«Χωρίς να βιάζεται» εξετάζει η Ελλάδα το ενδεχόμενο χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, όπως είπε την Δευτέρα ο σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας Νίκος Τσάφος, στον απόηχο της μεγάλης κρίσης και των προσπαθειών για επίτευξη των κλιματικών στόχων. «Το διακύβευμα είναι να χαρτογραφήσουμε τι ακριβώς μπορεί να προσφέρει στο ενεργειακό μείγμα της χώρας», αλλά και να ωριμάσουν οι σχετικές τεχνολογίες, όπως οι μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες (SMRs), ανέφερε ο κ. Τσάφος. Η συζήτηση και οι ζυμώσεις αναμένεται να ενταθούν μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια με το βλέμμα στραμμένο στις γειτονικές χώρες.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία γειτονιά η οποία κατακλύζεται από σχέδια αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας. Μία ενδεχόμενη «πυρηνική συνεργασία» Ελλάδας – Βουλγαρίας, μπορεί να συμβάλει στην εξισορρόπηση του συστήματος και παραμένει στο προσκήνιο, όπως εξήγησε ο Νίκος Τσάφος μιλώντας στην ημερίδα της athlos energy «Nuclear Power Prospects for Greece: a strategic Workshop». Όταν η τεχνολογία ωριμάσει και υπάρξει το έδαφος, ώστε να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα και οι προϋπολογισμοί, η Ελλάδα θα βγει από τη «στάση αναμονής» την οποία τηρεί και θα εξετάσει πιο ζεστά το θέμα των πυρηνικών, ανέφερε ο ίδιος. «Βλέπω έναν κλάδο που δυσκολεύεται να παραδώσει έργα εντός χρονοδιαγράμματος και εντός του προϋπολογισμού. Αν αυτές οι δύο παράμετροι αλλάξουν δραματικά, τότε θα αλλάξει και η άποψή μου για την πυρηνική ενέργεια», συμπλήρωσε.
Εξάλλου, σε μια συγκυρία, κατά την οποία τα πυρηνικά βρίσκονται ψηλά στην ευρωπαϊκή συζήτηση, οι στόχοι για το κλίμα γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικοί και οι αδυναμίες των ΑΠΕ παραμένουν στο τραπέζι. Βουλγαρία, Σερβία, Ιταλία, Τουρκία έχουν ανεβάσει ταχύτητες και διαγκωνίζονται στην κούρσα των νέων τεχνολογιών με τη γεωπολιτική και ενεργειακή σκακιέρα των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να αλλάζει δυναμικά. Η ιδέα για συνεργασία με τη Βουλγαρία δεν είναι τωρινή. Είχε πέσει για πρώτη φορά στο τραπέζι στη καρδιά της ενεργειακής κρίσης, λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Φεβρουάριο του 2022. Η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρονταν να επενδύσει στους νέους αντιδραστήρες. Να μπει δηλαδή μετοχικά κάποια ελληνική επιχείρηση σε μια από τις καινούργιες μονάδες του Κοζλοντούι. Εναλλακτική επιλογή θα ήταν μια 20ετής συμφωνία αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η σύναψη δηλαδή μίας μακροπρόθεσμης συμφωνίας με τον πυρηνικό σταθμό, ένα διμερές συμβόλαιο (PPA), σε ανταγωνιστικές τιμές, προκειμένου να αγοράζεται μέρος από την πρόσθετη παραγωγή ενέργειας. «Είχαμε πει πως θα μπορούσαμε να γίνουμε κομμάτι μία αλυσίδας αξίας, είτε αγοράζοντας ενέργεια, είτε επενδύοντας. Αυτό το πλάνο παραμένει στον ορίζοντα», σχολίασε ο κ. Τσάφος.
Ο σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας, είπε πως υπάρχει ένας σκεπτικισμός γύρω από τα πυρηνικά, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως στη γειτονιά μας δεν υπάρχει κάποιο success story. «Σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σλοβακία, βλέπουμε προγράμματα πυρηνικής ενέργειας που καθυστερούν πάνω από μία δεκαετία και υπερβαίνουν κατά 2-3 φορές τον προϋπολογισμό. Αυτό είναι μια πολύ ανησυχητική εικόνα για μένα», ανέφερε. «Τα χρονοδιαγράμματα είναι σημαντικά, αν βγεις εκτός έναν χρόνο μπορεί να είναι 20% πιο ακριβό το project, πράγμα που είναι αποδεκτό. Ωστόσο, σε χώρες με πυρηνικά προγράμματα έχουμε δει έργα να πηγαίνουν πίσω 15 χρόνια και να είναι πολύ πιο ακριβά», συμπλήρωσε.
