Ο παγκόσμιος ενεργειακός χάρτης ανακατασκευάζεται. Η διασφάλιση της πολυπόθητης αυτάρκειας είναι πιο επιτακτική από ποτέ, την ώρα που νέες τεχνολογίες διαγκωνίζονται στην κούρσα της πράσινης μετάβασης. Η έκθεση της McKinsey «Παγκόσμια Ενεργειακή Προοπτική 2024» σημειώνει πως ενώ οι χώρες και οι βιομηχανίες προσπαθούν να επιτύχουν τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν ένας απαραίτητος κρίκος στην αλυσίδα της παγκόσμιας ενεργειακής παραγωγής. Ο κόσμος προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην ενεργειακή ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος.
Παρά την ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας) θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά. Μέχρι το 2050, τα ορυκτά καύσιμα θα αντιπροσωπεύουν από 40% έως 60% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, παρά το γεγονός ότι η χρήση τους θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, αναφέρει η έκθεση. Η ζήτηση για πετρέλαιο αναμένεται να φτάσει στην κορύφωσή της μεταξύ 2025 και 2035, ενώ η ζήτηση για φυσικό αέριο θα συνεχίσει να αυξάνεται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διαδραματίζοντας βασικό ρόλο για τη σταθερότητα των ενεργειακών συστημάτων που εξαρτώνται από διακοπτόμενες πηγές όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια.
Τα ορυκτά καύσιμα θα βρίσκονται στην επιφάνεια, αφενός επειδή αποτελούν πυλώνα σταθερότητας και αφετέρου επειδή η ανάπτυξη τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών όπως οι ΑΠΕ δεν είναι αρκετή, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του 2050. Η ηλιακή και η αιολική ενέργεια αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά, φτάνοντας τα 16.000 έως 30.000 TWh, αλλά τεχνολογίες όπως το υδρογόνο και τα βιώσιμα καύσιμα παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις λόγω υψηλού κόστους και αβέβαιων κανονισμών. Οι ΑΠΕ δέχονται τεράστια πίεση λόγω της αστάθειας των τιμών, των αυξανόμενων κεφαλαιακών δαπανών και των περιορισμών στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας. Επειδή η παραγωγή από πηγές όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, υπάρχει συχνά μεγάλη διακύμανση στην προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτές οι διακυμάνσεις δημιουργούν ανισορροπίες στην αγορά, με περιόδους υπερπαραγωγής που οδηγούν σε αρνητικές τιμές και περιόδους χαμηλής παραγωγής που δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση.
Ταυτόχρονα, το κόστος των κεφαλαιακών δαπανών για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ συνεχίζει να αυξάνεται. Οι αναβαθμίσεις των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και οι επενδύσεις σε τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας είναι κρίσιμες για να διασφαλιστεί η σταθερότητα του συστήματος, αλλά αυτά απαιτούν τεράστια κεφάλαια. Οι περιορισμοί στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν επίσης ένα σοβαρό εμπόδιο, καθώς οι υπάρχουσες υποδομές δεν είναι επαρκείς για να υποστηρίξουν τη διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή από ΑΠΕ. Η αδυναμία γρήγορης αναβάθμισης των δικτύων και των υποδομών σημαίνει ότι πολλά έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν μπορούν να ενσωματωθούν με επιτυχία στο σύστημα, οδηγώντας σε καθυστερήσεις και οικονομικές επιβαρύνσεις.
Αντιστοίχως, το υδρογόνο θεωρείται σημαντικός παράγοντας για την απανθρακοποίηση των τομέων που είναι δύσκολο να ηλεκτροδοτηθούν, όπως η αεροπορία και οι βαριές μεταφορές. Παρά τα εμπόδια, η ζήτηση για υδρογόνο αναμένεται να αυξηθεί δύο έως τέσσερις φορές έως το 2050, αν και θα αντιμετωπίσει ανταγωνισμό από άλλα βιώσιμα καύσιμα, τα οποία αναμένεται να παίξουν ρόλο στις αερομεταφορές και στις θαλάσσιες μεταφορές.η ανάπτυξη του υδρογόνου αναθεωρήθηκε προς τα κάτω κατά 10% έως 25% σε σχέση με τις αισιόδοξες προβλέψεις του παρελθόντος, ενώ τα βιώσιμα καύσιμα αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω περιορισμένων πόρων και αβεβαιοτήτων στις αγορές. Αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση αυξάνεται, αλλά όχι στον βαθμό που είχε αρχικά προβλεφθεί. Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως το υψηλό κόστος παραγωγής, οι ρυθμιστικές αβεβαιότητες και η ανταγωνιστικότητα άλλων βιώσιμων καυσίμων.
