Η 29η Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP29), που πραγματοποιήθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, ολοκληρώθηκε αφήνοντας μια πικρή γεύση απογοήτευσης, ιδιαίτερα για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Οι χώρες αυτές υποστηρίζουν ότι επωμίζονται δυσανάλογα τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, οι οποίες εντείνονται από τις αυξημένες εκπομπές ρύπων, την εντατική βιομηχανική παραγωγή, την ξηρασία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Παρά την επίσημη λήξη της δεκαπενθήμερης διάσκεψης την Παρασκευή, οι διαπραγματεύσεις για το κοινό ανακοινωθέν συνεχίζονται, με προοπτική ολοκλήρωσης το Σαββατοκύριακο, αν και πολλά υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη έχουν ήδη αποχωρήσει. Ο Χατζίντ Σινχ, εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας Fossil Fuel Non-proliferation Treaty Initiative, δήλωσε στο Reuters ότι «καλύτερα να μην υπάρξει καμία συμφωνία παρά μία κακή συμφωνία». Τόνισε ότι μια ανεπαρκής συμφωνία δεν θα επιτρέψει στις αναπτυσσόμενες χώρες να λάβουν φιλόδοξα μέτρα. Στον αντίποδα, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, υπογράμμισε ότι «η αποτυχία δεν αποτελεί επιλογή».

Οι αντιδράσεις του παγκόσμιου Νότου ήταν έντονες απέναντι στη δέσμευση των πλουσιότερων χωρών για χρηματοδότηση ύψους 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως έως το 2035. Η ομάδα των G77, που περιλαμβάνει χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Κονγκό, η Κολομβία και το Περού, θεωρεί ότι το απαιτούμενο ποσό για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ανέρχεται τουλάχιστον σε 500 δισεκατομμύρια δολάρια.

Από την άλλη πλευρά, αρκετές δυτικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι η πρόταση για τη μείωση των εκπομπών ρύπων ήταν ανεπαρκής. Εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης δήλωσε στους Financial Times ότι τα χρηματοδοτικά θέματα δεν είναι η μόνη προτεραιότητα. «Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ανάγκη για μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και για αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου».

Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών καθυστέρησε την επίτευξη του κοινού ανακοινωθέντος, υποβαθμίζοντας τις συνολικές προσπάθειες για συγκράτηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας εντός του στόχου των 2 βαθμών Κελσίου, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού. Αν και οι ανεπτυγμένες χώρες συμφώνησαν να αυξήσουν τη χρηματοδοτική τους δέσμευση πέρα από τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια που είχαν οριστεί πριν από μία δεκαετία, η πρότασή τους για 250 δισεκατομμύρια κρίθηκε ανεπαρκής. Το Independent High-Level Expert Group, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, έχει εκτιμήσει ότι η αναγκαία συνεισφορά των ανεπτυγμένων χωρών ανέρχεται σε 390 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2035.

Στο τελικό κείμενο που παρουσίασε η προεδρία της COP29, ορίζεται ότι η χρηματοδότηση για τον αναπτυσσόμενο κόσμο πρέπει να φτάσει τουλάχιστον το 1,3 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Η χρηματοδότηση αυτή προβλέπεται να προκύψει από συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, διεθνείς συμφωνίες ή εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

Καθώς οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται στο Μπακού, η Βραζιλία προετοιμάζεται να φιλοξενήσει την COP30 στο Μπελέμ, στην καρδιά της Αμαζονίας. Ο Αντρέ Κορέα ντο Λάγκο, υπουργός Κλίματος, Ενέργειας και Περιβάλλοντος, εξήγησε την επιλογή της τοποθεσίας, χαρακτηρίζοντάς την ως «πύλη του Αμαζονίου». «Δεν προσπαθούμε να κρύψουμε τα προβλήματά μας», δήλωσε στο Bloomberg, αναφερόμενος κυρίως στην αποψίλωση των δασών. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η Βραζιλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός αιθανόλης παγκοσμίως, γεγονός που ενισχύει τη σημασία της συνάντησης σε αυτήν την περιοχή.

Διαβάστε ακόμη