Βάζοντας στην εξίσωση της συζήτησης του μικρούς πυρηνικούς αντιδραστήρες ((Small modular reactors – SMRs), γνωστοί και ως αντιδραστήρες «τσέπης» o Νίκος Τσάφος ανέφερε πως συχνά μιλάμε για αυτούς σαν να εμφανίζονται παντού, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν κυρίως στα χαρτιά. «Είναι σημαντικό να αποδείξουμε ότι αυτά τα έργα μπορούν να κατασκευαστούν στον χρόνο και με το κόστος που υπόσχονται, κατά τον σχεδιασμό τους». Πράγματι, σε οικονομικό επίπεδο, τα πυρηνικά εργοστάσια παραμένουν μια πολύ ακριβή τεχνολογία και ακόμη και οι μικροί αντιδραστήρες, παρ’ ότι φθηνότεροι, ταχύτεροι στη κατασκευή και ευκολότεροι στην εγκατάσταση απ’ ό,τι οι μονάδες μεγάλης κλίμακας, έχουν εξίσου μεγάλα κόστη. Αν προχωρήσει η τεχνολογία των SMRs, πέσουν σημαντικά οι τιμές και αρχίσει να αναπτύσσεται η σχετική αγορά, η συζήτηση για επενδύσεις στην Ελλάδα τίθεται σε μία άλλη βάση.
Άνθρωποι της αγοράς υποστήριξαν πως υπάρχουν τρεις κύριοι λόγοι να στραφεί κανείς στην πυρηνική ενέργεια: πρώτον, συμβάλλει στην ενεργειακή ισότητα καθώς προσφέρει δίκαιη πρόσβαση σε ενέργεια, σε μια εποχή όπου η αυξανόμενη ζήτηση και οι προκλήσεις από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δυσχεραίνουν την εξισορρόπηση του δικτύου. Δεύτερον, ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια, παρέχοντας καθαρή και αξιόπιστη ενέργεια βάσης που δεν επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες, εξασφαλίζοντας σταθερότητα και ανεξαρτησία από γεωπολιτικούς κινδύνους. Τρίτον, συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς αποτελεί ιδανική λύση για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως απαιτείται από την Πράσινη Συμφωνία και τη Συμφωνία των Παρισίων, προσφέροντας καθαρή ενέργεια που βοηθά στον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Ξένοι και Έλληνες επενδυτές αναγνωρίζουν ευκαιρίες ανάπτυξης στη χώρα, ενώ πηγές αναφέρουν πως αν η Ελλάδα «σηκώσει το χέρι» και πει πως ενδιαφέρεται για πυρηνικά, τότε η πυρηνική κοινότητα θα προσφέρει απλόχερα τεχνογνωσία και βοήθεια. Ο Δρ. Αθανάσιος Δαγούμας, Πρόεδρος της ΡΑΑΕΥ υπογράμμισε κατά τη διάρκεια της ίδιας ημερίδας την ανάγκη για ευέλικτες δομές στο ενεργειακό σύστημα, καθώς ο εξηλεκτρισμός προχωρά και οι τεχνολογίες ωριμάζουν. Η Ελλάδα προχωρά παράλληλα με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και τις εξετάζει μία προς μία. Ωστόσο, όπως δήλωσε «οι αποφάσεις για το ποιες τεχνολογίες θα προχωρήσουν αποτελούν ευθύνη της πολιτείας». Σχολιάζοντας και το κομμάτι των SMRs ο κ. Δαγούμας ανέφερε πως «δεν είναι τόσο απαραίτητοι στο παρόν ενεργειακό σύστημα, εκτός αν υπάρξουν νέοι τομείς της οικονομίας ή της βιομηχανίας που θα εξηλεκτριστούν στο μέλλον. Δηλαδή, εάν η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας επεκταθεί σε περισσότερους τομείς ή εφαρμογές που σήμερα βασίζονται σε άλλα καύσιμα (π.χ. πετρέλαιο ή φυσικό αέριο), τότε οι SMRs θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι για να καλύψουν αυτήν τη νέα ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια. Με άλλα λόγια, οι SMRs, όντας ευέλικτες και μικρές δομές παραγωγής ενέργειας, μπορεί να μην έχουν άμεση εφαρμογή ή αναγκαιότητα με την υπάρχουσα ζήτηση. Ωστόσο, αν προχωρήσει ο εξηλεκτρισμός νέων τομέων (όπως η βιομηχανία, οι μεταφορές ή άλλες δραστηριότητες), τότε η ανάγκη για τέτοιες ευέλικτες τεχνολογίες θα αυξηθεί.
