Η απολιγνιτοποίηση δεν αποτελεί πρόκληση μόνο για την Ελλάδα, αλλά είναι ένα κεντρικό θέμα συζήτησης σε κραταιές βιομηχανικές χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που προσπαθούν να ευθυγραμμιστούν με τους παγκόσμιους κλιματικούς στόχους. Η πλήρης απεξάρτηση από τον άνθρακα είναι πλέον πιο επιτακτική από ποτέ, καθώς η κλιματική αλλαγή απαιτεί άμεσες και αποφασιστικές ενέργειες. Παρά τα διάφορα εμπόδια, σχεδόν τα τρία τέταρτα των χωρών του ΟΟΣΑ έχουν δεσμευτεί να εξαλείψουν την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα έως το 2030, ευθυγραμμιζόμενες με τον στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων για τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5°C. Η Ελλάδα βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή αυτών των εξελίξεων και η de facto απόσυρση του λιγνίτη δημιουργεί νέες ευκαιρίες.
Η πρόοδος στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η πορεία προς την απολιγνιτοποίηση έχει λάβει πιο συγκεκριμένη μορφή τον τελευταίο χρόνο, με ορόσημο τον Σεπτέμβριο του 2024. Κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα, καταγράφηκε το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς χρήση λιγνίτη σε οποιονδήποτε μήνα μέχρι σήμερα, με 463 ώρες (64,3% των συνολικών ωρών). Αυτό το νέο ρεκόρ ξεπέρασε το προηγούμενο του Μαΐου 2024, όταν ο λιγνίτης δεν χρησιμοποιήθηκε για 456 ώρες (61,3% των συνολικών ωρών του μήνα). Παράλληλα, η λιγνιτική παραγωγή του Σεπτεμβρίου μειώθηκε στις 159,4 GWh, που αποτελεί τη δεύτερη χαμηλότερη τιμή στην ιστορία της χώρας μετά τις 50,2 GWh του Μαΐου 2024.
Συνολικά, το εννεάμηνο του 2024 κατέγραψε ένα νέο ιστορικό χαμηλό στη λιγνιτική παραγωγή, η οποία έφτασε τις 2,335 TWh, μείωση κατά 30% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2023. Επιπλέον, για 1.575 ώρες (24% των συνολικών ωρών του εννιαμήνου) δεν υπήρχε καμία λιγνιτική μονάδα σε λειτουργία, σε αντίθεση με τις μόλις 584 ώρες το ίδιο διάστημα το 2023. Αυτά τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα προχωρά με σταθερά βήματα στην απεξάρτηση από τον λιγνίτη και ενισχύει τη στροφή προς πιο καθαρές μορφές ενέργειας.
Η πρόοδος στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είναι κρίσιμη για την ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, ο Αύγουστος του 2024 σημείωσε τη δεύτερη υψηλότερη παραγωγή ΑΠΕ στην ιστορία της χώρας, με 2.275 GWh. Ταυτόχρονα, η παραγωγή από ορυκτό αέριο έφτασε τις 2.194 GWh, αποτελώντας τη δεύτερη υψηλότερη για το έτος. Ωστόσο, παρατηρήθηκαν και σημαντικές περικοπές στην παραγωγή ΑΠΕ, φτάνοντας τις 565 GWh τους πρώτους οκτώ μήνες του έτους, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση των ενεργειακών υποδομών.
Η ΔΕΗ διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή, καθώς έχει ήδη αποσύρει λιγνιτικές μονάδες συνολικής ισχύος 1,9 GW. Μέχρι το 2026, η εγκατεστημένη ισχύς της ΔΕΗ στην εγχώρια αγορά αναμένεται να αυξηθεί από τα 10,7 GW στα 13,1 GW, παρά το κλείσιμο μονάδων λιγνίτη, πετρελαίου και φυσικού αερίου συνολικής ισχύος 2,8 GW. Επιπλέον, η ισχύς των ΑΠΕ της ΔΕΗ αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2026, φτάνοντας τα 8,9 GW, καλύπτοντας το 68% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος του ομίλου στην Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μέχρι το 2030, η συνολική ισχύς της ΔΕΗ θα φτάσει τα 17 GW, εκ των οποίων το 75% θα προέρχεται από καθαρές μορφές ενέργειας.
