 χώρες διαθέτουν πολιτικές για τη μείωση του ρίσκου στα γεωθερμικά έργα, ενώ πάνω από 100 έχουν θεσπίσει πολιτικές για την ηλιακή και αιολική ενέργεια. Για να ενισχυθεί η γεωθερμία, απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές, ειδικά σε χώρες με χαμηλή διείσδυση, όπως η Ελλάδα. Προγράμματα μείωσης ρίσκου, επιδοτήσεις γεωτρήσεων και συμβάσεις αγοράς ενέργειας είναι απαραίτητα, ενώ η απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών, που σήμερα μπορεί να διαρκέσουν 8-10 χρόνια, είναι κρίσιμη. Με τις κατάλληλες επενδύσεις, πολιτικές και τεχνολογικές καινοτομίες, η γεωθερμία έχει τη δυνατότητα να γίνει μία από τις πιο αξιόπιστες και βιώσιμες πηγές ενέργειας, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση.

Τα SOS για την Ελλάδα

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) προτείνει μια σειρά από στοχευμένες δράσεις για την αποτελεσματική αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού της Ελλάδας. Μια από τις βασικές προτάσεις είναι η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης. Ο IEA εισηγείται τη δημιουργία ενός ειδικού καθεστώτος που θα αφορά αποκλειστικά τα γεωθερμικά έργα, διαχωρίζοντάς τα από τα καθεστώτα που εφαρμόζονται στα ορυκτά καύσιμα. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των χρονοβόρων διοικητικών εμποδίων και θα επιταχύνει την ανάπτυξη των έργων. Παράλληλα, ο Οργανισμός δίνει έμφαση στην ενίσχυση της χρηματοδότησης για τις πρώιμες φάσεις των γεωθερμικών έργων. Προτείνεται η χρήση ασφαλιστικών εργαλείων, κρατικών επιδοτήσεων και δημόσιων εγγυήσεων για τη μείωση του γεωλογικού ρίσκου, το οποίο αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τους επενδυτές. Μέσω αυτών των μέτρων, τα έργα μπορούν να γίνουν πιο ελκυστικά και βιώσιμα για την αγορά. Επιπλέον, ο IEA υπογραμμίζει την ανάγκη ανάπτυξης πολιτικών που θα διασφαλίζουν μακροπρόθεσμα σταθερά έσοδα για τους επενδυτές. Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν τη θέσπιση σταθερών συμβολαίων και μηχανισμών δίκαιης αποζημίωσης για την παραγόμενη ενέργεια, έτσι ώστε να ενισχυθεί η οικονομική βιωσιμότητα των γεωθερμικών έργων. Με αυτές τις προτάσεις, ο IEA στοχεύει στην απελευθέρωση του γεωθερμικού δυναμικού της Ελλάδας και στην προώθηση μιας βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης.

Οι ευκαιρίες

Παρά τις δυσκολίες, οι τεχνολογικές εξελίξεις υπόσχονται να καταστήσουν τη γεωθερμία ανταγωνιστική. Νέες τεχνολογίες, όπως τα Enhanced Geothermal Systems (EGS) και τα κλειστά κυκλώματα (closed-loop systems), επιτρέπουν την πρόσβαση σε πόρους σε μεγαλύτερα βάθη, με προβλεπόμενες μειώσεις κόστους έως 80% μέχρι το 2035. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει το κόστος παραγωγής στα 50 USD/MWh, καθιστώντας τη γεωθερμία ελκυστική συγκριτικά με άλλες ανανεώσιμες πηγές. Η αγορά γεωθερμίας προβλέπεται να καλύψει έως και το 15% της παγκόσμιας αύξησης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2050, ισοδυναμώντας με περίπου 800 GW εγκατεστημένης ισχύος, ενώ μπορεί να συμβάλει και στη ζήτηση θερμότητας, ειδικά σε οικιακές και βιομηχανικές εφαρμογές. Παράλληλα, η γεωθερμία προσφέρει σήμερα περίπου 145.000 θέσεις εργασίας παγκοσμίως, με την προοπτική να αυξηθούν σε 1 εκατομμύριο μέχρι το 2030.

Ποιοι διαγκωνίζονται στην κούρσα της γεωθερμίας

Η Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσπάθειας για την ενεργειακή μετάβαση, και η γεωθερμία αποτελεί μια από τις βασικές τεχνολογίες που μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο. Με εκτεταμένο γεωθερμικό δυναμικό, η Ιταλία, η Ισλανδία και η Τουρκία είναι οι χώρες που σήμερα οδηγούν την ανάπτυξη της γεωθερμίας στην Ευρώπη. Η Ιταλία, πρωτοπόρος στον τομέα, φιλοξενεί το πρώτο γεωθερμικό εργοστάσιο του κόσμου στο Λαρντερέλο και εξακολουθεί να επεκτείνει την εγκατεστημένη ισχύ της, με γεωθερμικούς σταθμούς που καλύπτουν σημαντικό μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Η Ισλανδία, με τους πλούσιους γεωθερμικούς πόρους της, καλύπτει σχεδόν το 90% των αναγκών της για θέρμανση μέσω γεωθερμίας, ενώ η Τουρκία έχει επενδύσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μεγάλων έργων που την κατατάσσουν στις κορυφαίες χώρες παγκοσμίως στον τομέα.

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, χώρες όπως η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Πολωνία αναπτύσσουν σταθερά την γεωθερμική τους υποδομή, αξιοποιώντας κυρίως τα πεδία μέσης και χαμηλής ενθαλπίας για τηλεθέρμανση. Η Γαλλία και η Ολλανδία έχουν επίσης σημειώσει σημαντική πρόοδο, με επικέντρωση στη χρήση γεωθερμίας για θέρμανση αστικών περιοχών μέσω δικτύων τηλεθέρμανσης. Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στη γεωθερμία, εφόσον ξεπεραστούν τα εμπόδια που αφορούν τη χρηματοδότηση και την τεχνογνωσία. Με την κατάλληλη υποστήριξη, η γεωθερμία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην απανθρακοποίηση της ηπείρου, στη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι παγκόσμιες επενδύσεις στον τομέα της γεωθερμίας θα μπορούσαν έτσι να αυξηθούν σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια έως το 2035 και σε 2,5 τρισεκατομμύρια έως το 2050. Ο IEA εκτιμά ότι «οι οικονομικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη (της γεωθερμίας) θα μπορούσαν να μειωθούν για τους επενδυτές» και έτσι «να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των προγραμμάτων». Αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει «να μειωθούν κατά 80% τα κόστη έως το 2035 σε περίπου 50 δολάρια η μεγαβατώρα», προσθέτει ο IEA.

Διαβάστε ακόμη