Ο Πρόεδρος της ΡΑΑΕΥ έβαλε στο τραπέζι ακόμα δύο σημαντικά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν: το «response duration», δηλαδή τη διάρκεια ανταπόκρισης των συστημάτων, και τη σωστή χωροθέτηση των νέων ενεργειακών δομών. Ο όρος «response duration», δηλαδή η διάρκεια ανταπόκρισης, αναφέρεται στον χρόνο που απαιτείται για να ανταποκριθεί ένα ενεργειακό σύστημα σε αυξημένη ζήτηση ή σε αλλαγές στην προσφορά ενέργειας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τεχνολογίες που πρέπει να ενεργοποιούνται γρήγορα, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ή οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMR), προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα του δικτύου. Αντίστοιχα, η σωστή χωροθέτηση αναφέρεται στην επιλογή των κατάλληλων τοποθεσιών για την εγκατάσταση νέων ενεργειακών υποδομών. Για παράδειγμα, οι τοποθεσίες πρέπει να είναι στρατηγικές ως προς την κοντινότητα σε σημεία ζήτησης, την προσβασιμότητα σε πόρους (όπως ήλιος, άνεμος ή νερό) και την ελαχιστοποίηση περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Η σημασία αυτών των στοιχείων για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών έγκειται στο ότι η ταχεία και αξιόπιστη ανταπόκριση στις ανάγκες του δικτύου και η σωστή τοποθέτηση των υποδομών μπορούν να διασφαλίσουν την αποδοτικότητα, τη βιωσιμότητα και την αξιοπιστία των νέων ενεργειακών τεχνολογιών. Χωρίς αυτά, οι νέες τεχνολογίες μπορεί να μην είναι ικανοποιητικές στην αντιμετώπιση κρίσεων ή αιχμών ζήτησης, ενώ μπορεί να συναντήσουν αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες λόγω κακής χωροθέτησης.
Σύσσωμη η αγορά αναγνώρισε ως «πυρηνικά success story» τη Ρωσία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Ρωσία, αφενός, είναι μια χώρα με ένα πλήρως ανεπτυγμένο πυρηνικό πρόγραμμα και μακρά ιστορία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Η ρωσική βιομηχανία πυρηνικής τεχνολογίας, μέσω της κρατικής εταιρείας Rosatom, προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πακέτο υπηρεσιών που περιλαμβάνει τη σχεδίαση, την κατασκευή, τη διαχείριση και την υποστήριξη των πυρηνικών εγκαταστάσεων. Οι Ρώσοι παρέχουν επίσης χρηματοδότηση και εκπαίδευση για την υποστήριξη νέων προγραμμάτων, κάτι που έχει καταστήσει τη Ρωσία βασικό προμηθευτή πυρηνικής τεχνολογίας σε χώρες που επιθυμούν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν το δικό τους πυρηνικό δυναμικό. Ο πυρηνικός σταθμός Ακούγιου είναι το πρώτο πυρηνικό έργο της Τουρκίας και υλοποιείται ακριβώς με τη συνεργασία και την τεχνογνωσία της ρωσικής Rosatom. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), αφετέρου έχουν τραβήξει τα βλέμματα, καθώς αποτελούν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα χώρας που ξεκίνησε από το μηδέν και σε διάστημα περίπου 8 ετών κατάφερε να ολοκληρώσει το πρώτο της πυρηνικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας των ΗΑΕ, με το εργοστάσιο Μπαρακά (Barakah), ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς και τεχνολογικούς εταίρους.
«Η κυβέρνησή μας έχει διευρυμένους ορίζοντες αλλά βασίζεται στα δεδομένα. Επομένως, θεωρώ σημαντικό να έχουμε τα γεγονότα και να διεξάγουμε μια ουσιαστική συζήτηση για τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι διάφορες τεχνολογίες στο ενεργειακό μείγμα. Αν αποδειχθεί ότι μια τεχνολογία έχει προοπτικές και μπορεί να αποφέρει οφέλη, τότε είναι μια συζήτηση που αξίζει να γίνει», κατέληξε ο κ. Τσάφος.
Διαβάστε ακόμη