Η έκθεση επισημαίνει πως για να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας και να καταστεί δυνατή η μετάβαση σε συστήματα που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές, οι παγκόσμιες υποδομές θα χρειαστούν τεράστιες κεφαλαιακές επενδύσεις. Η έκθεση προβλέπει ότι οι ετήσιες δαπάνες για υποδομές ενέργειας θα αυξηθούν κατά 40% έως 80% έως το 2040. Μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων θα πρέπει να κατευθυνθεί προς την αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς και διανομής για να χειριστούν τη μεγαλύτερη διείσδυση των διακοπτόμενων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Χωρίς επαρκείς υποδομές, τα έργα ανανεώσιμων πηγών θα αντιμετωπίσουν καθυστερήσεις και τα ενεργειακά συστήματα θα δυσκολευτούν να διατηρήσουν την αξιοπιστία και την οικονομική προσιτότητα.
Και όλες αυτές οι διαπιστώσεις την ώρα που η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί κατά 11% έως 18% μέχρι το 2050, κυρίως λόγω της ταχείας ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες. Η ζήτηση αυτή θα προέλθει κυρίως από τα κράτη-μέλη της ASEAN, την Ινδία και τη Μέση Ανατολή, περιοχές που θα ευθύνονται για έως και 95% της συνολικής αύξησης. Οι παράγοντες που ενισχύουν αυτή την αύξηση περιλαμβάνουν την άνοδο του πληθυσμού, τη μετακίνηση της βιομηχανικής παραγωγής και την ανάπτυξη του ΑΕΠ ανά κάτοικο. Αντίθετα, οι ώριμες οικονομίες όπως η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική θα έχουν σταθερή ή μειούμενη ζήτηση λόγω βελτιώσεων στην ενεργειακή αποδοτικότητα.
Η πυρηνική ενέργεια θεωρείται μια από τις πιο αξιόπιστες λύσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, καθιστώντας την κρίσιμο στοιχείο στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Μπορεί να παράγει μεγάλες ποσότητες ενέργειας με σταθερό ρυθμό, χωρίς τις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η αιολική και η ηλιακή. Αυτό την καθιστά ιδανική για τη σταθεροποίηση του ενεργειακού δικτύου σε συνδυασμό με τις ΑΠΕ. Η πυρηνική ενέργεια, ένα κρίσιμο στοιχείο για το μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα, έχει τη δυνατότητα να συμβάλει σημαντικά στην απανθρακοποίηση. Ωστόσο, η δημόσια δυσπιστία, τα ρυθμιστικά εμπόδια και τα μεγάλα χρονοδιαγράμματα έργων αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ανάπτυξή της. Χωρίς την αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων, ο ρόλος της πυρηνικής ενέργειας στη μετάβαση θα παραμείνει περιορισμένος, παρά τα πλεονεκτήματά της στην παροχή αξιόπιστης, χαμηλών εκπομπών ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα τρία σενάρια
Η McKinsey αναλύει τρία πιθανά σενάρια για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, λαμβάνοντας υπόψη τους γεωπολιτικούς, οικονομικούς και τεχνολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία της απανθρακοποίησης. Το πρώτο σενάριο, η Βιώσιμη Μεταμόρφωση (Sustainable Transformation), περιγράφει έναν κόσμο στον οποίο η βιωσιμότητα γίνεται παγκόσμια προτεραιότητα και οι χώρες συνεργάζονται αποτελεσματικά για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Σε αυτό το σενάριο, οι τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών αναπτύσσονται γρήγορα, ενώ οι επενδύσεις στις υποδομές ενέργειας και στην καινοτομία επιταχύνονται, επιτρέποντας την παγκόσμια απανθρακοποίηση.
Το δεύτερο σενάριο, που ονομάζεται Διατήρηση της Τρέχουσας Δυναμικής (Current Transition Momentum), προϋποθέτει ότι η ενεργειακή μετάβαση συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό που παρατηρείται σήμερα. Αν και υπάρχει πρόοδος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών, η μετάβαση είναι αργή και δεν επιτυγχάνονται πλήρως οι κλιματικοί στόχοι, καθώς λείπει ο συντονισμός μεταξύ των χωρών και η ευρεία υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
Τέλος, το τρίτο σενάριο, η Αργή Εξέλιξη (Fragmented Evolution), περιγράφει έναν κόσμο όπου η απανθρακοποίηση είναι κατακερματισμένη, με τις χώρες να ακολουθούν διαφορετικές πολιτικές και προσεγγίσεις. Σε αυτό το σενάριο, η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών είναι περιορισμένη, ενώ τα ορυκτά καύσιμα συνεχίζουν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο για πολλές δεκαετίες. Η παγκόσμια δράση είναι αποσπασματική και οι προκλήσεις της ενεργειακής ασφάλειας και της κλιματικής αλλαγής παραμένουν ανεπίλυτες.
Η έκθεση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της ενεργειακής μετάβασης και την ανάγκη για γρήγορη δράση σε παγκόσμιο επίπεδο, αν θέλουμε να πετύχουμε τους κλιματικούς στόχους. Οι επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες, η αναβάθμιση υποδομών και η παγκόσμια συνεργασία είναι απαραίτητες για τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον.
Διαβάστε ακόμη