Η μεγάλη εικόνα
Σε διεθνές επίπεδο, η έκθεση της Ember (2024) επιβεβαιώνει την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης στις χώρες του ΟΟΣΑ. Σχεδόν το 75% των χωρών στοχεύει στην πλήρη κατάργηση της παραγωγής ενέργειας από άνθρακα μέχρι το 2030. Ήδη, 14 χώρες, μεταξύ των οποίων το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πορτογαλία, η Σουηδία και η Αυστρία, έχουν εξαλείψει πλήρως την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα. Οι υπόλοιπες χώρες συνεχίζουν με φιλόδοξα σχέδια για την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με στόχο την αντικατάσταση των ανθρακικών μονάδων. Η έκθεση αναφέρει ότι η συνολική παραγωγή ενέργειας από άνθρακα στις χώρες του ΟΟΣΑ έχει μειωθεί κατά 52% από το 2007, το έτος κατά το οποίο καταγράφηκε η κορύφωση της παραγωγής άνθρακα. Οι χώρες που πρωτοστάτησαν στη βιομηχανική επανάσταση, όπως η Ελλάδα, βρίσκονται πλέον στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας προσπάθειας για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η συνολική παραγωγή ενέργειας από άνθρακα στις χώρες του ΟΟΣΑ έχει μειωθεί κατά 52% από το 2007, όταν καταγράφηκε η κορύφωση της παραγωγής. Το 2023, το ποσοστό της ενέργειας από άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα των χωρών του ΟΟΣΑ έφτασε μόλις το 17%, σε σύγκριση με το 36% το 2007. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κυρίως η ηλιακή και η αιολική, έχουν αναπτυχθεί ραγδαία και ήταν υπεύθυνες για το 87% της μείωσης της παραγωγής άνθρακα. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες, όπως η Τουρκία, καταγράφονται νέες αυξήσεις στη χρήση άνθρακα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν εκεί.
Παρά την πρόοδο, οι χώρες του ΟΟΣΑ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην πλήρη κατάργηση του άνθρακα. Η Γερμανία και η Πολωνία, για παράδειγμα, εξακολουθούν να εξαρτώνται σημαντικά από τον άνθρακα, αλλά έχουν ανακοινώσει φιλόδοξα σχέδια για την αύξηση των ΑΠΕ. Η Γερμανία στοχεύει να αυξήσει το μερίδιο των ΑΠΕ στο ενεργειακό της μείγμα από 32% το 2023 στο 80% το 2030, ενώ η Πολωνία σχεδιάζει να αυξήσει το αντίστοιχο ποσοστό από 27% σε 51%. Οι χώρες αυτές αναμένεται να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση, ιδιαίτερα καθώς πλησιάζουμε τα ορόσημα του 2030.
Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, επίσης, έχουν αρχίσει να μειώνουν την εξάρτησή τους από τον άνθρακα, με στόχο τη μείωση της παραγωγής από άνθρακα στο 19% και 17% αντίστοιχα έως το 2030. Η Τουρκία, αν και δεν έχει θέσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, επενδύει έντονα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με στόχο να αυξήσει το μερίδιο της ηλιακής και αιολικής ενέργειας από 16% το 2023 σε πάνω από 23% το 2030.
Η πορεία προς την απολιγνιτοποίηση στις χώρες του ΟΟΣΑ και την Ελλάδα δείχνει σημαντική πρόοδο, αλλά και προκλήσεις που παραμένουν. Η τάση για απεξάρτηση από τον άνθρακα είναι εμφανής, με δυνάμεις να δεσμεύονται για πλήρη κατάργηση έως το 2030, ενώ άλλες «καλπάζουν» πιο αργούς ρυθμούς. Η Ελλάδα, αν και παλαιότερα εξαρτημένη από τον λιγνίτη, αποτελεί πλέον παράδειγμα ενεργειακής μετάβασης. Η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση είναι αναγκαία και επιτακτική, και οι χώρες του ΟΟΣΑ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας.
Διαβάστε ακόμη